Κρατώντας ανά χείρας την ποιητική συλλογή του Απόστολου Γουγουλάκη Ξύσματα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γραφή, αναρωτιέμαι τι είδους χροιά έχουν τα ξύσματα κι αν πρόκειται για ψήγματα απλά, για στίγματα, ή αν υπονοείται και μια επιθετική υφή καθώς ως τέτοια χαρακτηρίζουμε και τα υπολείμματα των μολυβιών μετά το πέρασμά τους από την ξύστρα, με αποτέλεσμα να παίρνουμε μια μυτερή γραφίδα από τη μια και πολλά μικρά σωματίδια από την άλλη που όμως μπορούν να «λερώσουν» εξίσου μια επιφάνεια. Στο οπισθόφυλλο υπάρχει μια εξήγηση καθώς διαβάζουμε ότι η ποίηση του Απόστολου Γουγουλάκη βγαίνει από τις αιχμηρές εγκοπές μιας αλλιώτικης ξύστρας, μιας εσωτερικής και επώδυνης αναζήτησης στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, όμως του λόγου μου, προχωρώντας το και λίγο παραπέρα, συνδέω τα ξύσματα με το ξύσιμο και καταλήγω ότι πρόκειται για ένα σκάψιμο εσωτερικό.
Αφήνοντας τον παραπάνω συλλογισμό στη διάθεση του καθενός, το πρώτο πράγμα που σημειώνω διαβάζοντας, είναι πως βάζει τη φαντασία στην ποίηση (από την είσοδο) προτρέποντας εμάς ή εκείνον τον ίδιο να σκεφτεί μέσα της. Μια έννοια που συνδέεται εξ ορισμού με την πεζογραφία, λόγω της μυθοπλασίας, αλλά σχεδόν ποτέ με την ποίηση καθώς θεωρείται αυτονόητο ότι όλοι οι δημιουργοί εμπνέονται από την πραγματικότητα, από τη ζωή (τους) λαμβάνουν τα εναύσματα και από το βίωμά τους στοιχειοθετούν τον στίχο.
Εδώ έχει άλλη χρεία. Ο ποιητής βλέπει ο πέσιμο του ανθρώπου, τον ξεπεσμό του (ο ένας να πίνει το αίμα του άλλου, να χαρακτηρίζεται από απάθεια ο άνθρωπος, να γίνεται ανθρωποφάγος...), βλέπει την κακή πλευρά (εγωισμός, κακόβουλα συναισθήματα...) οπότε πού μπαίνει η φαντασία; Η φαντασία έρχεται στην ελπίδα των καλύτερων ημερών που είτε τις προβλέπει είτε τις προσδοκά (βλ. Σπορά, Αναστροφή κ.λπ.). Οπότε, είναι απαραίτητη η φαντασία για να δει/δεις το πέρα από το υπαρκτό.
Στο δεύτερο μέρος της συλλογής πραγματεύεται θέματα χρόνου σε σχέση με τον άνθρωπο, θέματα της ηλεκτρονικής εποχής, της εποχής του διαδικτύου κ.ο.κ. ενώ γίνεται και ερωτικός (Ποτάμια), για να περάσει μέσα από την ειδησεογραφία (Μικρός θάνατος) και να φτάσει στο Κάποτε όπου θα αναρωτηθεί τι έχει συμβεί και χάσαμε την καλοσύνη μας. Παράλληλα, στο Δεντρόσπιτο δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μιλάει, μέσω της μεταφοράς, για τις ρίζες του, εκείνες που έχει φυτέψει στη ζωή του και που από αυτές θα έχει να πορεύεται, να προχωράει... δηλαδή, για τη βάση του.
Ένα βιβλίο, πολύ καλύτερο απ' όσο το περίμενα ως πρώτη εκδοτική εμφάνιση του Γουγουλάκη και που υπόσχεται –με τον τρόπο του– μια εξίσου όμορφη συνέχεια.