Γιάννης Κίντζιος: Δεν υπήρξε ποτέ ως σκέψη στο μυαλό μου. Όμως υπήρξε, ίσως, μια εσωτερική προεργασία. Από την πρώτη Λυκείου, αν θυμάμαι καλά, έγραφα στίχους για ένα μικρό γκρουπάκι, σίγουρα πιο αντιδραστικούς αν λάβει κανείς υπόψη την ηλικία αλλά και τις συνθήκες να μεγαλώνει κανείς σε μια γειτονιά της Καλλιθέας εκείνη την εποχή.
Βέβαια τους στίχους τους έγραφα σε πακέτα τσιγάρων ή σε οπισθόφυλλα βιβλίων και σχολικών τετραδίων. Αυτά τα στιχάκια τα έσκιζα ή τα απομόνωνα χαρτάκι χαρτάκι και τα έριχνα μέσα σε έναν δερμάτινο φάκελο. Όσο περνούσαν τα χρόνια, κάποιες περιόδους έγραφα περισσότερο και κάποιες λιγότερο έως καθόλου. Συνήθως, το να γράφω ήταν για μένα μια εξομολόγηση ή μια έκφραση βαθιών απόκρυφων συναισθημάτων όπως του έρωτα, της χαράς ή της απογοήτευσης. Ήταν ένας ειλικρινής διάλογος με τον εαυτό μου που ίσως καταλάγιαζε τους θυμούς μου, τα μένη και τα πάθη και κάποιες φορές η γραφή λειτουργούσε με έναν αυτόματο και λυτρωτικό τρόπο.
Για να μην κουράσω, περνώντας τα χρόνια, τα χαρτάκια καθώς και οι τσιγαρόκουτα στο τσαντάκι άρχισαν να κιτρινίζουν και η μελάνη άρχισε να λιώνει και να ξεθωριάζει στο χαρτί πράγμα που δυσχέρενε την ανάγνωση και την επαφή με το περιεχόμενο. Οπότε άρχισα να δακτυλογραφώ και να αποθηκεύω στον υπολογιστή μου τα ποιηματάκια και τα στιχάκια σε έναν φάκελο που τον ονόμασα «σεντούκι». Ο φάκελος αυτός, όσο περνούσε ο καιρός, γέμιζε με νέα αρχεία με τα παλιά μα αληθινά αποτυπώματα ψυχής από την κρύπτη του χρόνου. Ο τρόπος αρχειοθέτησης καθώς και ο διαχωρισμός που έκανα στα ποιηματάκια, καθώς τα διάβαζα και τα ξαναδιάβαζα με έκπληξη ή και απορία, βοήθησαν να ωριμάσει μέσα μου η ανάγκη για την έκδοσή τους.
Αυτό το βιβλίο περιέχει μία από τις τρεις συλλογές κειμένων που είχα οργανώσει στο «σεντούκι» του υπολογιστή μου.
Πώς βιώνετε την εμπειρία της ανάγνωσης των έργων σας μετά από ένα χρονικό διάστημα, όταν αυτά έχουν τυπωθεί σε ένα βιβλίο και έχει περάσει καιρός από τη δημιουργία τους; Εξακολουθείτε να συμφωνείτε και να έχετε τον ίδιο ενθουσιασμό;
Γ.Κ.: Συνήθως όταν κοινοποιείς ή δημοσιεύεις κάτι αυτόματα αποστασιοποιείσαι μαζί του. Είναι μια διεργασία εκτόνωσης ή ανακούφισης – εκ των έσω – από την ασφυκτική πίεση των ανείπωτων σκέψεων, «καταγγελιών» και συναισθημάτων. Τουλάχιστον για μένα, η ολοκλήρωση ενός βιβλίου κλείνει έναν κύκλο θεμάτων μέσα μου χωρίς βέβαια να επηρεάζει τις σχέσεις μου με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις αναφοράς.
Ο ενθουσιασμός είναι ένα πρόσκαιρο συναίσθημα που καταλαγιάζει και γίνεται αποδοχή και συνείδηση. Δεν με απασχολεί πλέον καθόλου το αν συμφωνώ ή όχι με το χθες, καθώς ήταν άλλες τότε οι συνθήκες δημιουργίας του περιεχομένου, φτάνει να νιώθω ότι ήμουν ειλικρινής. Ίσως μετράει τελικά το πόση αλήθεια πρεσβεύουμε και όχι το κατά πόσο αλλάξαμε ή δεν αλλάξαμε απόψεις.
Έχετε διαφωνήσει ποτέ με τον δημιουργικό εαυτό σας;
Γ.Κ.: Έχω το «δημιουργικό» άλλοθι του ερασιτέχνη που πάντα με κάνει να είμαι πιο επιεικής με τον εαυτό μου. Ίσως η τέχνη λειτουργεί μόνο λυτρωτικά και καθόλου βιοποριστικά για μένα περιορίζοντας έτσι τις διαφωνίες ή τις συνέπειες από λάθη. Θα συμφωνούσα πλήρως και με αυτό που έλεγε ο Mile Davis: «Να μην φοβόμαστε να κάνουμε λάθη», να προχωράμε δηλαδή συμφιλιωμένοι με αυτά μια και είχαν τις αιτίες, τους λόγους και το νόημά τους όταν έγιναν.
Υπάρχει κάποιο έργο που να το ξεχωρίζετε και γιατί;
Γ.Κ.: Δεν θα σκεφτώ ούτε θα ανατρέξω σε βιβλία που έχω διαβάσει, αυτόματα μου έρχεται στο μυαλό το έργο του Χένρι Μίλερ. Μιλάω για όλο το έργο του και όχι μόνο για τους «Τροπικούς», την «Μαύρη άνοιξη» και τον «Κολοσσό» του. Ο Μίλερ ακόμα και για τη χειρότερη «βρομιά» να έγραφε, θα το έκανε με τρόπο περίτεχνο και ευφάνταστο. Μέσω αυτού του συγγραφέα κατάλαβα ότι μόνο όταν κάποιος κατεβάσει το προσωπείο του καθωσπρεπισμού και βουτήξει στη βρομιά του βούρκου, θα μπορέσει να ανακαλύψει και να μυρίσει τα πιο σπάνια και όμορφα λουλούδια. Λουλούδια που κρύβει η γοητευτική «κόλαση» της ζωής, που γι' αυτόν θα μπορούσε να βρίσκεται στο Μπρούκλιν, στην Αθήνα ή στο Παρίσι.
Υπάρχουν στιγμές που σας πυροδοτούν βάζοντάς σας σε δημιουργική κίνηση;
Γ.Κ.: Όσο σπάνια και αναπάντεχα εμφανίζονται τα ερεθίσματα, τόσο σπάνιες είναι και οι στιγμές που πυροδοτούν μια δημιουργική έκρηξη. Νομίζω πάντως ότι το ασυνείδητο, σε μεγάλο βαθμό, καθορίζει και τροφοδοτεί τη δημιουργικότητα στην τέχνη. Είμαστε δέκτες απείρων πληροφοριών και δονήσεων συμπαντικά. Αυτό από μόνο του μπορεί να πυροδοτεί και να προκαλεί την έκφραση τέχνης οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς προειδοποίηση. Βέβαια μετά από κάποια τριβή και εμπειρία με την τέχνη μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε πιο εύκολα πότε εμφανίζεται αυτή η στιγμή.
Κι αντίστοιχα, υπάρχουν στιγμές για τις οποίες δεν θα γράφατε ποτέ τίποτα;
Γ.Κ.: Νομίζω ότι αν βάλουμε όρους ή και όρια σε κάτι ανεξέλεγκτο όπως η δημιουργία, την επόμενη στιγμή θα έπρεπε να τα αναθεωρήσουμε. Η δημιουργική έκφραση πηγάζει αυθόρμητα από το ασυνείδητο.
Αν θα έπρεπε να περιγράψετε το εν λόγω πόνημα με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Γ.Κ.: Για το «Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα» θα έβαζα την λέξη «γυναίκα» αν και για μένα πάντα υπάρχουν δύο μίνιμουμ λέξεις που χαρακτηρίζουν καθετί το ουσιώδες όπως το καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι, το αρσενικό και το θηλυκό κ.λπ.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Γ.Κ.: Τα ταξίδια του συγκεκριμένου βιβλίου μπορούν να γίνουν ακόμα και σε λίγα εκατοστά, σε ένα παγκάκι, σε μια ταράτσα, σε ένα πλατύσκαλο ή μια κάμαρα. Ο κόσμος μέσα μας, τα πάθη και οι επιθυμίες έχουν απέραντη έκταση και εμβέλεια με έναν και μόνο προορισμό: Την προσέγγιση του μαγικού ή και ανέφικτου που θα δώσει ένα στιγμιαίο νόημα στην ύπαρξή μας κάνοντάς μας πρόσκαιρα άτρωτους.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας σε σχέση με την λογοτεχνία;
Γ.Κ.: Το περιεχόμενο σήμερα – λόγω κυρίως της ανάπτυξης της τεχνολογίας – παράγεται πιο γρήγορα και πιο εύκολα. Η επιτυχία ή η αποτυχία όμως της σύγχρονης βιβλιοπαραγωγής εξαρτάται από τα φίλτρα, τα ενδιαφέροντα και τις αντιστάσεις του κόσμου του βιβλίου και κυρίως των αναγνωστών.
Δεν σημαίνει βέβαια ότι οι εκδότες είναι άμοιροι ευθυνών, ίσα ίσα μάλιστα έχουν ένα μερίδιο ευθύνης μια και τις, διαμορφωμένες από τα ΜΜΕ, προτιμήσεις των αναγνωστών τις κάνουν τελικά ένα λογοτεχνικό προϊόν με όσες προεκτάσεις και αν έχει αυτό...
Μόνο ένας παρατηρητής από το μέλλον θα μπορούσε να αποκομίσει μια καλύτερη εικόνα και να εκφέρει μια άποψη για τη βιβλιοπαραγωγή λογοτεχνίας σήμερα. Εγώ απλά παρατηρώ ότι υπάρχει σίγουρα κινητικότητα και αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον του κόσμου για τη λογοτεχνία στη χώρα μας. Συνεπώς υπάρχει προϊόν και ο χρόνος θα δείξει το κατά πόσο είναι διαχρονικό ή εφήμερο.
Η λέξη προϊόν δεν με βρίσκει σύμφωνο για τη χρήση της στην τέχνη θα πρέπει όμως να χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε μια παθογένεια.
Έχετε αγαπημένους Έλληνες συγγραφείς;
Γ.Κ.: Έχω ταξιδέψει και ξενυχτήσει με τις διηγήσεις και τις μεταφράσεις του Γιώργου Μπαλάνου, έχω γοητευτεί με τα βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη, του Καραγάτση, του Βάρναλη, του Βενέζη και του Γκάτσου. Νιώθω όμως ότι υπάρχει αρκετά μεγαλύτερο βάθος που δεν έχει προσεγγιστεί, ακόμα είτε λόγω διαφόρων εμμονών είτε λόγω της αδυναμίας μας να αναγνωρίζουμε το διαμάντι μέσα από τη σωρό των επιλογών μας.
Ίσως, λοιπόν, θα πρέπει να αφήσουμε περισσότερο τη διαίσθησή μας ελεύθερη να κοιτάξει εκεί που ανήκει. Δηλαδή εδώ, στην πιο πολυποίκιλη, πλούσια σε σοφία και πολιτισμό γη με βαθιές ρίζες και πλήθος διακλαδώσεις.
Ο Γιάννης Κίντζιος, σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών, μίλησε για –και με αφορμή– την ποιητική συλλογή του Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κομνηνός.
Πρόκειται για μεστή γραφίδα, παρόλο που ο δημιουργός δεν είχε εκδώσει κάτι πριν από αυτό το βιβλίο, ενώ επίτηδες χρησιμοποιώ τη λέξη «δημιουργός» θέλοντας να δώσω μια γενικότερη χροιά στην ιδιότητά του κι αυτό διότι το συγκεκριμένο βιβλίο δεν περιέχει μόνο ποιητικά κείμενα αλλά και φωτογραφικές συνθέσεις του ίδιου. Τα ειδύλλιά του συνδυάζονται και συνλειτουργούν με τις φωτογραφίες του δομώντας τελικά μια εμπειρία πιο ολοκληρωμένη, που περιέχει και εικόνα.
Όπου εμπλέκεται η εικόνα τραβάει το βλέμμα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κερδίσει στις εντυπώσεις και μάλιστα πολύ εύκολα, ειδικά αν ο θεατής δει σε εκείνη κάτι που θα τον ενθουσιάσει ή θα γοητεύσει τα μάτια του. Στην εν λόγω συλλογή ωστόσο, οι δύο μορφές έκφρασης, ποίηση και φωτογραφία, «συνεργάζονται» πολύ αρμονικά, χωρίς να υστερεί η μία έναντι της άλλης και το αντίστροφο και χωρίς να δημιουργείται έξτρα «θόρυβος».
Μια σύμπραξη ουσίας που αφήνει απόσταγμα και τον φιλαναγνώστη ικανοποιημένο από κάθε άποψη.
Ο Γιάννης Κίντζιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλλιθέα, σπούδασε Διαφήμιση και τα τελευταία χρόνια είναι αφοσιωμένος στον τομέα του Performance Marketing. Διετέλεσε ομιλητής σε συνέδρια και εισηγητής σεμιναρίων του κλάδου. Παράλληλα, δουλεύει projects καινοτομίας σε συνεργασία με εταιρείες ελληνικές και του εξωτερικού. Σήμερα, με την εμπειρία και τις γνώσεις του, προετοιμάζει νεότερα στελέχη για την ένταξή τους στον χώρο της διαδραστικής διαφήμισης, μεταδίδοντας γνώσεις και επιτυχημένες εφαρμοσμένες τακτικές. Ασχολείται, ακόμη, με τη μουσική και τη φωτογραφία, συμμετέχοντας σε εκθέσεις αλλά και τον αθλητισμό λαμβάνοντας μέρος σε αγώνες μαραθωνίου.
Διεκδικήστε το!
Ο Γιάννης Κίντζιος προσφέρει το βιβλίο του σε δύο τυχερούς αναγνώστες – ένα βιβλίο έκαστος. Για να συμμετέχετε στην κλήρωση κλικάρετε εδώ και συμπληρώστε τη φόρμα επιλέγοντας τον συγκεκριμένο τίτλο. Παρακαλώ, σημειώστε τα ακόλουθα:
Συμμετοχή στην κλήρωση, που θα γίνει μετά τις 23 Σεπτεμβρίου 2025, σημαίνει αποδοχή των όρων, οπότε διαβάστε τους γενικούς όρους. Ειδικότερα [μόνο για αυτή την κλήρωση]: Τα βιβλία θα αποσταλούν/παραδοθούν στους τυχερούς από το koukidaki.gr. Αυτή η δωροθεσία είναι παγκόσμια!