Η καρδιά του καρπουζιού

Η καρδιά του καρπουζιού, Γιάννη Ρώσση

Τι είναι για εσάς η καρδιά του καρπουζιού; Αν απαντήσουμε κυριολεκτικά τότε είναι το πιο αρωματικό, τραγανό, μελωμένο, γλυκό και τέλειο –καθότι χωρίς κουκούτσια– σημείο του φρούτου· και το πιο κόκκινο, φυσικά. Αν απαντήσουμε μεταφορικά τότε είναι το πιο αγαπημένο μέρος, το πιο όμορφο, το πιο γοητευτικό, το πιο ζηλευτό... το σημείο που αναζητούν όλοι, το πιο ποθητό, το πιο λιγουρευτό και το πιο νόστιμο. Κι αν, τέλος, απαντήσουμε εννοιολογικά τότε (πρέπει να) είναι η αγάπη. Το μοναδικότερο, ισχυρότερο, ομορφότερο συναίσθημα του κόσμου.

Τώρα που έχει ολοκληρωθεί το ταξίδι των λέξεων που μου προσέφερε η συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Ρώσση Η καρδιά του καρπουζιού, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Συρτάρι, καταλήγω πως μια τέτοια συνθήκη πρέπει να οραματίστηκε ο δημιουργός. Επίσης, καταλήγω ότι είχε μεγάλο δίκιο όταν έναν χρόνο πριν, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του Αλεπού (στις ίδιες εκδόσεις), μου έλεγε πως το γράψιμο τού πάει.
Τι τον έκανε να δώσει σε μένα την καρδιά του καρπουζιού; Τι θα με κάνει να τη δώσω κι εγώ; Αυτός είναι ο δεσμός. Από αυτόν δεν μπορείς να γλιτώσεις, γιατί πλέον είναι μέρος μας, όπως το δέρμα, τα μάτια και η καρδιά. [...] Το μόνο που παραμένει μετά τον θάνατο. Το μόνο που διαρκεί. Αυτό που κρατάει το σύστημα ενωμένο, για να πάει  μπροστά, κάπου τέλος πάντων. Η αγάπη, η κοινωνία αγάπης.
Θεωρώ λοιπόν πως έχουμε μια συγγραφική περίπτωση που προσανατολίζει τον άνθρωπο προς την αγάπη. Κι ας περνάει από συμπληγάδες στο μεταξύ. Κι ας πονάει, κι ας υποφέρει... Κι ας αντιμετωπίζει γίγαντες, παθογένειες, ρομποτικές κοινωνίες, δυστοπίες, αποξένωση και τόσα άλλα. Ο άνθρωπος όλα αυτά· αλλά και ο κύριος Ρώσσης άνθρωπος είναι και περιλαμβάνεται στους άλλους ανθρώπους.
Να συλλέξω θραύσματα του παρελθόντος και να γράψω τις ιστορίες τους. Μη χαθούνε...

Κοίτα γύρω σου. Όλα είναι ένα δίκτυο. [...] Κανένας δε γλιτώνει. [...] Ούτε εσύ που διαβάζεις ούτε εγώ που γράφω.
Δεν ξέρω ποιο δαιμόνιο ξορκίζει, όμως γνωρίζω το αποτέλεσμα, έτσι αισθαντικό, ατμοσφαιρικό κι έντονο που αφήνει απόηχο μέσα σου, χτυπά φλέβες και κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο ως την τελευταία λέξη. Αφουγκράζομαι το συναισθηματικό φορτίο και το δραματικό στοιχείο που πλέκεται ανάμεσα στις αράδες επιδέξια και με το κατάλληλο βάθος: ούτε επιφανειακό, άρα επιπόλαιο, αλλά ούτε και αβυσσαλέο, άρα μη αναστρέψιμο. Όχι, επιτρέπει στην ελπίδα να φωτίσει τους ήρωές του, όσο δύσκολη κι αν είναι η θέση τους, πάντα μέσω της αγάπης γιατί αυτή κερδίζει στο τέλος την παρτίδα. Και η ζωή.

Παρά την μικρή έκταση της διηγηματικής φόρμας, υπάρχει αφηγηματική εξέλιξη στα κείμενα και άρτια σκιαγράφηση χαρακτήρων. Τα πρόσωπα δε, χαρακτηρίζονται από την οικεία εικόνα τους (όλοι ξέρουμε έναν τέτοιον ή στη χειρότερη κάπου τον έχουμε δει) όσο και από τη συμπάθεια που λαμβάνουν από τον αναγνώστη, και για την οποία μοναδικός αυτουργός είναι ο συγγραφέας.
Εστιάζει στο αστικό τοπίο και την αστική θέση του ατόμου ως μέλος της κοινωνίας (μας) αλλά και στη χαμένη –θα λέγαμε γενικά– ζωή του. Η άχαρη καθημερινότητα, η απομάκρυνση, ο φόβος της επαφής, της σχέσης, είναι μόνο μερικές από τις ψυχογραφικές μεταπτώσεις του σύγχρονου τρόπου. Και στον αντίποδα, αφουγκράζεται τον άνθρωπο, ανοίγει ένα παράθυρο σωτηρίας, ξυπνά αισθήσεις και δείχνει το μέσο... Στο τέλος τέλος, τον εξυψώνει τον άνθρωπο, σε εκείνο το τέλειο δημιούργημα της ύπαρξής του που νομοτελειακά «κληρονόμησε» και ανέκαθεν προσπαθεί να σταθεί αντάξιος... 

Μας φανερώνει, με τον δικό του τρόπο, όσα χάνουμε υιοθετώντας φόβους, παθογένειες και ρουτίνες. Αλλά μας δείχνει και τα πιο σημαντικά πράγματα, τα πιο σπουδαία που δεν είναι τα μεγάλα, ούτε τα άπιαστα. Μας προσανατολίζει στις μικρές στιγμές που αξίζει να κρατήσουμε γιατί από αυτές προκύπτει ό,τι μένει (τελικά) και μας θυμίζει αισθαντικά ότι τα μεγαλύτερα είναι τούτα, τα μικρότερα.

Κάποια διηγήματα είναι σπονδυλωτής υφής, άλλα φαντασίας (όπως το μύρο), όλα μελαγχολικά και άκρως γοητευτικά.
Μια πόλη φυλακή.

Μια νυχτοπεταλούδα κοιτούσε, ενώ κρυβόταν στον τοίχο. Έμοιαζε με πέτρα, αλλά είχε φτερά.

Μια κατσαρίδα έτρεχε προς τον υπόνομο. Φαινόταν βιαστική, ήξερε καλά πού πήγαινε και γιατί. Εγώ δεν ήξερα τίποτα από τα δύο.

Μια πορεία προς τον θάνατο, διανθισμένη με βία, πολέμους, αδικία, αρρώστια.
[...]
Και τώρα τι;

Τα ενδιαφέροντα πράγματα συμβαίνουν πάντα μετά τα μεσάνυχτα, αρκεί να είσαι ξύπνιος και να 'χεις το παράθυρο ανοιχτό.
Ο συγγραφέας αναζητά την ουσία, το ξύπνημα του ανθρώπου και την επανεστίαση σε μια νέα, εντελώς άλλη βάση που θα περιέχει αγκαλιές, χαμόγελα, ομορφιά ψυχής... Τελικά πετυχαίνει να ξυπνήσει τις αισθήσεις και να αφήσει αποτύπωμα μέσα σου. Γεννά εικόνες, αισθήματα και χωρίς να δασκαλεύει, προτείνει έναν σίγουρο τρόπο για να πετύχεις: την αγάπη.

Πρόκειται για ένα πολύ πολύ όμορφο, καλογραμμένο, αξιολογότατο βιβλίο με απόσταγμα που αγαπά τον κάθε χαρακτήρα του και μεταδίδει τη συμπάθεια στον φιλαναγνώστη του αφού, με έναν δικό του υποδόριο τρόπο, τον κάνει συνένοχο.