Οι μετα-φεμινιστικές αφηγήσεις στην καρδιά της άνθησης των chick flicks τη δεκαετία του 2000
Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του '90 και τις αρχές του 2000, εμφανίστηκε μια κινηματογραφική τάση που έφερε τις νέες γυναίκες στο επίκεντρο: οι λεγόμενες chick flicks. Ο όρος αυτός, συχνά χρησιμοποιούμενος απαξιωτικά, έγινε αίτια αυτό το είδος ταινιών να θεωρηθεί από πολλούς ως ανάλαφρο, ρηχό και χωρίς την απαραίτητη ουσία για να καταταγεί στις «σημαντικές» κινηματογραφικές εμπειρίες.
Οι chick flicks –τυπικά κωμωδίες με πρωταγωνίστριες γυναίκες, επικεντρωμένες στον έρωτα και στη φιλία– καταλαμβάνουν μια ενδιαφέρουσα θέση στην ιστορία του κινηματογράφου. Ωστόσο, η σχέση τους με τον φεμινιστικό κινηματογράφο είναι πιο περίπλοκη.
Λίγα χρόνια μετά το δεύτερο κύμα φεμινισμού της δεκαετίας του '60 και του '70, πολλοί πίστευαν ότι τα δικαιώματα των γυναικών είχαν πλέον κατακτηθεί, ότι οι γυναίκες «μπορούσαν να τα έχουν όλα» (ό,τι κι αν σήμαινε αυτό) και ότι ήταν πλέον ελεύθερες να είναι σεξουαλικά απελευθερωμένες, επιτυχημένες επαγγελματίες που μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά ένα διαμέρισμα στη μεγάλη πόλη. Αυτή η ιδέα είναι γνωστή ως μετα-φεμινισμός (post-feminism), ένας τρόπος σκέψης που ήταν εξαιρετικά δημοφιλής κατά την άνθηση των chick flicks. Η επιρροή του είναι εμφανής σε πολλές από αυτές τις ταινίες και σειρές, συχνά ενσωματώνοντας ασυνείδητα στις αφηγήσεις τους μια παραμορφωμένη ή απλοϊκή εκδοχή της γυναικείας εμπειρίας – που απέκλειε, όμως, οποιαδήποτε γυναίκα δεν ήταν λευκή, ετεροφυλόφιλη και μεσαίας τάξης.
Αγαπημένα έργα όπως το Sex and the City, The Devil Wears Prada (SATC & TDWP εν συντομία και αντίστοιχα), How to Lose a Guy in 10 Days, 13 Going on 30 και Confessions of a Shopaholic φέρουν τη σφραγίδα της post-feminism εποχής. Ωστόσο, συχνά αναδεικνύουν και το γεγονός ότι ο κόσμος στον οποίο ζούσαν οι ηρωίδες τους εξακολουθούσε να έχει απόλυτη ανάγκη από ενεργή φεμινιστική δράση. Οι πρωταγωνίστριες, από την Carrie Bradshaw έως τη Jenna Rink, είναι όμορφες λευκές γυναίκες που εργάζονται σε τομείς όπως η μόδα και η δημοσιογραφία, ζουν ανεξάρτητες στη Νέα Υόρκη και ενσαρκώνουν ένα ρομαντικοποιημένο όνειρο των αρχών της δεκαετίας του 2000, γεμάτο καταναλωτισμό και κοσμοπολίτικη ευδαιμονία: ατελείωτες αγορές, κοκτέιλ πάρτι, επιδείξεις μόδας και δείπνα σε ακριβά εστιατόρια όταν δεν βρίσκονται στη δουλειά.
Δεν είναι δύσκολο να ερωτευτεί κανείς την ατμόσφαιρα που δημιουργούν αυτές οι ταινίες. Οι χαρακτήρες πηγαίνουν από το μεσημεριανό με τις φίλες τους (φυσικά φορώντας την τελευταία δημιουργία του Prada) σε μια γρήγορη επίσκεψη στο Dior για ψώνια, πριν καταλήξουν στο πιο hot club της πόλης για VIP περιποίηση. Είναι ένας κόσμος στον οποίο θες να ζήσεις, οι καριέρες τους είναι αξιοζήλευτες, η φιλία εξυμνείται και η αναζήτηση του έρωτα είναι τόσο συναρπαστική όσο και εξαντλητική.
Σε αυτές τις post-feminism ρομαντικές κωμωδίες, η σεξουαλική απελευθέρωση κατέχει κεντρική θέση, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στις γυναίκες του SATC, που δεν φοβούνται να κοιμηθούν με έναν διαφορετικό άντρα σε κάθε επεισόδιο ή να συζητήσουν ανοιχτά τις ερωτικές τους εμπειρίες. Η σειρά υπήρξε επαναστατική, καθώς ήταν από τις πρώτες που άνοιξε πραγματικά μια συζήτηση γύρω από τη γυναικεία σεξουαλικότητα, δίνοντας στις γυναίκες, που την παρακολουθούσαν, την αίσθηση ότι επιτέλους κάποιος τις καταλαβαίνει, τις ενδυναμώνει και τις εκπροσωπεί. Για πρώτη φορά, οι γυναίκες μπορούσαν να δουν μια σειρά που πραγματευόταν θέματα όπως η μονογαμία, οι περιστασιακές σχέσεις, η απιστία ή ακόμα και πιο σοβαρά ζητήματα όπως η άμβλωση, οι διαφυλετικές σχέσεις, η ψυχική υγεία, η υπογονιμότητα και η ασθένεια.
Αν και το SATC χειρίστηκε πολλά θέματα αδέξια –αυτό δεν αμφισβητείται– η σειρά ήταν ευλογία για αμέτρητους θεατές και η επιρροή της σε σύγχρονα μέσα, όπως το Gossip Girl ή το Girls, είναι εμφανής. Το SATC θεωρείται φεμινιστικό τηλεοπτικό έργο και είναι σε πολλά σημεία, ωστόσο αντικατοπτρίζει και τα προβλήματα της post-feminism εποχής. Αυτό γίνεται σαφές όταν ανατρέχουμε σήμερα στη σειρά και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε στοιχεία που έχουν γεράσει άσχημα.
Αρχικά, η σειρά είναι κατά κύριο λόγο λευκή, παρουσιάζοντας έναν κόσμο όπου μόνο ένας συγκεκριμένος τύπος γυναίκας φαίνεται να μπορεί να «τα έχει όλα». Αυτή η έλλειψη ποικιλομορφίας αντικατοπτρίζει την αδιαφορία της εποχής απέναντι στα διαθεματικά ζητήματα – κάτι στο οποίο οι μετα-φεμινίστριες επέλεξαν να κλείσουν τα μάτια. Στις ρομαντικές κωμωδίες της περιόδου, μαύροι, bisexuals ή ανάπηροι χαρακτήρες σπανίζουν, αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε αν γυναίκες που δεν ταίριαζαν στο πρότυπο του SATC ή του TDWP μπορούσαν κι εκείνες να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες. Η αμφιφυλοφιλία και τα trans άτομα χρησιμοποιούνται ως αστεία punchlines στο SATC, ενώ στο How To Lose A Guy in 10 Days διάφορα σεξιστικά σχόλια περνούν χωρίς κριτική. Αυτά τα μέσα παρουσιάζουν έναν κόσμο όπου μόνο ορισμένες γυναίκες έχουν το απόλυτο δικαίωμα να υπάρχουν ελεύθερα.
Επιπλέον, οι ταινίες και οι σειρές αυτές βασίζονται υπερβολικά στην αναζήτηση της ανδρικής αποδοχής και στην τελική εγκατάσταση σε μια ετεροκανονική, πυρηνική σχέση. Σίγουρα, το να επιθυμεί μια γυναίκα συντροφικότητα και σχέση με έναν άντρα δεν είναι αντιφεμινιστικό –αυτό θα ήταν παράλογο– όμως σε πολλές από αυτές τις ιστορίες, οι πρωταγωνίστριες θυσιάζουν ουσιαστικές πτυχές της ζωής τους, όπως τις φιλίες, τις επαγγελματικές ευκαιρίες και την ανεξαρτησία τους, μόνο και μόνο για να προσελκύσουν τον «ιδανικό» άντρα.
Όλα αυτά αποδεικνύουν πως ο μετα-φεμινισμός είναι, στην πραγματικότητα, ένας μύθος. Οι γυναίκες σε αυτές τις ταινίες και σειρές εξακολουθούν να βιώνουν διακρίσεις λόγω φύλου και αγωνίζονται να ισορροπήσουν πτυχές της ζωής τους που οι άντρες δεν χρειάζεται καν να σκεφτούν, όπως η Miranda στο SATC, που προσπαθεί να συνδυάσει τη μονογονεϊκότητα με την καριέρα της ως δικηγόρος. Με την έλλειψη διαθεματικότητας και την ιδέα ότι αν απλώς επιμείνεις και βασιστείς στη δική σου εσωτερική δύναμη, θα ξεπεράσεις οποιοδήποτε εμπόδιο (ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για συστημικούς φραγμούς), αυτές οι ρομαντικές κομεντί χτίζουν έναν κόσμο ανέφικτο και τελικά μη ικανοποιητικό.
Το γεγονός ότι όλες οι πρωταγωνίστριες των προαναφερθέντων ταινιών και σειρών νιώθουν δυστυχισμένες με κάποια πτυχή της ζωής τους, είναι ξεκάθαρη απόδειξη πως η πεποίθηση της εποχής στον μετα-φεμινισμό ήταν στην πραγματικότητα οπισθοδρομική. Στην πραγματική ζωή, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στιγμάτιζαν τις γυναίκες διασημότητες για κάθε «λάθος» τους κίνηση, ενώ οι ανισότητες των φύλων στην εργασία, τα ποσοστά σεξουαλικής βίας και η καθημερινή μισογυνία αυξάνονταν διαρκώς.
Σήμερα, μπορούμε να απολαμβάνουμε αυτές τις ρομαντικές κωμωδίες για τους ρομαντικοποιημένους τους κόσμους, τους αγαπητούς χαρακτήρες και τις συναρπαστικές ιστορίες τους, αλλά ταυτόχρονα μπορούμε να αναγνωρίζουμε σε αυτές τις αδυναμίες μιας κοινωνίας που πίστευε σε μια ψευδαίσθηση ισότητας και γυναικείας απελευθέρωσης.
Της Aimee Ferrier από το Far Out Magazine
Ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Μπιλικάς