Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας
Γιάννη Σμίχελη
Ολα φαίνονται ανάκατα, σαν μια σαλάτα στην πιο απλοϊκή κατάσταση, ή σαν ένα κουβάρι όχι με ένα νήμα αλλά με πολλά που δεν είναι δεμένα το ένα με το άλλο αλλά το ένα δίπλα στο άλλο ή πάνω ή μπερδεμένα ή ακόμα και πλεγμένα. Αλλά μπορεί τελικά να είναι και τα εγκεφαλικά κύτταρα που έχουν δεθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπλέκω συναισθηματικότητα και συμβάντα· αδυνατώ απλά να μείνω στην γραμμή της εξιστόρησης, εκεί που ξεδιπλώνω τις πτυχές των δρώμενων ρίχνω μια βουτιά στο ασυνείδητό μου, λες και η δύναμη της έλξης του με τραβάει, δίχως προειδοποίηση, ξαφνικά και η κατάδυση είναι ελεύθερη σε οικεία νερά, σκοτεινά όμως, ανεξερεύνητα και τραβάω από σπηλιές και βυθούς, σήραγγες και φαράγγια, κάτι θησαυρούς που δεν έχουν την συνηθισμένη ύλη, είναι διαφορετικής υφής της άγνωστης σιωπής μου. Τελικά, ή είμαι υπερευαίσθητος ή φαντασιόπληκτος ή ανισόρροπος όποτε με το παραμικρό τράνταγμα πέφτω, χάνομαι, δεν βρίσκω προσανατολισμό, βουλιάζω στην σύγχυση. Τέλος πάντων, για να βγάλω άκρη χρειάζεται να τραφώ όπως έρχεται, δίχως προσχέδιο, καμία προεργασία, απλά σύμφωνα με την συνισταμένη των συνιστωσών που δεν τις εντοπίζω όλες γιατί κάποιες είναι αόρατες.
Ο Πεσσόα σαν να μου άνοιξε μια πόρτα μου, που νόμιζα πως ήταν τοίχος, σκοτεινιά, τέρμα. Εγώ έπεσα στο έργο του και είπα καιρός είναι να το ακούσω κι εκείνος πήρε τα κλειδιά του και βρήκε το ταιριαστό ώστε να μου έχει ανοίξει μια κρύπτη που ποτέ δεν την υπολόγιζα ως τέτοια.
Δεν ξεγελιέμαι, δεν είμαι η παγίδα μου να πέσω μέσα μου να με επιβεβαιώσω διαψεύδοντάς με. Καλώς κακώς είμαι νεκρός και μιλάω από τον άλλο κόσμο. Ναι, ναι, μπαρούφες μας τσαμπουνάς για να δικαιολογηθείς ως προς την λαίλαπα του παραληρηματικού λόγου σου. Σήμερα για να δημιουργήσει κάποιος τέχνη, οφείλει να είναι πεθαμένος με τα μέτρα και σταθμά αυτής της εποχής, γιατί η επικαιρότητα δεν χώρα καλλιτέχνες άλλα image makers. Η σημερινή τέχνη με εισαγωγικά, να έτσι «», έχει κατακλύσει τον πλανήτη ακριβώς γιατί το διαδίκτυο με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει μαζικοποιήσει την έκφραση κι επειδή ακόμα και μια γκριμάτσα, ένα στιχάκι, μια φιγουρίτσα, ένα αλλόκοτο σκιτσάκι υπονοεί καλαισθησία χαρακτηρίζεται και καλλιτεχνικό. Άρα έπρεπε να με πεθάνω με το πλαίσιο και τους ορισμούς της πόλης που ανδρώθηκα και καταβαραθρώθηκα, ώστε ζωντανός σ' ένα παράλληλο κόσμο ν' αρχίσω να γράφω. Και ειλικρινά δεν είμαι λογοτέχνης. Αυτό το είδος ευδοκίμησε τους τελευταίους τέσσερις πέντε αιώνες αλλά στον εικοστό πρώτο είναι αναγκαίοι οι ποιητές δίχως καλλιτεχνική μπόμπα, παρά μόνο με ροπή στην γέννηση του νέου λόγου. Μιλώ για εκείνους τους δημιουργούς που αποκαλώ λογοποιητές και ζουν ανάμεσα και μέσα στα πλήθη, αφανείς και ανώνυμοι, ικανοί όμως να έχουν απελευθερωθεί από όλα τα τσιτάτα, ιδεολογήματα, στεγανά, σχήματα και κοσμοθεωρίες παρακμάζουσες ώστε να εκφέρουν τον νέο πρωτότυπο λόγο. Οπότε, σήμερα, η αυθεντική τέχνη είναι η γέννηση του εμβρυακού εκείνου λόγου που θα γεννήσει την μελλοντική λογοτεχνία. Προσπαθώ να γίνω μια μήτρα, όργανο μιας άλλης διάστασης και κόσμου πέρα από τον σημερινό ώστε να μιλήσω στην κοινωνία που με γέννησε για να με θανατώσει με πλήρη ειλικρίνεια και δίχως περιορισμούς, αλλά με την ενσυναίσθηση της επαναστατικής ελευθερίας.
Αυτός που πρώτος μου ανέφερε με ζέση τον Πεσσόα ήταν ένας φίλος από τα περασμένα που θα με συνοδεύει στο δαιδαλώδες αυτό ταξίδι συνομιλίας με τον Πορτογάλο ποιητή ακριβώς γιατί μοιάζει απίστευτα στο ετεροπρόσωπο, τον Μπερνάντο Σουάρες, αν και φαινομενικά θα μπορούσαν να είναι διαμετρικά αντίθετοι. Από που ν' αρχίσω και πώς να ξεκινήσω την περιγραφή του συνοδοιπόρου μου είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, γιατί πιο χαοτικός από μένα δεν χωράει εύκολα σε λέξεις και προτάσεις. Υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε καρικατούρα αλλά ας ελπίσω πως δεν θα είναι απλουστευτική κι ενοχλητική η σχηματοποίηση της προσωπικότητάς του σε δυο τρεις αράδες, αλλά διαφωτιστική. Κι εγώ έχω πολλά κοινά μ' αυτόν αν και μας χωρίζει, σε κάποια πράγματα, μια άβυσσος που ίσως καταφέρω να ερμηνεύω ακριβώς γιατί δεν συμφωνώ με τον Πεσσόα ενώ αυτός, λες και τον είχε ευαγγέλιο, κυρίως αυτό το έργο για το οποίο γίνεται λόγος εδώ. Λοιπόν, παιδί του γυναικολόγου, όπως μου έχει διηγηθεί ξεκάθαρα, η μάνα του τον πήγαινε για έκτρωση αλλά ο γιατρός της είχε βαρεθεί να συναινεί στο έγκλημα, το οποίο είχε κατά συρροήν τελέσει, ακριβώς γιατί δεν ήθελε παιδιά από τον άντρα της, από τον οποίο κράταγε κρυφές όλες τις εκτρώσεις της και με τον οποίο είχε σχέση Hassliebe κατά την γερμανική. Που λέτε, ο γιατρός της της είπε πως έκανε την επέμβαση δίχως ποτέ να ξύσει την μήτρα της κι έτσι όταν άρχισε να φουσκώνει η κοιλιά της του τα έχωσε ένα χεράκι αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, όποτε γεννήθηκε ο Γιάννης, ο συνονόματός μου. Η γυναίκα αυτή είχε ήδη δυο παιδιά από προηγούμενο γάμο κι έτσι διέθετε την εμπειρία της ανατροφής τους άρα ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Οπότε, η αναγκαστική αποδοχή του τρίτου τέκνου της δεν την συνόδεψε με την απαιτούμενη στοργή και φροντίδα. Άλλωστε, όταν χώρισε το ζευγάρι –κάτι αναπόφευκτο– ο Γιάννης ζούσε πολύ καιρό με τον πατέρα του και την μητριά του στον Πειραιά αντί με την μητέρα του με την οποία βρίσκονταν συχνά πυκνά στα μαχαίρια. Στο τέλος όμως συμβίωσαν και την φρόντισε κατά τη διάρκεια της άνοιά της. Σύμφωνα πάντα με τις διηγήσεις του, είχε πάρει από τον προπάππου του, έναν Χανιώτη, ο οποίος ήταν εξόριστος στην Ανατολική Κρήτη γιατί σκότωσε κάποιον και ο οποίος παντρεύτηκε μια ανδρογυναίκα βαρβάτη κι άγρια την οποία δεν ήθελε κανένας αρσενικός του χωριού και του την φόρτωσαν του ξενομπάτη ώστε να είναι αυτός διαρκώς απασχολούμενος με τα καμώματα της αγριάδας της και να μην αποτελεί κίνδυνο για τους άλλους. Ο Γιάννης εξελίχθηκε σ' ένα μείγμα άγριου μπον βιβέρ, υπέρβαρος, που κατέβαζε τον Νιαγάρα σ' αλκοόλ και είχε ως κύρια ενδιαφέροντά του τα βιβλία, τ' αυτοκίνητα και τη μαγειρική. Άλλωστε, τα επαγγέλματά του ήταν ακριβώς αυτά διαδοχικά πωλητής βιβλίων, που τσακωνόταν διαρκώς με την θρησκόληπτη βιβλιοπώλισσα λόγω αντίθεσης χαρακτήρων, αθυροστομία και παλαβομάρα ενάντια σε σεμνοτυφία και επιχειρηματική κερδοσκοπία, κατόπιν πωλητής αυτοκινήτων όπου απέτυχε παταγωδώς, ακριβώς γιατί αν και γκαζιάρης και με μια μπέμπα να σοφεράρει με τις μπάντες ώσπου την έστειλε σ' έναν γκρεμό γιατί νόμιζε πως είναι και ραλίστας, δεν μπορούσε να είναι με τίποτα διπλωμάτης κι εχέμυθος, με αποτέλεσμα τα του καταστήματος να διαδίδονται στην μικρή πόλη από τον ίδιο εν είδει κουτσομπολιού και να διώχνει πελάτες αντί να ελκύει... Τέλος, κατέληξε στην μαγειρική και στο πιο μεγάλο πάθος του, το φαγοπότι, όπου πράγματι ήταν μεγάλος μερακλής κι έπαιζε τα σαγανάκια, τα ψάρια και τις κρέμες στα δάκτυλα γλείφοντάς τα πάντα ως τον προσφιλή του τρόπο εκδήλωσης της υψηλής ποιότητας των έργων του. Ενώ ήταν, ο Γιάννης, χωμένος μέχρι τα μπούνια σε καταστάσεις λες και κυριαρχείτω από μια μακαριότητα κι αποστασιοποίηση χωρίς να είναι απάθεια αλλά μια διαρκή απορία περί του τι εστί ζωή, τιί κόσμος και ποιος είμαι γω που θα τα ψάξω. Δηλαδή εξαρχής μια πεσιμιστική στάση απέναντι σε όλα ώστε να βυθίζεται σε μια αυτογνωσία που προσπαθεί να ξεφύγει από τις λέξεις αν και τις χρησιμοποιεί επιδέξια. Πεσσόα, πεσιμισμός και γέλια μέχρι δακρύων ανακατωμένα με υπερβολές, γκάφες όλο στιλ και πολύς περίδρομος στα στενά σοκάκια της ζωής μιας αναγκαστικής σύλληψης.
Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, παρά μόνο τον ονειρικό δρόμο του Πεσσόα ν' ακολουθήσω ώστε να σας αναπλάσω στη φαντασία μου με τρόπο γαλήνιο. Σαν να μην υπήρξατε ποτέ, σαν να είστε τα τέλεια πλάσματα μιας ατελούς φανταστικής διήγησης. Καλύτερα ως γεννήματα ενός μυαλού σε διαρκή ενεργό ύπνο, όπως αυτός του Μπερνάντο, για να μπορεί ν' αντέχει την μάταιη ζωή του. Ακριβώς έτσι, γιατί για μένα που έχω κατασταλάξει πως οι σημερινοί ήρωες είναι οι άνθρωποι των ανιάτων ασθενειών, εκείνοι οι μαχητές μπρος στο παροντικό αδύνατο, οι αγωνιστές απέναντι στην απελπισία, κάνοντας την απόγνωσή τους κίνητρο ώστε να μετατρέπουν την κάθε στιγμή τους σε τέλεια και μοναδική, ε, δεν μπορώ αλλιώς ν' ανεχτώ εσάς και τον παλιό αυτόχειρα εαυτό μου παρά ως όνειρο. Δίχως να το χαρακτηρίζω γλυκό ή εφιάλτη, εντελώς ουδέτερος, όπως ακριβώς απαιτεί το επάγγελμα του νοσηλευτή της φροντίδας και συνοδείας ασθενών δίχως πραγματική πιθανότητα ίασης, παρά μόνο υιοθέτηση μεθόδων ανακούφισης ή επιβράδυνσης της εκφυλιστικής εξέλιξης της αρρώστιας τους. Μέσω αυτής της οδού μπορώ να μην εκνευρίζομαι, να συνδυάζω το αναπόφευκτο της παρακμής με την ιδανικότητα του φανταστικού, όχι απλά σε οποιοδήποτε επίπεδο αλλά εκεί που όλα κυλάνε ανώφελα, δίχως διάθεση μεταφυσικών ερμηνειών, σαν ένα σκοτεινό ποτάμι του ασυνείδητου που δεν επιδέχεται εξήγηση, είναι για να είναι και δεν ενοχλεί κανέναν, κυρίως εμένα που το φέρω μέσα μου. Δεν θα έλεγα πως βρίσκομαι σ' άγρυπνο κώμα, γιατί θα ήταν οι εικόνες σας δηλητήριο στην προσπάθεια επανασύνδεσής μου με την πραγματικότητα. Θα έλεγα πως βρίσκομαι σε παραμυθένιο κώμα, ώστε ν' ανακαλώ τις μνήμες μου από σας με τρόπο όπως οι παραμυθάδες και να σας παρουσιάζω ως ανυπόστατους δράστες μιας ανύπαρκτης νοητικής κατασκευής που δεν έχει κατάληξη, δεν έχει αξιολόγηση, δεν έχει τελικά συμπεράσματα, δεν έχει καλούς και κακούς, δεν έχει λύκο και Κοκκινοσκουφίτσα σε πλήρη μορφή, αλλά σε θραύσματα, που αναδεικνύονται ως τμήματα, εκφάνσεις, χροιές περιστατικών μιας φανταστικής πλοκής. Έτσι, μπορώ ανώδυνα να γράφω για σας και να πρωταγωνιστείτε σε μια ταινία με αρχή δίχως τέλος, με κομμένα επεισόδια, ασύνδετα μεταξύ τους, που όμως έχουν μια διαρκή κίνηση, μια ροή ποταμού, χειμάρρου αλλά μαζί με το βρόχινο νερό όποτε βρέχει δυνατά κι όταν βρέχει εκεί στον νότο, παρασέρνει αντικείμενα ακαθόριστου τύπου, ξύλα σπασμένα που δεν ξέρουμε αν είναι από παντζούρια ή καρέκλες ή σανίδες ξυλουργείου, πλαστικά πολτοποιημένα χωρίς να μπορούμε να υποθέσουμε την προγενέστερη χρήση τους, αποφάγια, κόκκαλα που δεν ξέρουμε ποιανού ζώου είναι, μεγάλης καταστροφής επιζών που όμως διατηρεί την ικανότητα της δημιουργίας του και ψάχνει τα απαραίτητα υλικά για αυτήν ή μια αρκούδα σε χειμερία νάρκη για χρόνια που μόλις ξύπνησε και πεινάει τόσο πολύ ώστε να δοκιμάζει ότι της προσφέρει το ποτάμι στο οποίο ξεδιψάει και πλένεται. Έτσι, θα σας αντιμετωπίσω και όλα αυτά στον υποθετικό κόσμο του ανέφικτου της φαντασιακής τελειότητας. Γιατί, αν μην τι άλλο, τι άλλο τελειότερο είστε παρά τέλειοι και ιδανικοί εραστές της ματαιόδοξης πλεονεξίας που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή. Ιδεότυποι της εγωμανίας που μόνο στη σφαίρα της εξιδανικευμένης συμβολικής ύπαρξης μπορείτε να βρίσκεστε. Ως το ιδανικό γεννουσιούργημα της ακάματης πλεκτάνης του νου μου μπορώ να σας περιγράψω και να σας εκθειάσω τόσο όσο ο λογιστής του Πορτογάλου ποιητή τον περίγυρό του.
Ναι, δεν γράφω λογοτεχνικά έργα, έχω μια ροπή στην παρουσίαση του υποστρώματόος τους. Κάτι σαν μεταλογοτεχνία, όπως μεταμυθιστορία, με πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις και πραγματικούς ανθρώπους σε μια βιωματική ονειρική χαοτική αφήγηση. Γιατί όμως τόσο συγκεκριμένα, αν και υπερβατικά, γιατί να μην χρησιμοποιώ ψευδώνυμα ή πλασματικούς ρεαλιστικούς πρωταγωνιστές; Η απάντηση είναι απλή. Δεν φτουράει στην εποχή μας το φανταστικό λογοτέχνημα, όπως και στον κινηματογράφο, από την δραματική ταινία των πανάκριβων παραγωγών των Studio στο ντοκιμαντέρ, στην βιωματική λήψη του ρεπόρτερ, φωτογράφου στον πραγματικό συγκεκριμένο χωροχρόνο με πειστικό κριτήριο την απόδοση της ίδιας της πραγματικότητας υπό υποκειμενικά αληθοφανή και αληθινό τρόπο. Άλλωστε, το πιο διάσημο βιβλίο της φρίκης των παγκόσμιων πολέμων είναι Το ημερολόγιο της Άννα Φρανκ ακριβώς γιατί δείχνει την καθημερινότητα της οικογένειάς της με τον περίγυρο υπό συνθήκες διαρκούς διώξεως. Όχι, δεν είναι βγάζουμε τ' άπλυτα στη φόρα ή προσφέρουμε φτηνή εκτόνωση στον εαυτό μας· αυτά είναι για τους καλοθελητάδες κουτσομπόληδες. Άλλωστε, μου πήρε πάνω από δέκα χρόνια και μια μακροχρόνια μετανάστευση για να αρχίσω να γράφω, ούτε καν το φανταζόμουν πως θα προέκυπτε ένα τέτοιο κείμενο. Όμως στην εποχή των κατακερματισμών, των παρηκμασμένων ιδεολογιών και στην έκπτωση των αξιών, μόνο ο βιωματικός λόγος μπορεί με σαφήνεια να δώσει το στίγμα ενός συγγραφέα και να αποτελέσει εν δυνάμει συντελεστικό στοιχείο ενός νέου λόγου. Δεν αναφέρομαι στη φιλοσοφία, αλλά στον καθημερινό λόγο που αποκωδικοποιεί καταστάσεις, συμβάντα, συμπεριφορές, περιστάσεις, συνθήκες και εξελίξεις με όρους ενός οικολογικού ανθρωπισμού στο πλαίσιο της εξέλιξης του καθολικού ουμανισμού. Ναι, η ροπή προς τον μετανθρωπισμό και τις matrixκοινωνίες είναι αναπόφευκτη συμβαίνει αυτή την ώρα και θα εξελίσσεται, αλλά με τίποτα δεν θα ακυρώνεται η πραγματική σωματική υλοενεργειακή κοινωνία των Παλαιστινίων, της Ουκρανίας, του Ιράν, της κεντρικής Αφρικής, της Συρίας, του Αφγανιστάν, του Λιβάνου, της πείνας, της εξαθλίωσης, της φτωχοποίησης, της μόλυνσης, της εργασιακής ρουτίνας. Ίσως να βρισκόμαστε ήδη στην εξέλιξη της εδραιώσης κυριαρχίας του μεγάλου αδελφού σε ατμόσφαιρα αλά Brazil –την ταινία εννοώ– ώστε οι νέοι ολοκληρωτισμοί να έχουν την μορφή ψευδοδημοκρατικών θεσμών και την ψευδαίσθηση της ασφάλειας, εντούτοις η απτή βιωματική, άμεση διυποκειμενική διαδραστική επικοινωνία παραμένει η ουσία της ανθρώπινης κοινωνίας γιατί το ίδιο το σύστημα εντέλει χρειάζεται την ουσιαστική κοινωνικότητα για να λειτουργήσει έστω με τους ωφελιμιστικούς, εμπορευματικούς και αγοραίους του όρους. Καλή η τεχνολογία των μοντέρνων τηλεπικοινωνιών και διαδικτυακών προσεγγίσεων αλλά η κλασική συνεύρεση στην κρεβατοκάμαρα, στο σαλόνι, στα μπαρ, γύρω από το τραπέζι, με το τζάκι και τα ζωντανά όργανα ή στις αίθουσες με την σανιδένια σκηνή, στην πλατεία, στο σωματείο, στον σύλλογο... αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης συνύπαρξης.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θανάση Μυλωνά.
Το πεζογράφημα αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Γιάννη Σμίχελη Άγιος Νεόπλουτος: Διάλογος με τον Πεσσόα - Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας, που δημοσιεύτηκε σε 42 μέρη στο koukidaki.gr από τις 25 Απριλίου 2025 και κάθε Παρασκευή. Ξεκινήστε την ανάγνωση από εδώ ή συνεχίστε στο επόμενο.
Σημ. επιμ.: Η αναφερόμενη σχέση Hassliebe είναι αυτό που θα λέγαμε σχέση αγάπης μίσους.