Εδώ είμαστε. Στο θέατρο Δρόμος, που τα Δευτερότριτα μετατρέπεται σε μπαρ όπου διασκεδάζουμε χορεύοντας και καταναλώνοντας αλκοόλ. Δεν με πιστεύετε; Για την ακρίβεια, αλλάζουμε και χώρα, ημισφαίριο, ωκεανό... μεταφερόμαστε σε ένα βραζιλιάνικο μπαρ όπου χαλαρώνουμε κι απολαμβάνουμε παγωμένη καϊπιρίνια. Εδώ ξεκινάνε/ξεκίνησαν όλα. Σε αυτό το σημείο του κόσμου δύο άνθρωποι θα συναντηθούν, θα γνωριστούν και θα ερωτευθούν ενώ εμείς οι υπόλοιποι είμαστε και πελάτες στο ίδιο μπαρ και θεατές-μάρτυρες. Και θα ήταν όλα ειδυλλιακά και τέλεια αν οι καρδιές τους ήταν απελευθερωμένες από τον φόβο και οι ψυχές τους από τ' αγκάθια τους.
Πρόκειται για το νέο έργο του Μιχάλη Σπέγγου [θυμίζω εν τάχει τα Μπίλη ο τίγρης και Καφενείο «Το επέκεινα»] σε σκηνοθεσία Μάνθου Καλαντζή. Πρόκειται για ψυχολογικό θρίλερ όπου η ερωτική φλόγα σβήνει με πάγο και συγκρούεται στο ψέμα. Εκείνος έχει ένα σκοτεινό παρελθόν κι εκείνη ένα προσωπείο. Τίποτα ανάμεσά τους δεν είναι αυτό που δείχνει.
Μοντέρνα παράσταση που χρησιμοποιεί την bar theatre αισθητική παράλληλα με πιο κλασικές πρακτικές παραστασιοποίησης και σύγχρονα μέσα βιντεοπροβολής συμπεριλαμβάνοντας και το κοινό μέσα στη συνθήκη χωρίς ωστόσο να υπάρχει διάδραση.
Θα συμβούν πολλά στη σκηνή. Άκρως αντίθετα συναισθήματα θα συγκρουστούν, στιγμές απόλυτης ηρεμίας θα μεταλλαχθούν σε στιγμές τεράστιας έντασης, άπαντα και άπαντες τίθεται εν αμφιβόλω, το παιχνίδι ξεφεύγει από το ερωτικό στοιχείο αγγίζοντας πολύ επικίνδυνα όρια και τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ποιο θα είναι το τέλος; Θα καταφέρουν να φτάσουν ως εκεί αλώβητοι ή με τις λιγότερες απώλειες;
Στα μάτια του Αλέξανδρου Κλημόπουλου είδα τον φόβο και σε εκείνα της Μαρίτας Τζατζαδάκη της γυναίκας-αράχνης. Και οι δύο ανταποκρίθηκαν στις προκλήσεις – παιχτικά εννοώ αλλά μπορείτε να το πάρετε και γενικότερα, βάσει των ρόλων τους. Δεν είναι καθόλου απλό για έναν ηθοποιό να πρέπει να ερμηνεύσει έναν χαρακτήρα, μένοντας πιστός στο κείμενο και τη συνθήκη του, αλλά χωρίς να έχει στη διάθεσή του μία πάγια σκηνή. Δηλαδή έχοντας άλλο περίγυρο, αντιδράσεις κ.ο.κ. κάθε φορά και χωρίς να μπορεί να ελέγξει τίποτα. Προφανώς ανεβαίνει το επίπεδο δυσκολίας όταν πρέπει να παίξεις ανάμεσα σε κόσμο χωρίς να σε διαχωρίζει νοερά μια σκηνή, χωρίς να καθορίζεις το περιβάλλον, όντας τόσο κοντά, οι μεν στους δεν, που να μυρίζεις το άρωμά τους από την εγγύτητα και που θα πρέπει να είσαι τόσο ο ήρωάς σου όσο και ένας ελισσόμενος ηθοποιός με οξυμένα αντανακλαστικά. Και όχι, αυτή η συνθήκη δεν είναι όπως σε ένα stand up comedy όπου υπάρχει αλληλεπίδραση και που ό,τι κι αν συμβεί μπορεί να ενταχθεί στην παράσταση γιατί, εδώ, δεν μπορεί. Ωστόσο, αυτό που αποτελεί βαθμό δυσκολίας για τους ερμηνευτές είναι πολύ ενδιαφέρον για τους θεατές εφόσον δεν παρακολουθούν απλά αλλά μπαίνουν και σωματικά μέσα στο έργο.
Το κείμενο βρίθει ενδιαφέροντος, προσφέροντας ανατροπή στην ανατροπή και η σκηνοθεσία είναι ευρηματική εκμεταλλευόμενη πλήρως τον χώρο, όλες τις διαστάσεις και τις προοπτικές του. Μην μπορώντας να μιλήσω περισσότερο για αυτά που συμβαίνουν, ούτε και για την υπόθεση, θα περιοριστώ σημειώνοντας ότι πρέπει να πάτε παρθένοι, χωρίς να έχετε ακούσει από άλλους θεατές το οτιδήποτε για το έργο και να προσέξετε τα πάντα, καθόλη τη διάρκεια. Είμαι σίγουρη δε ότι στο τέλος θα έχετε πολλά να μοιραστείτε με την παρέα σας κουβεντιάζοντας τα τεκταινόμενα.
Μία παράσταση όπου πηγαίνεις χαλαρά, σε βοηθούν κιόλας τα ποτά και η μουσική, όμως κλιμακώνει σταδιακά σε ένταση –και μέσω των ανατροπών της– και που, τελικά, τη βιώνεις ως ολοκληρωμένη εμπειρία.


