Γιώργου Μπιλικά
Ο Προμηθέας, που κατά κάποιες εκδοχές του μύθου, δημιούργησε την ανθρώπινη φυλή, αγαπούσε τους ανθρώπους.
Ε, πώς θα γινόταν να μη μας αγαπάει –λέμε τώρα– αφού μας δημιούργησε;
Ανέπτυξε λοιπόν ένα δεσμό με τους ανθρώπους, δίνοντάς τους κάθε δεξιότητα, από την αριθμητική μέχρι την ιατρική και από την αστρονομία και την αρχιτεκτονική μέχρι την πλοήγηση με GPS. Το μεγαλύτερό του όμως δώρο για την ανθρωπότητα, ήταν η φωτιά. Ε, και τι να πει κανείς για τη φωτιά; Είναι τα πάντα. Ήταν μία τεράστια βοήθεια για την εξέλιξη του ανθρώπου, αν σκεφθεί κανείς ακόμα και το πιο απλό πράγμα. Ότι δηλαδή ο άνθρωπος έτρωγε πλέον την τροφή του μαγειρεμένη και η ενέργεια του οργανισμού που εξοικονομήθηκε απ' αυτό, συνέβαλε στην ωρίμανση του εγκεφάλου του. Συνέβαλε επίσης στην αύξηση της κοινωνικότητας του ανθρώπου, επειδή συνήθιζε τώρα πια να μοιράζεται την τροφή του γύρω από τη φωτιά, για να μην αναφερθώ στα περισσότερο πολύπλευρα θέματα όπως είναι π.χ. η τιθάσευση του σιδήρου που μας πέρασε στην εποχή του μετάλλου.
Πήγε λοιπόν που λέτε ο Προμηθέας πάνω στον Όλυμπο, έκλεψε λίγα καρβουνάκια από τη φωτιά του Δία, τα έκρυψε μέσα σε ένα κούφιο πυρσό και πήρε τον δρόμο πρoς τη γη. Εκείνη τη στιγμή, να σου και ο Δίας που είχε πεταχτεί μέχρι την κουζίνα να πάρει μια παγωμένη μπίρα από το ψυγείο της Αίθουσας του θρόνου.
«Για πού το 'βαλες Προμηθεάκο;»
«Κατηφορίζω πρoς τους ανθρώπους μέγιστε».
«Ε καλά… κάτσε να πιούμε μια μπίρα παρέα και πας μετά. Βρε Ρούλα –είπε ο Δίας στην Ήρα– φέρε μια μπίρα για τον Προμηθέα».
«Αχ καλέ! Είναι εδώ ο Pro; Και έχω φτιάξει ένα νεραντζάκι μούρλια… τι κάνεις γλυκέ μου;»
Ο Προμηθέας όμως που ένιωθε τον πυρσό να ζεσταίνεται και σε λίγο θα άρχιζε να βγάζει καπνούς –οπότε θα γινόταν φανερή η πράξη του– αρνήθηκε ευγενικά.
«Μπα όχι αρχηγέ… άστο για άλλη φορά. Συγγνώμη Ήρα μου αλλά βιάζομαι. Θέλω να δω τι κάνει και εκείνος ο γιος μου, ο Δευκαλίωνας. Είδα από το περισκόπιο, που έχετε εδώ, ότι έχει κάποια προβλήματα και θέλω να πάω να τον βοηθήσω».
Έφυγε λοιπόν και έφερε τον πυρσό κάτω στη γη και τον έδωσε στους ανθρώπους για να μην περπατήσουν ξανά (οι άνθρωποι) στο σκοτάδι, για να μην κρυώνουν και για να μη δεχτούν ξανά επίθεση από θηρία, επειδή αυτά φοβούνται τη φωτιά. Έτσι, οι άνθρωποι που έμαθαν να χρησιμοποιούν τη φωτιά, έγιναν πολύ πιο δυνατοί και έπαψαν να είναι κατώτερα όντα. Μετέτρεψαν τη γη σε βωμό λατρείας των θεών και τους τιμούσαν με θυσίες, δίνοντάς τους τα καλύτερα κομμάτια κρέατος που έπαιρναν από τα ζώα.
Στο μεταξύ, ο Δίας νεύριασε όταν ανακάλυψε ότι ο Προμηθέας είχε κλέψει τη φωτιά, που την κρατούσε σαν επτασφράγιστο μυστικό, και ήταν έτοιμος να τον τιμωρήσει, αλλά την τελευταία στιγμή επενέβη η Ήρα.
«Πας καλά χρυσέ μου; Σκέψου πρώτα και μετά πράξε».
«Μα έκλεψε τη φωτιά βρε Ρούλα μου. Ξέρεις τι θα πει αυτό;»
«Εγώ ξέρω. Εσύ δεν ξέρεις».
«Και τι ξέρεις εσύ;»
«Δία μου, άντρα της ζωής μου…»
«Αχ Ρούλα… με λιώνεις άμα με λες έτσι…»
«Θέλω όμως να χρησιμοποιείς το μυαλό σου. Κοτζάμ θεός και είσαι μπουμπούνας μου φαίνεται».
«Για λέγε βρε μωρό μου γιατί εσύ κάτι ξέρεις και δεν μου το λες».
«Σου αρέσανε προχθές τα κοψίδια που σου 'στειλε ο Ιάσονας από τη θυσία που έκανε;»
«Α το φουκαρά. Τον είδα τις προάλλες που ίππευε το άλογό του με ένα σπιρούνι».
«Γιατί με ένα;»
«Μα καλά δεν έχεις ακούσει ότι ο Ιάσονας είναι μονοσπίρουνος; Αφού του έπεσε το ένα σπιρούνι στο ποτάμι, πώς να έχει δύο;»
«Αχ το ζουζούνι μου, ο Ιασονάκος μου…»
«Ρούλα τι συμβαίνει με τον Ιάσονα; Και με τον Προμηθέα τις προάλλες είδα πολλές γλύκες. Τον είπες χαϊδευτικά Pro, εκείνος σε είπε "μου", τώρα λες τον Ιάσονα ζουζούνι… τι τρέχει Ρούλα;»
«Καλέ τι να τρέχει; Δεν είμαστε καλά μου φαίνεται. Άσε τώρα τις ζήλειες γλυκέ μου άντρα και απάντησέ μου για τα κοψίδια».
«Άσε μη μου τα θυμίζεις γιατί μου τρέχουνε τα σάλια. Εκείνο το κοντοσούβλι ήτανε θεϊκό. Αμ τι να πω για το κοκορέτσι; Ούτε επαγγελματίας ψήστης να ήτανε ο άτιμος. Τύφλα να 'χει ο Δήμος στη Νέα Φιλαδέλφεια. Την άλλη φορά, να του πεις να στείλει και κανένα πιτόγυρο…»
«Μα αν δεν είχε τη φωτιά, πώς θα τα 'ψηνε;»
«Ε;»
«Τι ε, παιδί μου; Σου λέω άμα δεν είχε τη φωτιά, πώς θα τα 'ψηνε; Πολύ καλά έκανε λοιπόν ο Pro και τους έδωσε τη φωτιά».
«Γυναίκα σωστή σε βρίσκω, αλλά αυτό το Pro να το κόψεις γιατί μου τη δίνει στα νεύρα. Άντε, και το καλοκαίρι θα σε πάω διακοπές στο νησί Ρόμβος».
«Υπάρχει τέτοιο νησί;»
«Όχι, αλλά θα φτιάξω ένα για πάρτη σου. Τι διάολο θεός είμαι; Σε τα μας τώρα;»
Έτσι λοιπόν με την επέμβαση της Ήρας, ο Δίας δεν τιμώρησε τον Προμηθέα στον οποίο όμως, δεν άρεσε να δίνουν οι άνθρωποι τις καλύτερες μερίδες του κρέατος στους θεούς. Τους είπε τότε να σφάξουν ένα ζώο και να χωρίσουν το κρέας σε δύο στοίβες. Στη μία θα είναι το καλό μέρος του κρέατος κρυμμένο κάτω από τα κόκαλα του ζώου και στην άλλη θα είναι τα εντόσθια του ζώου κρυμμένα κάτω από το λίπος του. Έτσι λοιπόν, αφού οι άνθρωποι έσφαξαν το ζώο και ετοίμασαν τις δύο στοίβες, ο Προμηθέας έστειλε μέσω viber ένα μήνυμα στον Δία και του είπε να έρθει κάτω στη γη και να αποφασίσει ποια στοίβα ήθελε για τις θυσίες. Και ο Δίας ήρθε και μόλις είδε τη στοίβα με το λίπος και τα γλυκάδια, του τρέξανε τα σάλια, τη διάλεξε, αλλά μετά που ανακάλυψε ότι είχε πάρει τα εντόσθια αντί για το ψαχνό, τα πάντα άλλαξαν, όχι μόνο για τον Προμηθέα αλλά και για τους ανθρώπους.
Ο Δίας για να τιμωρήσει τον Προμηθέα τον έδεσε στον Καύκασο και κάθε μέρα πήγαινε ένας αετός και του έτρωγε το συκώτι, αλλά το βράδυ το συκώτι θεραπευόταν. Όμως την άλλη μέρα ο αετός επέστρεφε και ο Προμηθέας υπέφερε ξανά, μέχρι που η Ήρα γλίτωσε τον Προμηθέα από το μαρτύριο, στέλνοντας κρυφά από τον Δία τον Ηρακλή, για να σκοτώσει τον αετό.
Για τους ανθρώπους που τον ξεγέλασαν, ο Δίας διάλεξε έναν άλλο τρόπο τιμωρίας. Πήρε ένα πιθάρι (που έχει επικρατήσει να το λέμε κουτί) και ζήτησε από όλους τους θεούς να βάλουν μέσα από ένα θετικό και ένα αρνητικό στοιχείο της ζωής. Ύστερα έδωσε εντολή στον Ήφαιστο να φτιάξει μια πολύ όμορφη γυναίκα που την ονόμασε Πανδώρα και την έστειλε με τον Ερμή στον Επιμηθέα, τον αδελφό του Προμηθέα. Ο Προμηθέας, έχοντας την ικανότητα να βλέπει το μέλλον, συμβούλευσε τον αδελφό του να μην δεχτεί κανένα δώρο από τον Δία, αλλά ήταν ήδη αργά. Ο Eπιμηθέας ερωτεύθηκε την Πανδώρα, δέχθηκε το δώρο της και όταν το άνοιξε, βγήκαν πρώτα όλα τα αρνητικά στοιχεία και κατέκλυσαν τη γη: Η απληστία, ο πόνος, ο φθόνος, η απάτη και όλα τα κακά που διαβρώνουν από τότε την ανθρωπότητα. Ο Επιμηθέας, όμως, φοβήθηκε τόσο πολύ που έκλεισε το πιθάρι και το έθαψε, θάβοντας μαζί του και όλα τα θετικά στοιχεία που είχε μέσα, εκτός από την ελπίδα που είχε προλάβει να βγει έγκαιρα.
Από τότε εμείς οι άνθρωποι, έχουμε τη φωτιά και την ελπίδα μαζί με μια μυριάδα αρνητικών στοιχείων και ο Προμηθέας –που χάρη στον Ηρακλή γλίτωσε από την καθημερινή επιδρομή του αετού– βλέπει από ψηλά το σκοτάδι που σκεπάζει την ανθρωπότητα, σε μια άνιση μάχη με μοναδικά όπλα την ελπίδα και το φως…
Η Ήρα του στέλνει πότε πότε κάποιο φιλάκι στο messenger του Ολύμπου, αλλά όποτε το παίρνει χαμπάρι ο Δίας, που θυμάται ακόμα το πάθημά του, ρίχνει τους κεραυνούς του προς γνώση και συμμόρφωση βέβαια, αλλά πού θα πάει; Θα… επιβιώσουμε!
Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Γιάννη Νίκου [Προμηθέας]