Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ ebooks ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Αιθέρια: Η προφητεία * Ζεστό αίμα * Το μονόγραμμα του ίσκιου * Μέσα από τα μάτια της Ζωής! * Οι Σισιλιάνοι ** Ποίηση: Και χορεύω τις νύχτες * Δεύτερη φωνή Ι * Άπροικα Χαλκώματα * Σκοτεινή κουκκίδα ** Διάφορα άλλα: Πλάτωνας κατά Διογένη Λαέρτιο * Παζλ γυναικών ** Παιδικά: Η μάγισσα Θερμουέλα σε κρίση * Η λέσχη των φαντασμάτων * Το μαγικό καράβι των Χριστουγέννων * Ο αστερισμός των παραμυθιών * Οι κυρίες και οι κύριοι Αριθμοί * Η Αμάντα Κουραμπιέ, η μαμά μου * Ο Κάγα Τίο... στην Ελλάδα ** Νουβέλες: Πορσελάνινες κούκλες * Το δικό μου παιδί * Όταν έπεσε η μάσκα

Η υπόσχεση

   Η συγκεκριμένη ιστορία έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για εμένα. Είναι πολύ ιδιαίτερη αφού βασίζεται σε αληθινά γεγονότα...
Έτσι λοιπόν θα ήθελα να την αφιερώσω στην γιαγιά μου, η οποία που μου λείπει πάρα πολύ.Και μέσα από αυτή την ιστορία να της δείξω ότι δεν ξεχνώ την υπόσχεση μου.
   Ξέρω ότι κάποτε θα δει αυτό που πάντα ήθελε, αλλά δεν είναι το ίδιο αν δεν μπορώ και εγώ να δω την χαρά στο πρόσωπο της...

Μάριος Καρακατσάνης


Αφιερωμένο με πολλή αγάπη 
στην γιαγιά μου

Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα.


   "Έφαγες αγόρι μου; Είσαι καλά;" ήταν τα τελευταία λόγια που θυμόταν από το στόμα της γιαγιάς του ο Γιάννης, λίγες μέρες πριν εκείνη πεθάνει.
   Του είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία ξεχωρίζοντάς τον από όλα της τα εγγόνια. Τον πρόσεχε και τον αγαπούσε όχι μόνο γιατί θαύμαζε τον ατίθασο χαρακτήρα του, αλλά και επειδή ήταν ο μόνος ανύπαντρος από την οικογένεια.
   Ήταν το ίδιο σκληρός στις αποφάσεις που έπαιρνε και κατά συνέπεια και στις επιλογές του, όπως ήταν και η ίδια κάποτε στα νιάτα της. Χαλιναγωγούσαν τόσο καλά τα συναισθήματά τους και οι δύο, που αν το απαιτούσε η περίσταση δεν δίσταζαν ακόμα και να τα νεκρώσουν. Καταστάσεις που άλλους θα τους άγγιζαν ή, ακόμα χειρότερα, θα τους καταρράκωναν συναισθηματικά, εκείνους απλά δεν τους άγγιζαν.
   Όχι ότι ήταν άσπλαχνοι ή αναίσθητοι, απλά δεν μπορούσαν να πονέσουν για τα λάθη των άλλων, ειδικά όταν αυτά επαναλαμβάνονταν. Όταν κάποιος τους πείραζε δίχως να τον ενοχλήσουν, ό,τι και αν τύχαινε να πάθει και το μάθαιναν τους άφηνε παντελώς αδιάφορους. Δεν υπήρχε η λέξη “οίκτος” στο λεξιλόγιό τους, ούτε λυπόντουσαν κάποιον αν πλήρωνε δικά του λάθη. Και, φυσικά, δεν αποζητούσαν τον οίκτο κανενός.
   Όταν έφτανε η ώρα να πληρώσουν και εκείνοι τα δικά τους σφάλματα δεν ζητούσαν βοήθεια, αλλά τα αντιμετώπιζαν καρτερικά. Έκλαιγαν και πόναγαν βουβά.
   Από την άλλη μεριά όμως, δεν δίσταζαν να προσφέρουν ό,τι είχαν και δεν είχαν αν έβλεπαν ότι κάποιος υπέφερε και χρειαζόταν την βοήθειά τους. Γίνονταν θυσία για τους πάντες, αρκεί να ήταν άνθρωποι που δεν ήταν μίζεροι, που προσπαθούσαν να πετύχουν κάτι στην ζωή τους και δεν βασίζονταν στους άλλους, μάθαιναν από τα λάθη τους και κυρίως δεν ήταν αχάριστοι. Όχι με αυτούς αχάριστοι, ποτέ δεν έκαναν κάτι για να ακούσουν ένα “ευχαριστώ”. Και αν κάποιος τύχαινε να τους το πει, του απαντούσαν “το ευχαριστώ είναι για τους ξένους, εμείς δεν είμαστε ξένοι...”. Δεν ήθελαν να είναι αχάριστοι οι άνθρωποι με αυτά που τους πρόσφερε η ζωή.
   Η γιαγιά του έχοντας χάσει δύο από τα παιδιά της από τις κακουχίες του πολέμου και την πείνα, μεγάλωσε με κόπο και βάσανα τα άλλα δυο παιδιά της προσπαθώντας να μην τους λείψει τίποτα.
   Για χάρη του Γιάννη, η γιαγιά του, μεταμορφώθηκε από σκληρή και αυταρχική γυναίκα, σε μία τρυφερή και στοργική γιαγιά, χαρακτηριστικά που ούτε η κόρη της θυμόταν να είχε γνωρίσει κοντά της στην παιδική της ηλικία.
   Η γερόντισσα, θέλοντας να προσφέρει έμπρακτα έστω και αργά με τον μόνο τρόπο που πλέον μπορούσε, βοηθούσε οικονομικά πάρα πολύ τον Γιάννη στην μόρφωσή του και στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, μιας και ήταν αυτός που γεννήθηκε σε δύσκολα χρόνια για την οικογένεια.
   Αλλά και ο Γιάννης, επίσης σκληρός και αυταρχικός χαρακτήρας, της συμπεριφερόταν ως ένας τρυφερός και στοργικός εγγονός. Ποτέ δεν ξεχνούσε να την φιλήσει για καλημέρα, πάντα είχε ένα χάδι για το ρυτιδιασμένο της μάγουλο, αλλά και ένα αστείο για να την κάνει να γελάσει. Μέχρι που μεγάλωσε και αποφάσισε να φύγει από το πατρικό του σπίτι, και από κοντά της, για να ανοίξει ένα δικό του σπίτι, με το όνειρο ότι κάποτε θα στέγαζε σε αυτό την οικογένειά του.
   Ο ίδιος είχε άλλα δύο αδέλφια, την Μαρίνα και τον Κωνσταντίνο. Παντρεμένοι και οι δύο με τρία παιδιά ο καθένας, είχαν χαρίσει στην γιαγιά τους την ευτυχία να δει όσο ζούσε έξι δισέγγονα συνολικά.
   Ο Γιάννης δεν είχε καταφέρει ακόμα να παντρευτεί και να αποκτήσει το πολυπόθητο παιδί αν και το ήθελε πάρα πολύ. Ωστόσο οι τεράστιες οικονομικές του υποχρεώσεις τον κρατούσαν συνέχεια πίσω. Έβλεπε όμως στα μάτια της γιαγιάς του ότι περίμενε να δει δισέγγονο και από τον ίδιο. Τότε και μόνο τότε θα μπορούσε να πεθάνει ήσυχη.
   Ο Γιάννης παρ’ ό,τι ήταν απορροφημένος από τα δικά του προβλήματα, αν και όχι πολύ συχνά, πήγαινε στο πατρικό του σπίτι για να την δει. Εκείνη μόλις τον έβλεπε χαμογελώντας διάπλατα, του έκανε νόημα να κάτσει δίπλα της. Αφού τον φιλούσε στο μάγουλο με λαχτάρα δείχνοντάς του πόσο της είχε λείψει, τον ρωτούσε αν ήταν καλά, αν έτρωγε όπως έπρεπε γιατί τον έβλεπε πολύ αδύνατο και αν του έλειπε κάτι από το σπίτι. Και αυτό γινόταν κάθε φορά που συναντιόντουσαν.
   Όσο και αν επιθυμούσε να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί, ο Γιάννης, ξέροντας ότι η γιαγιά του δε θα κράταγε για πολύ αφού ήταν ήδη 96 χρονών, πάντα κάποιος σοβαρός λόγος τον ανάγκαζε να το αναβάλει.
   Όταν πια η γιαγιά του κατέπεσε πάρα πολύ, σε βαθμό που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια ψιλά, ο Γιάννης την επισκέφτηκε ξέροντας βαθιά μέσα του ότι μπορεί αυτή η μέρα να ήταν και η τελευταία.
   Τον είχε προειδοποιήσει η μητέρα του, ότι η γιαγιά έχανε συχνά την επαφή με την πραγματικότητα, γι’ αυτό να μην του φαινόταν περίεργο αν άρχιζε να του λέει πράγματα που δεν ευσταθούσαν.
   Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο είδε την γιαγιά του ξαπλωμένη με κλειστά τα μάτια και ανήσυχος πήγε προσεκτικά κοντά της. Νοιώθοντας κάποιον δίπλα της, εκείνη μισάνοιξε τα μάτια της κοιτάζοντάς τον. Δεν του χαμογέλασε όπως άλλες φορές, απλά τον κοιτούσε αμίλητη δείχνοντάς του πόσο ψυχικά κουρασμένη ήταν.
   -Έφαγες Γιάννη μου; τον ρώτησε αγκομαχώντας, παίρνοντας μικρές και κοφτές ανάσες.
   -Ναι γιαγιά έφαγα... της απάντησε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
   -Άκου Γιάννη μου... Σε εκείνο το συρτάρι έχω τον σταυρό του παππού σου... είπε δείχνοντας του με το κουρασμένο της χέρι.
   -Τον φύλαγα για να τον δώσω στο παιδί σου. Πάρε τον εσύ και φόρεσέ του τον όταν με το καλό έρθει, κατέληξε κοιτάζοντάς τον με αγάπη, όπως τον κοιτούσε πάντα.
   Ο Γιάννης μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του, την πήρε αγκαλιά λέγοντάς της αυτό που πραγματικά ένιωθε εκείνη την στιγμή.
   -Όχι γιαγιά... Σου απαγορεύω να πεθάνεις... Πρέπει να δεις και το δικό μου παιδί! ΠΡΕΠΕΙ! της είπε κλαίγοντας, κρατώντας την ακόμα αγκαλιά.
   -Στο χρωστάω... είπε ψιθυρίζοντας της στο αυτί. 
   -Θα έρθει σύντομα στο υπόσχομαι... συμπλήρωσε ξεσπώντας σε λυγμούς.
   Σηκώνοντας το κεφάλι του αργά πάνω από το ζεστό της σώμα, την είδε να χαμογελάει γλυκόπικρα σαν του έλεγε, "Το θέλω, αλλά δεν είναι πια στο χέρι μου..." και κλείνοντας τα μάτια της έπεσε ξανά σε βαθύ λήθαργο.
   Κοιτώντας την ο Γιάννης αχόρταγα, την φίλησε στο μάγουλο σκεπτόμενος τί μπορούσε να κάνει. Μα δεν μπορούσε να κάνει και πολλά! Έτσι παίρνοντας στα χέρια του μια εικόνα του Χριστού που είχε πάντα δίπλα της η γιαγιά του, έκανε τον σταυρό του προσευχόμενος γι’ αυτήν.
   -Σε παρακαλώ Θεέ μου... ψέλλισε κλαίγοντας.
   -Αφαίρεσε από εμένα όσο χρόνια χρειάζονται, αρκεί να ζήσει η γιαγιά μου, συνέχισε μη μπορώντας να μιλήσει από τον κόμπο που ένιωθε στον λαιμό.
   -Πρέπει να δει και το δικό μου παιδί... Μετά ας αναπαυτεί η ψυχή της... Αλλά όχι τώρα... ΟΧΙ ΤΩΡΑ...
   Βλέποντας τα δάκρυά του να πέφτουν πάνω στην παλιά ξύλινη εικόνα, πίστεψε ότι ίσως ο Θεός του έκανε την μία και μοναδική επιθυμία που του είχε ζητήσει πραγματικά με όλη του την καρδιά.
   Μα δεν του την έκανε. Τρεις μέρες μετά ο πατέρας του Γιάννη τον ειδοποίησε ότι η γιαγιά πέθανε.
   Την μέρα της κηδείας, ο Γιάννης, έχοντας την καρδιά γεμάτη με πόνο για τη γιαγιά του αλλά και μίσος προς τον Θεό, αρνούμενος να οδηγήσουν την γιαγιά μόνο ξένοι στην τελευταία της κατοικία, πήραν μαζί με τον δισέγγονό της στον ώμο τους το βαρύ φέρετρο. Το βάρος του ένιωθε να του συνθλίβει τον ώμο μα ανέκφραστος, υποφέροντας μέσα του, ο Γιάννης περπατούσε υπερήφανα οδηγώντας την γιαγιά του στην τελευταία της κατοικία.
   Ρίχνοντας τελευταίος λίγο χώμα πάνω στο ξύλινο φέρετρο, μουρμούρισε τα τελευταία του λόγια προς αυτήν.

"Θα τα ξαναπούμε γιαγιάκα... Αλλά όχι ακόμα... Όχι ακόμα... Γιατί κάτι σου χρωστάω..."

   Και πνίγοντας βαθιά μέσα του τον πόνο της ψυχής του, πέταξε ένα λευκό τριαντάφυλλο μέσα στον τάφο.
   Οι επόμενες μέρες ήταν αρκετά δύσκολες για τον Γιάννη. Πολλές φορές ξυπνούσε τα βράδια στο σπίτι του κλαίγοντας. Μέσα στην σκοτεινή κρεβατοκάμαρά του φώναζε μέσα από λυγμούς την γιαγιά του. 
   -Αν με ακούς γιαγιά δείξε μου ότι είσαι εδώ, ότι δεν με εγκατέλειψες... ψιθύριζε ψάχνοντας απελπισμένα για ένα σημάδι της.
   Δεν ένιωθε φόβο μέσα του, δεν τρόμαζε ποτέ με τέτοια πράγματα, αντίθετα τα αποζητούσε. Και πίστευε ότι αυτό από μόνο του, θα ήταν αρκετό για να μπορέσει να έρθει ξανά σε επαφή με την γιαγιά του.
   Ύστερα σηκωνόταν μέσα στα σκοτάδια και τριγυρνούσε στο σπίτι αναζητώντας ένα σημάδι της, κάτι που θα υποδείκνυε ότι ίσως να βρισκόταν εκεί, μαζί του. Μα ποτέ δεν έβλεπε κάτι, όσο και αν την επικαλούνταν, γυρίζοντας πάντα στο κρεβάτι του απογοητευμένος.
   Ένα βράδυ, όπως όλα τα άλλα, ο Γιάννης ξύπνησε και τινάχτηκε απότομα ακούγοντας έναν δυνατό θόρυβο. Ανοίγοντας τα μάτια του, ένιωσε μέσα του να κυριαρχεί το συναίσθημα της αγωνίας, ενώ ο ιδρώτας έσταζε από το πρόσωπό του. Πετώντας από πάνω του τα σκεπάσματα, άρχισε να τριγυρίζει στα σκοτάδια σαν φάντασμα μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Αφού έλεγξε την εξώπορτα του σπιτιού για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν διαρρήκτες, μετά πήγε στο σαλόνι και ύστερα στην κουζίνα.
   -ΓΙΑΝΝΗ... άκουσε ξαφνικά μια γυναικεία φωνή σαν απαλό αεράκι μέσα στα αυτιά του.
   Ένοιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και γρήγορα, σύντομα όμως κυριάρχησε πάλι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του.
   -Αν είσαι κάτι κακό ό,τι είναι να κάνεις, κάνε το τώρα. Αλλιώς άσε τα κινηματογραφικά παιχνίδια... φώναξε κοιτώντας με το βλέμμα του παντού.
   Πάντα έτσι αντιδρούσε σε τέτοιες καταστάσεις, χωρίς φόβο, ίσως γιατί βαθιά μέσα του ο θάνατος είχε μια συναρπαστική γοητεία. Και όταν δεν φοβάσαι να πεθάνεις, τότε τι μένει να φοβηθείς; Τίποτα.
   Αφού δεν είδε κάποια κίνηση, έκανε μερικά βήματα κατευθυνόμενος προς το χολ. Στρίβοντας από εκεί για να μπει ξανά στην κρεβατοκάμαρά του, μέσα από τον ελάχιστο φωτισμό από το μικρό λαμπάκι νυκτός, είδε με την άκρη του ματιού του πολύ φευγαλέα μια σκιά να τρέχει προς την ίδια κατεύθυνση με αυτόν. Γυρνώντας ενστικτωδώς το κεφάλι του απότομα, άναψε το φως στο χολ για να δει καλύτερα. Μα δεν υπήρχε τίποτα.
   “Μπορεί να ήταν της φαντασίας μου”, σκέφτηκε και έπεσε ξανά να κοιμηθεί.
   Την επόμενη μέρα το πρωί, ξυπνώντας, το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό ήταν το χτεσινό γεγονός.
   -Μα τι ηλίθιος που είμαι! φώναξε ξαφνικά ενθουσιασμένος!
   “Αν ήταν η γιαγιά;” σκέφτηκε, βάζοντας μέσα στο μυαλό του την πιο πολυπόθητη σκέψη που είχε.
   Όλη την ημέρα σκεφτόταν με χαρά ότι τελικά ίσως και να μην ήταν τόσο μόνος όσο πίστευε. Έχοντας το μυαλό του μόνο εκεί, όπως πάντα του άρεσε να κάνει, προετοίμαζε τον εαυτό του για κάθε ενδεχόμενο. Ήταν λάθος του που βρέθηκε απροετοίμαστος και αυτό ήταν κάτι που δεν είχε σκοπό να το επαναλάβει.
   Πηγαίνοντας στο νεκροταφείο που ήταν θαμμένη η γιαγιά του, άφησε λίγα λουλούδια πάνω στον τάφο ανάβοντας αμέσως μετά το καντήλι της που είχε σβήσει.
   “Μου λείπεις γιαγιά...” σκέφτηκε δίχως να το πει φωναχτά.
   Κοιτάζοντας την παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία που είχαν βάλει πάνω στο μάρμαρο, άρχισε να θυμάται όλες τις στιγμές που μιλούσαν οι δυο τους. Λες και η φωτογραφία του μιλούσε, την άκουγε να τον ρωτάει αν είναι καλά, να τον νοιάζεται και να τον πονά όπως έκανε πάντα.
   Καταπιέζοντας, όπως είχε μάθει να κάνει πάντα, τα συναισθήματά του, ένιωσε ξανά έναν κόμπο στο λαιμό δίνοντάς του μια σουβλιά κατευθείαν μέσα στο κεφάλι. Αμίλητος και σκεπτικός, στεκόταν κοιτώντας την φωτογραφία. Συγκρατώντας κάθε επιθυμία για να κλάψει, είδε να πέφτει επάνω στην φωτογραφία μια μικρή σταγόνα νερού. Σπάζοντας ο ουρανός αντί για αυτόν, άρχισαν στην αρχή να πέφτουν σιγανές ψιχάλες βροχής, μέχρι που ξέσπασε δυνατή μπόρα. Μένοντας στην θέση του, νιώθοντας επάνω του κάθε σταγόνα της βροχής, έκλεισε τα μάτια του αφήνοντας να κυλήσουν μαζί με τη βροχή και τα πνιγμένα δάκρυά του. Έτσι είχε μάθει να κρύβει της αδυναμίες του. Γιατί είχε μάθει μια ζωή να είναι στήριγμα για τους άλλους και τα στηρίγματα δεν έπρεπε να λυγίζουν.
   Το βράδυ πηγαίνοντας σπίτι του, ξάπλωσε από νωρίς χαζεύοντας λίγο στην τηλεόραση μέχρι να αποκοιμηθεί. Έχοντας τον ήχο της χαμηλωμένο, είχε τον νου του μήπως ακουγόταν κάτι. Μα αυτή την φορά δεν ακούστηκε τίποτα, όσο και αν πρόσμενε κάτι. Μέχρι που ξημέρωσε άλλη μια νέα μέρα.
   Οι μέρες κυλούσαν και ο Γιάννης μπήκε ξανά στους κανονικούς ρυθμούς της ζωής του. Όλο αυτό το διάστημα, ειδικά τα βράδια όταν ξάπλωνε να κοιμηθεί, σκεπτόταν συχνά την γιαγιά του. Από την μια χαιρόταν που επιτέλους ξεκουράστηκε, ξέροντας ότι εκεί που πήγε η ψυχή της επιτέλους γαλήνεψε, από την άλλη όμως του έλειπε.
   Νιώθοντας μέσα του ένα αβάσταχτο βάρος που δεν πρόλαβε να της χαρίσει κι εκείνος ένα δισέγγονο, πολλές φορές φώναζε το όνομα της, της μιλούσε και την καλούσε κοντά του. Ήθελε να της πει ότι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, ότι μακάρι να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω κάνοντας διαφορετικές επιλογές. Μα πέρα από την σκέψη του, ένιωθε ότι δεν τον άκουγε κανείς άλλος.
   Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι, το πορτατίφ που είχε δίπλα του άναψε από μόνο του, γεμίζοντας τους τοίχους με σκιές του δωματίου.
   -Γιάννη... άκουσε ξανά τον ίδιο ψίθυρο μέσα στα αυτιά του.
   Μια απότομη ριπή ψυχρού αέρα του διαπέρασε όλο το κορμί, ενώ το φως δίπλα του άρχισε να τρεμοπαίζει.
   -Γιαγιά; φώναξε ο Γιάννης ψάχνοντας με το βλέμμα του όλο το δωμάτιο.
   Έκπληκτος είδε από την πόρτα του δωματίου να ξεπροβάλει η γιαγιά του με τα χέρια της απλωμένα σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει. Νιώθοντας το κορμί του να ανατριχιάζει ολόκληρο, την κοιτούσε αμίλητος καθώς εκείνη τον πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Σταματώντας η μορφή της στο κάτω μέρος του κρεβατιού, τον κοιτούσε χαμογελώντας του. Αν και η μορφή της ήταν ακριβώς όπως την θυμόταν, φαινόταν γαλήνια και ευτυχισμένη. Τα ολόλευκα μαλλιά της ανέμιζαν μέσα στο δωμάτιο, από ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι, το οποίο πλέον είχε πλημμυρίσει με μυρωδιά γιασεμιού.
   -Γιαγιά... ψιθύρισε νοσταλγικά άλλη μια φορά ο Γιάννης, καθώς άπλωνε και εκείνος τα χέρια του.
   Προσπαθώντας να την αγγίξει, ένιωσε ένα γλυκό μούδιασμα να του παραλύει το σώμα. Κοιτώντας ο ένας τον άλλον με αγάπη, ο Γιάννης ξύπνησε την επόμενη μέρα το πρωί, αναρωτώμενος αν όντως συνέβη αυτό ή ήταν ένα όνειρο που το προκάλεσε η τεράστια ανάγκη του για να δει την γιαγιά του. Μη μπορώντας να ξεχωρίσει την αλήθεια από την πραγματικότητα, αποφάσισε πως ότι και αν ήταν, για εκείνον ήταν κάτι μοναδικό.
   Ηρεμώντας για αρκετό διάστημα, οι επόμενοι μήνες κυλούσαν δίχως να συμβεί ή να δει κάτι περίεργο. Έχοντας φτιάξει πια τα οικονομικά του, έκανε πρόταση γάμου στην σύντροφο του με σκοπό να μείνουν μαζί κάνοντας επιτέλους και αυτοί ένα παιδάκι. Αποδεχόμενη την πρόταση του, η Αιμιλία ξεκίνησε σιγά-σιγά να φέρνει τα πράματα της στο σπίτι του Γιάννη.
   Ένα βράδυ, ξεκλειδώνοντας ο Γιάννης την πόρτα του σπιτιού του, με το που μπήκε μέσα άκουσε έναν δυνατό θόρυβο.
   -Αιμιλία; φώναξε παραξενεμένος, αφού συνήθως τέτοια ώρα η Αιμιλία ήταν στην δουλειά της.
   Μα το μόνο που άκουσε, ήταν ένα ελαφρύ βήμα αφήνοντας πίσω του ένα απαλό θρόισμα. Προχωρώντας μέσα στο σπίτι κοιτούσε ένα-ένα τα δωμάτια ψάχνοντας να δει τι συμβαίνει. Ξαφνικά άκουσε την τηλεόραση του σαλονιού να παίζει δυνατά. Γυρνώντας πάλι πίσω, μπαίνοντας μέσα στο σαλόνι είδε την τηλεόραση ανοικτή σε ένα κανάλι το οποίο εκείνη την ώρα έπαιζε το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του. Ήταν το "Σε αγαπώ γιατί είσαι ωραία", ένα τραγούδι που της θύμιζε πάντα με μια γλυκιά μελαγχολία τις όμορφες στιγμές που της το τραγουδούσε ο άντρας της.
   Ο Γιάννης νιώθοντας την παρουσία της ξανά, θυμήθηκε που του το σιγοτραγουδούσε τα βράδια όταν ήταν πολύ μικρός, νανουρίζοντάς τον στο κρεβάτι της. Τελειώνοντας το τραγούδι η τηλεόραση έκλεισε το ίδιο απότομα όπως είχε ανοίξει, αφήνοντας τον Γιάννη να την κοιτάζει εκστασιασμένος.
   Όταν ήρθε η Αιμιλία, δεν της είπε τίποτα. Δεν ήθελε να την τρομάξει, αλλά αυτό που τον φόβιζε πιο πολύ ήταν μήπως τον περνούσε για τρελό.
   Περνώντας λίγοι μήνες, το ζευγάρι, αφού τελείωσε με όλα τα διαδικαστικά του γάμου, ήταν πλέον έτοιμο για την μεγαλύτερη στιγμή τής ζωής του. Κάνοντας έναν απλοϊκό γάμο, ο Γιάννης και Αιμιλία ένωσαν τις ζωές τους με την παρουσία μερικών φίλων και συγγενών.
   Λίγες μέρες πριν μάθουν τα παιδιά ότι η Αιμιλία είχε μείνει έγκυος, ο Γιάννης είχε δει στον ύπνο του την γιαγιά του. Ήταν ντυμένη στα λευκά, έχοντας στην αγκαλιά της ένα μωρό. Βλέποντας τον εγγονό της να την κοιτάζει, χαμογελώντας άπλωσε τα χέρια της και του έδωσε το παιδί. Μόλις ο Γιάννης το πήρε στα χέρια του, η γιαγιά του εξαφανίστηκε κοιτώντας τον στα μάτια.
   Στην αρχή νόμισε πως ήταν κάτι σαν υπενθύμιση για την υπόσχεση που είχε δώσει. Ύστερα όμως, μαθαίνοντας τα χαρμόσυνα νέα από το στόμα της Αιμιλίας, ένιωσε πως ήταν άλλο ένα δώρο από την γιαγιά του.
   Μένοντας συνέχεια η Αιμιλία στο σπίτι εφόσον ήταν πλέον κοντά στης μέρες της για να γεννήσει και δεν έπρεπε εδώ και καιρό πια να δουλεύει και να κουράζεται, ο Γιάννης είχε αναλάβει όλη την περιποίηση του σπιτιού, αλλά και την δική της. Απολαμβάνοντας και οι δύο μια υπέροχη Σαββατιάτικη βραδιά, ο Γιάννης πήγε να κλειδώσει την πόρτα του σπιτιού για να ξαπλώσουν να κοιμηθούν.
   -Αγάπη μου κλείδωσες εσύ; φώναξε στην Αιμιλία βλέποντας τον σύρτη καλά τραβηγμένο προς τα έξω.
   -Μα τι λες! Αφού μαζί ήμασταν όλη την ώρα! απάντησε η γυναίκα του παραξενεμένη από την ερώτησή του.
   Σκεφτικός γύρισε πάλι πίσω στην κρεβατοκάμαρά τους, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί o σύρτης ήταν κλειστός.
   -Γιατί με ρώτησες Γιάννη μου για την πόρτα; του είπε με απορία η Αιμιλία, διακόπτοντάς τον από τις σκέψεις του.
   -Μμμ; έκανε ξαφνιασμένος ο Γιάννης.
   -Α, τίποτα, απλά βρήκα τον σύρτη κλειδωμένο και ξαφνιάστηκα! συνέχισε σχεδόν αμέσως ελέγχοντας ξανά τις σκέψεις του.
   -Απλά είχα ξεχάσει ότι τον είχα τραβήξει εγώ όταν πήγα τουαλέτα... κατέληξε, ξέροντας ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια.
   Αλλά αν της είχε κρύψει τόσα πράματα γύρω από την γιαγιά του, δεν θα έκανε το λάθος να της τα αποκαλύψει τώρα. Και μάλιστα στην σοβαρή κατάσταση που βρισκόταν. Από μέρα σε μέρα την περίμεναν, δεν θα άφηνε κανέναν και τίποτα να την ταράξει.
   Την επόμενη μέρα το πρωί, ξύπνησαν απότομα από το κουδούνι της εξώπορτας που χτυπούσε σαν δαιμονισμένο. Τρέχοντας να ανοίξει ο Γιάννης, είδε απ’ έξω τρεις αστυνομικούς.
   -Καλημέρα σας κύριε... τον χαιρέτησε ο ένας από τους τρεις άντρες που στεκόντουσαν στην πόρτα.
   Ξεπερνώντας γρήγορα την τυπική ευγένεια, πριν προλάβει ο Γιάννης να απαντήσει, ο άντρας μπήκε κατευθείαν στον λόγο της επισκέψεως τους.
   -Μήπως ακούσατε ή αντιληφθήκατε ο,τιδήποτε από χτες το απόγευμα και μετά; ρώτησε τον Γιάννη κοιτάζοντάς τον με βλοσυρό ύφος στα μάτια.
   -Όχι... Εδώ ήμασταν με την γυναίκα μου όλη μέρα... απάντησε διστακτικά ο Γιάννης.
   -Δεν ακούσαμε κάτι... Γιατί; τους ρώτησε γεμάτος απορία.
   -Είχαμε αναφορές ότι στην πολυκατοικία σας χτες, από το απόγευμα και μετά, παραβιάστηκαν τέσσερα διαμερίσματα... Εσείς δεν είδατε ή δεν ακούσατε τίποτα; τον ρώτησε εξακολουθώντας να τον κοιτάζει με το διαπεραστικό του βλέμμα.
   Ο Γιάννης σοκαρισμένος, τους κοιτούσε άφωνος μη ξέροντας τι να πει.
   -Τι να σας πω... ψέλλισε αιφνιδιασμένος από αυτά που άκουσε.
   -Όπως σας είπα εδώ ήμασταν όλη μέρα... Λόγω της κατάστασης της συζύγου μου, τον περισσότερο χρόνο μας τον περάσαμε στην κρεβατοκάμαρα, προσπάθησε να τους εξηγήσει, αλλά βλέποντάς τους να τον κοιτάνε με περιέργεια, σκέφτηκε να τους μιλήσει πιο ανοικτά.
   -Είναι έγκυος ξέρετε, δεν την αφήνω να κινείται ιδιαίτερα, την περιμένουμε από μέρα σε μέρα. Εγώ την βοηθάω σε ό,τι χρειαστεί αυτό τον καιρό... Και η από εκεί πλευρά που είναι η κρεβατοκάμαρα βλέπει προς τον δρόμο και έχει αρκετό θόρυβο, κατέληξε ελπίζοντας να τους είχε δώσει να καταλάβουν καλύτερα την κατάσταση.
   -Πολύ καλά κύριε, καλή συνέχεια να έχετε και συγγνώμη για την ενόχληση! του απάντησαν με την ίδια τυπική ευγένεια που είχαν έρθει.
   -Α… και να κλειδώνετε πάντα καλά όλες τις ώρες... του επισήμανε ο ένας από τους άλλους δύο αστυνομικούς δίνοντας μεγάλη έμφαση στα λόγια του.
   -Παρακαλώ... κανένα πρόβλημα... απάντησε ο Γιάννης κλείνοντας βιαστικά την πόρτα πίσω του.
   Παίρνοντας βαθιές ανάσες, κόλλησε με την πλάτη πάνω στην πόρτα σκεφτόμενος πιο ψύχραιμα όλα αυτά που άκουσε. Ήταν δυνατόν να είχαν γίνει τέσσερις ληστείες και να μην ακούστηκε τίποτα; Έπρεπε άλλη φορά να είναι πιο προσεκτικός. Ίσως χτες να κινδύνευαν κάποια στιγμή και οι ίδιοι και να μην προλάβαιναν να κάνουν τίποτα.
   -Τι άκουσα Γιάννη; Ήταν αλήθεια όλα αυτά που είπαν οι αστυνομικοί; του διέκοψε τις σκέψεις η Αιμιλία, δείχνοντας εμφανώς τρομοκρατημένη.
   Βλέποντάς την ο Γιάννης όρθια έτρεξε αμέσως κοντά της. Παίρνοντάς την αγκαλιά, προσπαθούσε να την ηρεμήσει.
   -Ευτυχώς που κλείδωσες νωρίτερα... του είπε αγκομαχώντας.
   -Ναι ευτυχώς... απάντησε χαμογελώντας ο Γιάννης, ξέροντας πλέον τον σκοπό που ο σύρτης είχε τραβηχτεί από μόνος του.
   -Μα τι έχεις; την ρώτησε νιώθοντάς την να ανασαίνει γρήγορα.
   -Το νιώθω, έρχεται! του είπε χαμογελώντας του, προσπαθώντας να πάρει βαθιές ανάσες.
   Ξεχνώντας τα πάντα εκείνη την στιγμή, ο Γιάννης βοηθώντας την να περπατήσει, ξεκίνησαν δίχως να χάσουν χρόνο κατευθείαν για το μαιευτήριο.
   Μέσα σε λίγες ώρες, ήταν δυο πανευτυχείς γονείς που κρατούσαν στην αγκαλιά τους ένα υγιέστατο κοριτσάκι.
   Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Γιάννης φέρνοντας το μωρό με την γυναίκα του στο σπίτι, ήταν να του φορέσει τον χρυσό σταυρό της γιαγιάς του. Πόσο πολύ ευχόταν να τους έβλεπε και εκείνη! Να της έδινε να κρατήσει το μωρό του έστω και για λίγα λεπτά. Παρ’ όλο που επιτέλους έκανε ένα παιδί, ένιωθε την χαρά του μισή, αφού δεν ήταν εκεί η γιαγιά του για να το δει όπως θα ήθελε εκείνος.
   Σε ηλικία έξι ετών, η μικρή Αθηνά όπως την είχαν ονομάσει, είχε εξελιχθεί σε ένα υγιέστατο πανέμορφο κοριτσάκι γεμάτο ζωντάνια. Παίζοντας με τα παιχνίδια του ζούσε ευτυχισμένο μαζί με την οικογένειά του δίχως να του λείψει ποτέ τίποτα.
   Πολλές φορές η μητέρα του το έβλεπε να γελάει και να παίζει μιλώντας μόνο του, σαν να είχε κάποιον φανταστικό φίλο. Μα δεν έδινε σημασία, πολλά παιδάκια το έκαναν αυτό, σκεφτόταν.
   Μια μέρα που η μικρή Αθηνά πήγε στο σαλόνι που καθόταν ο πατέρας της, κοιτάζοντας την κρεμασμένη φωτογραφία της γιαγιάς του, αναφώνησε γεμάτη χαρά.
   -ΓΙΑΓΙΑ!
   Έκπληκτος ο Γιάννης γύρισε το κεφάλι του προς το παιδί, βλέποντάς το να του δείχνει την φωτογραφία τής δικιάς του γιαγιάς και όχι της μητέρας του. Χαμογελώντας του, είχε σηκώσει το χεράκι της και έδειχνε επίμονα την φωτογραφία φωνάζοντας συνέχεια
   -ΓΙΑΓΙΑ, ΓΙΑΓΙΑ…
   Δεν της είχαν δείξει ποτέ την προγιαγιά σε φωτογραφία, ούτε της είχαν μιλήσει ποτέ για αυτήν. Ήθελε ο πατέρας της πρώτα να μεγαλώσει κι άλλο για να μπορεί να καταλάβει ακριβώς όπως πρέπει την ιστορία που θα της διηγηθεί.
   Τους μόνους που ήξερε και αναγνώριζε ως τώρα ως γιαγιά και παππού, ήταν τους γονείς του, αλλά και τους γονείς της Αιμιλίας.
   -Έλα εδώ Αθηνά μου... της φώναξε όμορφα ο πατέρας της, καλώντας την κοντά του.
   -Ναι μπαμπά! απάντησε με νάζι η κόρη του.
   -Ποιος σου έδειξε αυτή την φωτογραφία; την ρώτησε χαϊδεύοντας της απαλά τα μαλλιά.
   -Κανείς! απάντησε με την παιδική της αθωότητα η Αθηνά.
   -Τότε πως ήξερες ποια ήταν;
   -Μου το είπε η ίδια μπαμπά!
   -Πότε; την ρώτησε νιώθοντας την καρδιά του να πάει να σπάσει.
   -Όταν έρχεται να παίξουμε! απάντησε ξανά η μικρή Αθηνά κοιτώντας τον με τα λαμπερά γαλανά ματάκια της.
   -Μου λέει και παραμύθια καμιά φορά! συμπλήρωσε γεμάτη ενθουσιασμό αμέσως μετά.
   -Τι παραμύθια σου λέει αγάπη μου; ρώτησε ο Γιάννης προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του.
   -Αυτά που σου διάβαζε και εσένα όταν ήσουν μικρός, μπαμπά!
   Ακούγοντας όλα αυτά, ο πατέρας της μη μπορώντας να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυά του, την έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά του.
   -Καμιά φορά, με νανουρίζει κιόλας τραγουδώντας μου! άκουσε να του λέει η κόρη του, έχοντας το κεφαλάκι της στους ώμους του.
   -Τι σου τραγουδάει καρδούλα μου; την ρώτησε ξανά νιώθοντας έναν τεράστιο κόμπο στον λαιμό.
   -Μμμμ... έκανε σκεφτική η μικρή Αθηνά.
   -Το σε αγαπώ γιατί είσαι ωραία! φώναξε αμέσως μετά χαρούμενη που το θυμήθηκε.
   Ξεσπώντας σε λυγμούς, ο Γιάννης ένιωσε μια μεγάλη ικανοποίηση, αδειάζοντας από μέσα του όλο αυτό το βάρος που κουβαλούσε τόσα χρόνια.
   -Μου είχε πει να στα πω αυτά αν με ρώταγες! Εσύ είχε πει θα καταλάβαινες... είπε η μικρή, λες και περίμενε πολύ καιρό αυτή τη στιγμή.
   -Τι θα καταλάβαινες μπαμπά; 

ΤΕΛΟΣ

Copyright © Μάριος Καρακατσάνης - All rights reserved - 2014 http://www.marioskarakatsanis.gr

Διαβάσατε την έκτη ιστορία της συλλογής, του Μάριου Καρακατσάνη, σε πρώτη δημοσίευση για το koukidaki. Απαγορεύεται αυστηρά η αντιγραφή και αναδημοσίευση  μέρους ή του συνόλου της παρούσης ανάρτησης χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Το φωτογραφικό υλικό που κοσμεί την ιστορία και το εξώφυλλο αυτής είναι αποκλειστικές επιλογές του Μάριου Καρακατσάνη.
Βρείτε τον συγγραφέα στο facebook.

Και οι ιστορίες συνεχίζονται...

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
΄΄Εξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΌταν έπεσε η μάσκα, Κωνσταντίνας ΜαλαχίαΤο μαγικό καράβι των Χριστουγέννων, Θάνου ΚωστάκηΗ λέσχη των φαντασμάτων, Κυριακής ΑκριτίδουΟ αστερισμός των παραμυθιών, Λίτσας ΚαποπούλουΟ Κάγα Τίο... στην Ελλάδα, Καλλιόπης ΡάικουΠαζλ γυναικών, Σοφίας Σπύρου
Το μονόγραμμα του ίσκιου, Βαγγέλη ΚατσούπηΣκοτεινή κουκκίδα, Γιάννη ΣμίχεληΠλάτωνας κατά Διογένη ΛαέρτιοΚαι χορεύω τις νύχτες, Γαβριέλλας ΝεοχωρίτουΑιθέρια: Η προφητεία, Παύλου ΣκληρούΠορσελάνινες κούκλες, Δέσποινας ΔιομήδουςΆπροικα Χαλκώματα, Γιώργου Καριώτη
Το δικό μου παιδί!, Γιώργου ΓουλτίδηΟι Σισιλιάνοι, Κωνσταντίνου ΚαπότσηΜέσα από τα μάτια της Ζωής!, Βούλας ΠαπατσιφλικιώτηΖεστό αίμα, Νάντιας Δημοπούλου
Η Αμάντα Κουραμπιέ, η μαμά μου, Ελένης ΦωτάκηΟι κυρίες και οι κύριοι Αριθμοί, Κωνσταντίνου ΤζίμαΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη