Για το βιβλίο «Να γίνεις εσύ Θεός» της Αθηνάς Λατινοπούλου

Να γίνεις εσύ Θεός, Αθηνά Λατινοπούλου

Η ιστορία του βιβλίου Να γίνεις εσύ Θεός της συγγραφέως Αθηνάς Λατινοπούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, ξεκινά από το Κιλκίς, επικεντρώνοντας στην δεκαεφτάχρονη Ερασμία. Πρόκειται για την κόρη του Χαράλαμπου -δικηγόρου στο επάγγελμα- και της Όλγας, η οποία ήταν αρχικά υπηρέτρια της οικογένειάς του.

Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου, μας ταξιδεύουν στην ημέρα εκείνη που στο σπιτικό τους προσμένουν τα χαρμόσυνα νέα από την ετοιμόγεννη μητέρα της οικογένειας. Η προσδοκία τους είναι να έρθει στη ζωή ένας γιος, ωστόσο η Ερασμία μοιάζει κάπως στεναχωρημένη στην προοπτική να αποκτήσει αδερφό. Παρότι ο πατέρα της της έχει μεγάλη αδυναμία, εκείνη την στιγμή δεν της δίνει καμία απολύτως σημασία.
Η Ερασμία κάποια στιγμή φεύγει για λίγο απ’ το σπίτι, βρίσκοντας καταφύγιο στα χωράφια με τα σιτάρια, όπου ξαπλώνει στο χώμα κοιτάζοντας τον γαλάζιο ουρανό. Ωστόσο το ονειροπόλημά της διακόπτεται σύντομα απ’ το σύρσιμο ενός μαύρου φιδιού που γλιστρά, περνώντας αργά, πάνω απ’ τις γάμπες της. «Κακό σημάδι», σκέφτεται. Το ίδιο μάλιστα της είπε και η γρια Βαγγελία που την συνάντησε έπειτα στο διάβα της, καθώς έφευγε έντρομη από 'κεί.
Επιστρέφοντας σπίτι, ο πατέρας της της εξομολογείται αμέσως τα άσχημα μαντάτα: «Πού είσαι; Γιατί έφυγες τρεχάτη; Το μωρό μας πέθανε κι ήτανε παλικάρι».
Η μόνη της όμως έγνοια εκείνη τη στιγμή, ήταν η εξής: «Η Ερασμία κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρά της. Πέταξε τη ζακέτα, έβγαλε τα παπούτσια, έτρεξε κι άνοιξε το παράθυρο παίρνοντας βαθιές εισπνοές. Ψιθύρισε χαμογελώντας: Η μαμά μου θα γίνει καλά και θα είμαι η αγαπημένη της κόρη όπως πάντα. Το μωρό πέθανε, κι ο πατέρας μου δείχνει δυστυχισμένος, όμως μ’ αρέσει που είμαι και πάλι το μοναδικό παιδί του μπαμπά μου.».
Ωστόσο η μητέρα της ακολουθεί την μοίρα του μωρού, θρηνώντας έτσι το σπιτικό τους συγχρόνως και για τις δυο αυτές χαμένες ψυχές...

Έπειτα από δύο χρόνια, τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους. Η Ερασμία ήταν έτοιμη να φύγει στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει δικηγόρος. Ωστόσο, αυτό που την προβληματίζει είναι η παρουσία της αδερφής της μητέρας της, της Αντιγόνης.
«Το πρόβλημά της ωστόσο ήταν πως ο πατέρας της θα έμενε μόνος. Συλλογιζόταν: Υπάρχει σίγουρα η γιαγιά μέσα στο σπίτι, αλλά εκείνη ως συνήθως βρίσκεται "αλλού". Βέβαια έχουμε την παραδουλεύτρα, την κυρία Ευτέρπη, κι επίσης τη θεία Αντιγόνη, η οποία έχει αναλάβει τη μαγειρική δυο χρόνια τώρα. Θα μπορούσε ασφαλώς να κάνει παρέα στον μπαμπά μου. Αλλά να τους αφήσω μόνους δε μ’ αρέσει. Πολλά ακούγονται.».
Και γρήγορα οι φόβοι της επιβεβαιώνονται…

Φεύγοντας με το τρένο, την αποχαιρετά μονάχα ο πατέρας της. «Η Ερασμία τον φίλησε ψυχρά χωρίς να πει οτιδήποτε.».
Ακολουθούν πολλές «αλλαγές στην ελληνική πολιτική σκηνή από τον θάνατο του Ελευθέριου Βενιζέλου το '36 και μέχρι τον πόλεμο του '40».
Έπειτα από τις σπουδές της, η Ερασμία γυρνά στο σπιτικό της. Τότε είναι που εισβάλλουν στην Ελλάδα Γερμανοί και Βούλγαροι, με τον πατέρα της να κάνει ό,τι μπορεί για να επιβιώσουν. Από δικηγόρος, γίνεται σύντομα αγρότης.

Ακολουθεί το 1944, η απελευθέρωση της Ελλάδας κι έπειτα ο Εμφύλιος. «Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου να καταφέρουν να ορθοποδήσουν και δειλά δειλά να ξεπορτίσουν πάλι, αφήνοντας να φανούν στα πρόσωπά τους ψήγματα ελπίδας.»
Κατόπιν, το κουβάρι της πλοκής ξετυλίγεται έχοντας ως σημείο αναφοράς τα πάθη, τα «θέλω» και τις προσωπικές ιστορίες αρχικών και νέων ηρώων μας. Κι όλα τους κινούνται έχοντας ως επίκεντρο την εγωίστρια Ερασμία, που πιστεύει πως όλα και όλοι της ανήκουν…

Καλή σας ανάγνωση!