Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ ebooks ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Αιθέρια: Η προφητεία * Ζεστό αίμα * Το μονόγραμμα του ίσκιου * Μέσα από τα μάτια της Ζωής! * Οι Σισιλιάνοι ** Ποίηση: Και χορεύω τις νύχτες * Δεύτερη φωνή Ι * Άπροικα Χαλκώματα * Σκοτεινή κουκκίδα ** Διάφορα άλλα: Πλάτωνας κατά Διογένη Λαέρτιο * Παζλ γυναικών ** Παιδικά: Η μάγισσα Θερμουέλα σε κρίση * Η λέσχη των φαντασμάτων * Το μαγικό καράβι των Χριστουγέννων * Ο αστερισμός των παραμυθιών * Οι κυρίες και οι κύριοι Αριθμοί * Η Αμάντα Κουραμπιέ, η μαμά μου * Ο Κάγα Τίο... στην Ελλάδα ** Νουβέλες: Πορσελάνινες κούκλες * Το δικό μου παιδί * Όταν έπεσε η μάσκα

Η πεντάμορφη Αγνή και ο φτωχός πρίγκιπας Αλέξιος

Γεωργίας Χατζήβεη


Μια φορά κι ένα καιρό σε μια μικρή πολιτεία, ζούσε μια όμορφη κοπέλα κι ένα καλόκαρδο αγόρι. Η κοπέλα, ζούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη της πολιτείας. Το σπιτάκι ήταν μικρό και φτωχικό, μα μπροστά του απλωνόταν ένας πελώριος κήπος στολισμένος με όλα τα λουλούδια του κόσμου… Η καλή νεράιδα των λουλουδιών, είχε ρίξει τους σπόρους της στον κήπος και ο κήπος έγινε παραμυθένιος. Πίσω από το σπιτάκι δεξιά, ο κήπος ήταν γεμάτος με καρποφόρα δέντρα, που όλο τον χρόνο έδινε τα ολόφρεσκα φρούτα του. Αριστερά, ο κήπος ήταν κατάφυτος από κάθε λογής λαχανικών! Μια πλατύφυλλη φουντωτή ελιά, στόλιζε την είσοδο του μικρού σπιτιού και το προστάτευε από το κρύο του χειμώνα και τη ζέστη του καλοκαιριού.
Η κοπέλα, αγαπούσε τον κήπο της. Τον φρόντιζε με περισσή αγάπη και ο κήπος της έγινε ο παράδεισός της. Γνωστοί και άγνωστοι, γεύονταν τα αγαθά του κι εκείνη ζούσε μια απλή, φτωχική, μα χαρούμενη ζωή!
Στην άλλη άκρη της μικρής πολιτείας, ζούσε το αγόρι. Το αγόρι είχε ένα μικρό φούρνο. Όλοι οι φτωχοί άνθρωποι της πολιτείας, έψηναν το ψωμί τους στο φούρνο του αγοριού. Το αγόρι αγαπούσε πολύ το φούρνο του, που ήταν και το σπίτι του. Το φρόντιζε με αγάπη, ήταν πάντα περιποιημένο και καθαρό. Έφτιαχνε και δικό του ψωμί, που πουλούσε στους περαστικούς και χάριζε στους οδοιπόρους. Όλοι όσοι δοκίμαζαν το ψωμί του, έλεγαν πως δεν είχαν δοκιμάσει πιο γλυκό και πιο νόστιμο ψωμί! Το αγόρι πολύ καμάρωνε σαν άκουγε αυτά τα λόγια και κάθε μέρα προσπαθούσε ακόμα περισσότερο. Και το αγόρι ζούσε απλή, φτωχική, μα χαρούμενη ζωή!
Ένα πρωινό, το αγόρι ξεκίνησε για την άλλη άκρη της πολιτείας, που απλωνόταν το δάσος, για να βρει ξύλα για το φούρνο του και να ψήσει το γλυκό και νόστιμο ψωμί του.
Στον υφαντό, πολύχρωμο ντουρβά του (μικρή τσάντα) έβαλε δυο ψωμιά, καθώς ο δρόμος θα ήταν μακρύς και κοπιαστικός. Περπάτησε αρκετά και κάθισε στη σκιά ενός δέντρου, για να ξεκουραστεί. Ένιωσε να πεινάει κι έβγαλε το ένα ψωμί από τον υφαντό, χρωματιστό ντουρβά του για να το γευτεί. Ένα παιδάκι ντυμένο φτωχικά, περνούσε από τον ίδιο δρόμο. Τα μάτια του παιδιού κοίταζαν με μεγάλη λαχτάρα το ψωμί. Το αγόρι κοίταξε τρυφερά το παιδί, το πήρε κοντά του και του είπε.
- Το θέλεις; Λένε πως είναι γλυκό και νόστιμο! Το παιδί χαμογέλασε, πήρε το ψωμί αγκαλιά, ευχαρίστησε το αγόρι και χάθηκε στο δρόμο. Το αγόρι από μακριά άκουσε τη λαχανιασμένη φωνή του παιδιού.
- Σου δίνω την ευχή που δίνει η μάνα μου σε όσους την αγαπούν. «Μακάρι μεγάλη χαρά να δοκιμάσεις σήμερα». Το αγόρι χαμογέλασε πλατιά.

Συνέχισε τον ανηφορικό του δρόμο και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά για τη μεγάλη χαρά που τον περίμενε, καθώς οι ευχές των παιδιών, πάντα βγαίνουν αληθινές. Περπάτησε αρκετά, μα ένιωσε δίψα και πείνα.
Κάθισε στην άκρη του δρόμου και κοίταξε μακριά τον ορίζοντα. Και τότε, αντίκρισε το μικρό παράδεισο της κοπέλας! Έτρεξε με χαρά και χτύπησε την πόρτα. Σε λίγο τα μάτια του έβλεπαν όλη την ομορφιά του κόσμου, στα μάτια της όμορφης κοπέλας.
Μοιράστηκαν το γλυκό, νόστιμο ψωμί, το δροσερό νερό, τα φρούτα, τα λαχανικά, τη σκιά της μεγάλης ελιάς, τα μυστικά που η ζωή τους είχε διδάξει και την αγάπη που φτερούγιζε στην καρδιά τους. Αργά το βράδυ, το αγόρι γύρισε στο φούρνο του, ευχαριστώντας τον Θεό για την καλή του τύχη. Κοιμήθηκε ευτυχισμένος και ονειρεύτηκε το φτωχοντυμένο παιδί και την ευχή της μάνας του! «Μακάρι μεγάλη χαρά να δοκιμάσεις σήμερα».
Σε λίγες μέρες, έγιναν οι γάμοι της κοπέλας με το αγόρι, στον παραδεισένιο κήπο τους! Έδωσαν παντοτινή υπόσχεση για αγάπη, υποστήριξη ο ένας για τον άλλο και ένωσαν τις ζωές τους σε μια ζωή! Η γιορτή του γάμου κράτησε μέρες πολλές! Ήταν όλοι καλεσμένοι! Γνωστοί, άγνωστοι, περαστικοί, οδοιπόροι, πλούσιοι, φτωχοί. Όλοι έφεραν στο νέο ζευγάρι τα δώρα τους, μαζί με τις ολόθερμες ευχές τους, για μια ζωή γεμάτη υγεία, χαρά ευτυχία! Όλοι αγαπούσαν το ζευγάρι, με αληθινή αγάπη! Όλοι θυμόταν την καλοσύνη τους, τα δώρα του κήπου τους, το γλυκό, νόστιμο ψωμί τους!
Η κοπέλα και το αγόρι ζούσαν ευτυχισμένοι και μοιράζονταν τα αγαθά του κήπου τους και του φούρνου τους, με όλους τους ανθρώπους της πολιτείας. Ζούσαν απλή, φτωχική, μα χαρούμενη ζωή, γεμάτη από την αγάπη τους. Και τα χρόνια περνούσαν.
Μέρα με τη μέρα η αγάπη τους μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε και η λαχτάρα τους για ένα παιδί. Και τα χρόνια περνούσαν απλά, μα χαρούμενα και με τη λαχτάρα να δυναμώνει στις καρδιές τους, για τη γέννηση του παιδιού τους, που θα ήταν ο καρπός της αγάπης τους. Και τα χρόνια περνούσαν και οι προσευχές τους δυνάμωναν μέρα και νύχτα!
Είχαν πια μεγαλώσει αρκετά, μα ποτέ δεν είχαν χάσει τις ελπίδες τους, για ένα μωρό, που θα συμπλήρωνε την ευτυχία τους. Οι προσευχές τους κάθε μέρα δυνάμωναν, μαζί με τις προσευχές όλων των ανθρώπων της μικρής πολιτείας. Και μια ανοιξιάτικη μέρα του Μάη, στη μικρή πολιτεία, οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα! Στον παραδεισένιο κήπο, στην αγκαλιά της κοπέλας και του αγοριού, χαμογελούσε ένα πανέμορφο κοριτσάκι! Τα μάτια του είχαν το χρώμα του καταγάλανου ουρανού! Τα μαλλιά του το χρώμα του ήλιου! Τα χείλη του το χρώμα των λουλουδιών! Το δέρμα του το χρώμα του σιταριού! Η γέννησή του μέρα χαράς για τους γονείς και για όλη την πολιτεία! Όλοι πίστευαν πως τούτο το παιδί, που μόλις γεννήθηκε, θα φέρει τη χαρά και την ομορφιά στη μικρή πολιτεία!
Όταν μεγάλωσε λίγο το κοριτσάκι, η νονά της, η καλή νεράιδα των λουλουδιών, της έδωσε το όνομα Αγνή. Το δώρο της νονάς της ήταν ένα μεγάλο μαγικό καλάθι, γεμάτο πλούσια δώρα, με την ευχή να είναι πάντα γεμάτο, με τα δώρα της δικής της αγάπης! Η Αγνή μεγάλωνε και είχε όλα τα χαρίσματα του Θεού!
Ήταν πανέμορφη, χαρούμενη, με μια αγνή καρδιά, γεμάτη αγάπη και καλοσύνη! Το μαγικό της καλάθι, ήταν πάντα γεμάτο, με όλα τα αγαθά του κήπου, που φρόντιζε μαζί με την αγαπημένη της μητέρα και με το γλυκό, νόστιμο ψωμί, κοντά στον αγαπημένο της πατέρα. Ήταν το καμάρι των γονιών της και ολόκληρης της πολιτείας.
Και τα χρόνια περνούσαν, απλά, μα χαρούμενα, γεμάτα αγάπη, στην όμορφη οικογένεια, που όλοι στην πολιτεία καμάρωναν.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, η Αγνή με γεμάτο το μαγικό της καλάθι, ξεκίνησε για τους αγαπημένους της φίλους, για να τους προσφέρει την αγάπη της και τα πλούσια δώρα της. Ήταν πια απόγευμα, όταν έφτασε στο σπίτι της νονάς της, προσφέροντάς της τα τελευταία της δώρα. Η νονά της, γεμάτη χαρά την κράτησε κοντά της, όλο το βράδυ. Τα μεσάνυχτα, η νονά και η Αγνή, ξύπνησαν τρομαγμένες. Δυνατός αέρας, μαζί με δυνατή βροχή, βροντές, αστραπές, σκέπαζαν ένα σκοτεινιασμένο ουρανό. Όλη η πολιτεία τρόμαξε, καθώς είχαν πολλά χρόνια να ζήσουν κάτι παρόμοιο. Η Αγνή, όλο το βράδυ ανησυχούσε για τους καλούς της γονιούς. Και πριν ακόμα ξημερώσει, ξεκίνησαν για το σπίτι.
Σε λίγο, ένας λαμπερός ήλιος πρόβαλε σε ένα καταγάλανο ουρανό. Όμως τα σημάδια της καταιγίδας, ήταν μπροστά στα μάτια τους. Πολλά φτωχικά σπίτια είχαν σωριαστεί, δέντρα είχαν πέσει κάτω, δρόμοι είχαν γίνει μικρά ποτάμια, άνθρωποι έτρεχαν τρομαγμένοι. Η καρδιά την Αγνής, χτυπούσε δυνατά για την τύχη των δικών της. Πήραν ένα μονοπάτι για να φτάσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα. Το φτωχικό σπίτι, ο παραδεισένιος κήπος, όπως και ο μικρός φούρνος, δεν υπήρχαν πια. Και οι αγαπημένοι
γονείς βρισκόταν κοντά στον Θεό.
Η Αγνή, πρώτη φορά ένιωσε τόσο πόνο, τόση μοναξιά. Έπεσε στην αγκαλιά της νονάς της και έκλαψε πολύ. Οι αγαπημένοι της γονείς της έλειπαν αβάσταχτα. Πόνεσε, έκλαψε, μα βρήκε το κουράγιο να προσευχηθεί. Η προσευχή έφερε γαλήνη στην όμορφη ψυχή της. Η αγάπη των γονιών της, θείο δώρο, μπήκε στην καρδιά της. Ένα πελώριο ουράνιο τόξο, φάνηκε στον ουρανό, σημάδι υπόσχεσης, για μια ηλιόλουστη μέρα, για ένα ηλιόλουστο μέλλον! Σε πολύ λίγο χρόνο, ένα μεγάλο θαύμα είχε γίνει στην καρδιά και στη ζωή της Αγνής. Η καλή νονά της με το μαγικό της ραβδί, έσπειρε νέους σπόρους και ο κήπος έγινε ακόμα πιο όμορφος, με περισσότερα και ομορφότερα λουλούδια, με περισσότερα δέντρα και λαχανικά!
Όλοι οι κάτοικοι της πολιτείας, που είχαν δεχτεί τα πλούσια δώρα της, τώρα ήταν έτοιμοι να την ανταμείψουν. Όλοι βοήθησαν με αληθινή αγάπη την Αγνή. Το φτωχικό σπίτι, ο μικρός φούρνος, έγιναν όπως ακριβώς και πριν την καταιγίδα. Ένιωθε τώρα ξανά χαρούμενη, γεμάτη καλοσύνη για όλους κι ήταν όπως πάντα πανέμορφη και πολύ άξια! Το πρωί στο μικρό φούρνο και το απόγευμα στον όμορφο κήπο της. Το μαγικό της καλάθι, ήταν πάντα γεμάτο με τα πλούσια δώρα της. Ήταν πάντα κοντά σε κάθε φτωχική οικογένεια, σε κάθε μοναχικό άνθρωπο, σε κάθε παιδί που περίμενε την αγάπη της, στοργική σαν μητέρα. Όλα τα αγόρια και τα αρχοντόπουλα της πολιτείας, ζητούσαν να την κάνουν ταίρι τους και μάνα των παιδιών τους. Μα εκείνη καλοσυνάτα απαντούσε πως περίμενε να νιώσει την αληθινή αγάπη στην καρδιά της.
Η Αγνή, εκείνη την ευλογημένη χρονιά, γιόρταζε τα δέκα οκτώ λαμπερά της χρόνια!
Ήταν η τελευταία μέρα του παλιού χρόνου. Τα σπίτια μοσχοβολούσαν! Οι άνθρωποι λάμπανε από χαρά για τη μεγάλη γιορτή και την προσμονή του νέου χρόνου. Τα παιδιά περίμεναν με λαχτάρα τα δώρα του καλού Αι-Βασίλη. Σαν ξημέρωσε η πρώτη μέρα του χρόνου κι άνοιξαν οι άνθρωποι της μικρής πολιτείας τα σπίτια τους, ένα μαγικό καλάθι, με όλα τα καλά του Θεού, με παιχνίδια για τα παιδιά, στολισμένο με λουλούδια, τους περίμενε. Ήταν τα δώρα της αγαπημένης τους Αγνής, σαν άλλος Αι-Βασίλης!
Τα παιδιά έπαιζαν χαρούμενα στους στολισμένους δρόμους! Όλη η πολιτεία γιόρταζε, μαζί τους και η Αγνή. Το τελευταίο μαγικό της καλάθι, το άφησε στην πόρτα ενός σπιτιού, που περίμενε ένα φτωχοντυμένο αγοράκι.
Πήρε με λαχτάρα τα δώρα του και της φώναξε. Σου δίνω την ευχή, που δίνει η καλή γιαγιά μου, σε όσους την αγαπούν. «Μακάρι μεγάλη χαρά να δοκιμάσεις σήμερα!»
Ήταν αργά πια, όταν γύρισε στο σπίτι της. Άναψε το τζάκι της και κάθισε κοντά του, κουρασμένη μα ευτυχισμένη, για τη χαρά που μοίρασε σε ολόκληρη την πολιτεία. Οι φλόγες του τζακιού, η ζεστασιά του σπιτιού, η θύμηση των καλών γονιών της, η ευχή του παιδιού, της έφεραν ένα γλυκό ύπνο και ένα πανέμορφο όνειρο, που έμελλε να γίνει πραγματικότητα.
Δίπλα στη μικρή πολιτεία, απλωνόταν μια μεγάλη πλούσια πολιτεία, που την κυβερνούσε ένας καλός βασιλιάς και μια καλή βασίλισσα. Όλος ο κόσμος της μεγάλης πολιτείας ζούσε χαρούμενα, απολάμβαναν τα αγαθά της ειρήνης, από τους καλούς βασιλιάδες τους, που πολύ τους αγαπούσαν. Πιο πολύ όμως, αγαπούσαν τον πρίγκιπας τους τον Αλέξιο! Ήταν το καμάρι τους! Ήταν νέος, χαρούμενος, καλόκαρδος, άξιος, πανέμορφος! Λαχταρούσαν να τον καμαρώσουν βασιλιά τους, σαν γερνούσαν οι καλοί γονείς του. Όλες οι αρχοντοπούλες της πολιτείας, ονειρευόταν να ζήσουν πλάι του, στο παλάτι.
Και τα χρόνια περνούσαν. Ο πρίγκιπας τώρα είχε φτάσει στην πιο όμορφη ηλικία, στην ηλικία γάμου. Η βασίλισσα μητέρα του, αγωνιούσε για τον γιο της, που δεν αποφάσιζε να διαλέξει πριγκίπισσα. Στα δικά της παρακάλια, απαντούσε, πως θα ήθελε πρώτα να νιώσει την αληθινή αγάπη στην καρδιά του! 
Και ο καιρός περνούσε χαρούμενα στο παλάτι και σε όλη την πλούσια πολιτεία.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ένας λαμπερός ήλιος έλουζε όλη την πλούσια πολιτεία. Ο πρίγκιπας αποφάσισε να χαρεί τούτη την όμορφη μέρα, στο μακρινό δάσος που απλωνόταν ως την αρχή της μικρής πολιτείας. Ντύθηκε απλά και καλπάζοντας με το αγαπημένο του άλογο, χαιρόταν την ελευθερία, τον ήλιο, την ομορφιά του δάσους.
Ξαφνικά, γκρίζα σύννεφα άρχισαν να σκεπάζουν τον καταγάλανο ουρανό. Σε λίγο, τα σύννεφα έγιναν μαύρα και μια δυνατή βροχή άρχισε να πέφτει ασταμάτητα. Βροντές και αστραπές αντηχούσαν παντού. Ο πρίγκιπας ήταν γενναίος και το άλογο τολμηρό και ακούραστο, μα καθώς ο καιρός γινόταν όλο και πιο άσχημος και σκοτεινός, έχασαν το δρόμο, για το γυρισμό στο παλάτι. Ο πρίγκιπας αγωνιούσε και προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει κάποιο καταφύγιο, για εκείνον και το άλογό του. Έτρεχαν ασταμάτητα, ατέλειωτες ώρες, που φάνηκαν στον πρίγκιπα αιωνιότητα! Λαχταρούσε κάπου να ξαποστάσει.
Και η τύχη στάθηκε καλότυχη μαζί του. Μέσα στη σκοτεινιά, ένας λαμπερός ήλιος, φώτισε τα μάτια του. Μια καρδιά γεμάτη αγάπη, μια πελώρια αγκαλιά, ένα φιλόξενο σπιτικό, με ένα παραδεισένιο κήπο, ένα ζεστό τζάκι, ένα τραπέζι στρωμένο με γλυκό νόστιμο ψωμί! Η καρδιά του καλού πρίγκιπα, πλημμύρισε από ευτυχία!
Στα καταγάλανα μάτια της Αγνής, στην όμορφη τρυφερή καρδιά της, στο αγγελικό της πρόσωπο, είδε όλη την ομορφιά, όλη την αγάπη του κόσμου. Είδε την αληθινή αγάπη, που σε όλη του τη ζωή, περίμενε να συναντήσει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Η στιγμή ήταν ιερή. Έβγαλε το δαχτυλίδι του και το φόρεσε στο χέρι της Αγνής και της ορκίστηκε αιώνια, αληθινή αγάπη!
Η Αγνή, ζούσε τώρα την αλήθεια του ονείρου της! Ένιωθε την καρδιά της να πλημμυρίζει από δυνατή χαρά! Ήταν η στιγμή που περίμενε πάντα! Η στιγμή, να δώσει όρκο αιώνιας, αληθινής αγάπης, στο φτωχό αγόρι, που μπήκε τόσο απρόσμενα στη ζωή της και είχε κλέψει την καρδιά της.
Κοίταξε τα πανέμορφα καστανά του μάτια, το γελαστό του πρόσωπο, ένιωσε τη γενναία, τη μεγάλη του καρδιά και αυθόρμητα έβγαλε το δικό της δαχτυλίδι και το φόρεσε στον Αλέξιο. Αγκαλιά, ορκίστηκαν αιώνια παντοτινή αγάπη!
Ο ήλιος αποχαιρετούσε τούτη τη μέρα, όταν ο Αλέξιος ξεκινούσε για την πατρίδα του, πάνω στο άλογό του. Πριν εκείνο σαλπάρει, ο Αλέξιος, φώναξε δυνατά στη Αγνή. Πριν περάσουν τρεις μέρες και τρεις νύχτες, θα γυρίσω να σε πάρω μαζί μου, βασίλισσα της καρδιάς μου και του φτωχικού βασιλείου μου.
Ξημέρωσε μια λαμπερή μέρα για την Αγνή! Όλα έδειχναν πανέμορφα! Το φτωχικό σπίτι φάνταζε παλάτι! Η καρδιά της λουλουδιασμένη σαν τον παραδεισένιο κήπο της!
Το τραπέζι της στρωμένο, με το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Όλα περίμεναν τον φτωχό, αγαπημένο της πρίγκιπα! Η μέρα τέλειωσε, ήρθε το πρωί, μα ο πρίγκιπάς της δε φάνηκε. Καρτερικά περίμενε και τη δεύτερη μέρα, που πέρασε κι αυτή με μεγάλη αγωνία, μα ο καλός της δε φάνηκε. Και ξημέρωσε ο Θεός την τρίτη μέρα. Χαιρέτησε τούτη τη μέρα η Αγνή, σαν την πιο όμορφη μέρα της ζωής της. Τα δέντρα, τα λουλούδια, τα γλυκόλαλα πουλιά, συμμερίζονταν τη χαρά και τη λαχτάρα της, για τη μεγάλη στιγμή! Μα, πέρασε το πρωί και ο πρίγκιπας δεν είχε φανεί. Τα λουλούδια μαράθηκαν και τα πουλιά σταμάτησαν το κελάδημά τους. Ήρθε το μεσημέρι μα το τραπέζι με το γλυκό ψωμί, έμεινε άδειο. Ήρθε το απόγευμα, ο ήλιος αποχαιρέτησε τούτη τη μέρα, μα στο φτωχικό σπίτι απλώθηκε η σιωπή. Ήρθε το βράδυ, ο ουρανός φωτίστηκε από τα αμέτρητα φαναράκια του, μα ο δρόμος της Αγνής έμεινε σκοτεινός.
Ήρθαν τα μεσάνυχτα και βρήκαν μόνη την Αγνή, να προσεύχεται και να ελπίζει. Ήρθε το πρωί της άλλης μέρας, μα ο φτωχός, αγαπημένος πρίγκιπας, δεν είχε φανεί!
Η τρυφερή καρδιά της Αγνής, πληγώθηκε. Δεύτερη φορά ένιωθε τόσο πόνο, τόση μοναξιά. Κράτησε το μυστικό της βαθιά κρυμμένο στην καρδιά της, που της ψιθύριζε. Η αληθινή αγάπη, η αλήθεια, μένουν πάντα, ποτέ δε χάνονται! Συνέχισε τη ζωή της προσφοράς και της αγάπης, με την ελπίδα κρυμμένη στην πονεμένη της καρδιά, για τον γυρισμό του καλού της. Και οι μέρες περνούσαν. Και όλοι οι άνθρωποι της μικρής πολιτείας και τα παιδιά, ανησυχούσαν και έλεγαν μεταξύ τους. Τι να συμβαίνει άραγε την όμορφη καρδιά της Αγνής; Μα κανείς δεν ήξερε. Μόνο η νονά της κρυφά χαμογελούσε και της έστελνε την αγάπη της. Και οι μέρες περνούσαν.
Στην πλούσια πολιτεία, όλα είχαν αλλάξει με τον γυρισμό του Αλέξιου. Από κάποια μακρινή πολιτεία, ένας φοβερός άγριος βασιλιάς, με μεγάλο στρατό, απειλούσε να κυριεύσει την πλούσια πολιτεία.
Το παλάτι και όλοι οι άνθρωποι της πολιτείας, είχαν τις ελπίδες τους στον γενναίο πρίγκιπά τους. Ο Αλέξιος, δεν έχασε καιρό. Οργάνωσε αμέσως το στρατό του, με τα καλύτερα παλικάρια. Η μάχη ήταν άνιση, όμως ο Αλέξιος, πολεμούσε σαν λιοντάρι, για τις δυο μεγάλες του αγάπες. Την πατρίδα του και την Αγνή! Τα τείχη της πλούσιας πολιτείας άντεχαν, μα ο πόλεμος συνέχιζε χωρίς σταματημό. Στην ανάπαυλα κάποιας μάχης, ο Αλέξιος βρήκε την ευκαιρία να γράψει στην αγαπημένη του Αγνή για όλα όσα συνέβαιναν στην πατρίδα του και να την διαβεβαιώσει για την αιώνια, αληθινή του αγάπη, για εκείνη!
Έστειλε το γράμμα με ένα ταχυδρομικό περιστέρι και με λαχτάρα περίμενε τα νέα της καλής του. Το περιστέρι όμως λαβώθηκε από εχθρικό όπλο και ποτέ δεν έφτασε στην Αγνή. Και ούτε τα νέα της Αγνής, έφτασαν ποτέ στον Αλέξιο. Ο άγριος πόλεμος συνεχιζόταν όλο και πιο σκληρός και ο Αλέξιος με τα γενναία του παλικάρια, πολεμούσαν σαν λιοντάρια!
Όλα για την πατρίδα και για την αγάπη, που κάθε παλικάρι έκρυβε στην καρδιά του!
Και οι μέρες και οι μήνες περνούσαν και ο πόλεμος συνεχιζόταν και η γενναία καρδιά του Αλέξιου ανησυχούσε γιατί δεν είχε νέα από την αγαπημένη του και η τρυφερή καρδιά της Αγνής πονούσε, για το γυρισμό του αγαπημένου της. Και ήρθε η τελευταία μέρα του χρόνου. Ο παλιός χρόνος, αποχαιρετούσε τον κόσμο και ο κόσμος καλωσόριζε το νέο χρόνο. Όλα έδειχναν πως ο άδικος πόλεμος είχε φτάσει στο τέλος του.
Ξημέρωνε η πρώτη μέρα του νέου χρόνου. Ο κακός βασιλιάς της μακρινής πολιτείας, έφευγε για την πατρίδα του, ταπεινωμένος με όσους στρατιώτες του είχαν μείνει. Ο άξιος πρίγκιπας, με τα γενναία του παλικάρια, είχαν δώσει τη νίκη στην όμορφη πατρίδα τους! Όλη η πλούσια πολιτεία φόρεσε τα γιορτινά της! Με χαρούμενες γιορτές, πανηγύρια, γλέντια, γιόρταζαν τη νίκη και τον καινούριο χρόνο! Ο Αλέξιος, γεμάτος χαρά, γιόρταζε μαζί με όλο τον κόσμο, μα η σκέψη του ήταν στην αγαπημένη του. Και πριν ο ήλιος δύσει, ανέβηκε στο άλογό του καλπάζοντας για τη μικρή πολιτεία.
Το άλογο έκανε φτερά και σε λίγο χρόνο, βρισκόταν στην αυλή της Αγνής.
Στη μικρή πολιτεία τα πράγματα κυλούσαν όπως κάθε χρόνο, τέτοια μέρα. Πριν ξημερώσει, η Αγνή, όπως κάθε χρόνο, άφησε σε κάθε πόρτα το μαγικό της καλάθι. Όλη η μικρή πολιτεία γιόρταζε και τα παιδιά έτρεχαν χαρούμενα στους δρόμους. Πριν δύσει ο ήλιος έφτασε στο σπίτι της χαρούμενη για την προσφορά της στους φίλους της, με μια λαχτάρα στη θλιμμένη της καρδιά. Γέμισε το δωμάτιο με λουλούδια, άναψε το τζάκι, έστρωσε γιορτινά το τραπέζι, σαν κάποιον αγαπημένο να περίμενε. Είχε περάσει ακριβώς ένας χρόνος, από τότε που ο φτωχός της πρίγκιπας, της είχε ορκιστεί αιώνια, αληθινή αγάπη! Έκλεισε τα όμορφα μάτια της και ονειρευόταν ευτυχισμένες μέρες!
Και τότε, ένας αληθινός πρίγκιπας με όλη τη μεγαλοπρέπειά του φάνηκε μπροστά της! Το σπίτι φωτίστηκε, η Αγνή κοίταξε με θαυμασμό τον πρίγκιπα και αναρωτήθηκε αν όλο αυτό που ζούσε ήταν όνειρο ή αλήθεια. Η χαρούμενη καρδιά του πρίγκιπα χτυπούσε δυνατά. Επιτέλους ήρθε η στιγμή που λαχταρούσε ένα ολόκληρο χρόνο!
Βρισκόταν μπροστά στην αγαπημένη του Αγνή! Ήταν ακόμα πιο όμορφη, ακόμα πιο λαμπερή από τότε που την είχε συναντήσει!
Γονάτισε μπροστά της και της ζήτησε να τον ακολουθήσει, για να γίνει η βασίλισσα της καρδιάς του και του πλούσιου βασιλείου του!
Η Αγνή που δεν γνώρισε τον πρίγκιπα, έτσι μεγαλόπρεπα που ήταν ντυμένος, γονάτισε κι εκείνη κοντά του και με τρεμάμενη φωνή του είπε. Αυτή η στιγμή θα ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου, αν είχα καρδιά να σου χαρίσω. Την καρδιά μου όμως την έχω χαρίσει στον φτωχό μου πρίγκιπα πριν από ένα χρόνο κι εκείνον περιμένω. Δεν μπορώ να σε ακολουθήσω!
Δάκρυα έτρεχαν τώρα στα όμορφα μάτια του Αλέξιου. Της φόρεσε το δαχτυλίδι που του είχε χαρίσει στην πρώτη τους συνάντηση, την πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του και την ανέβασε στο άλογό του, που κάλπασε σαν αστραπή στην πλούσια πολιτεία. Η Αγνή ένιωσε ευτυχισμένη! Βρισκόταν στην αγκαλιά του αγαπημένου της πρίγκιπα!
Με χαρές και πανηγύρια υποδέχτηκαν όλοι οι άνθρωποι στο παλάτι και στην πλούσια πολιτεία τη νέα τους πεντάμορφη πριγκίπισσα! Σε λίγες μέρες έγιναν οι γάμοι τους με καλεσμένους όλους τους ανθρώπους της μικρής και της πλούσιας πολιτείας, σε μια γιορτή ατέλειωτης χαράς! Ο Αλέξιος και η Αγνή, έζησαν πολλά πολλά ευτυχισμένα χρόνια, με αληθινή, παντοτινή αγάπη!


Γεωργία Χατζήβεη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
΄΄Εξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΌταν έπεσε η μάσκα, Κωνσταντίνας ΜαλαχίαΤο μαγικό καράβι των Χριστουγέννων, Θάνου ΚωστάκηΗ λέσχη των φαντασμάτων, Κυριακής ΑκριτίδουΟ αστερισμός των παραμυθιών, Λίτσας ΚαποπούλουΟ Κάγα Τίο... στην Ελλάδα, Καλλιόπης ΡάικουΠαζλ γυναικών, Σοφίας Σπύρου
Το μονόγραμμα του ίσκιου, Βαγγέλη ΚατσούπηΣκοτεινή κουκκίδα, Γιάννη ΣμίχεληΠλάτωνας κατά Διογένη ΛαέρτιοΚαι χορεύω τις νύχτες, Γαβριέλλας ΝεοχωρίτουΑιθέρια: Η προφητεία, Παύλου ΣκληρούΠορσελάνινες κούκλες, Δέσποινας ΔιομήδουςΆπροικα Χαλκώματα, Γιώργου Καριώτη
Το δικό μου παιδί!, Γιώργου ΓουλτίδηΟι Σισιλιάνοι, Κωνσταντίνου ΚαπότσηΜέσα από τα μάτια της Ζωής!, Βούλας ΠαπατσιφλικιώτηΖεστό αίμα, Νάντιας Δημοπούλου
Η Αμάντα Κουραμπιέ, η μαμά μου, Ελένης ΦωτάκηΟι κυρίες και οι κύριοι Αριθμοί, Κωνσταντίνου ΤζίμαΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη