Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας
Γιάννη Σμίχελη
Μεγάλωσα σ' ένα εστιατόριο μιας μικρής παραθαλάσσιας πόλης της Κρήτης, που έφερνε όλο το μυστήριο, τη ζωντάνια και την παραδοξότητα της επαρχίας των: νεόπλουτου, παλαιού κομμουνιστή εξόριστου, σοσιαλιστή διανοούμενου, βοσκού του οροπεδίου, Ευρωπαίου τουρίστα, της μαυροντυμένης καντηλανάφτισσας, της απελευθερωμένης Ευρωπαίας με τα σορτσάκια και τα τόπλες, του αγράμματου ψαρά και του μπαρόβιου, του δημόσιου υπαλλήλου και του καμακιού, του χωρικού στο γάιδαρο και του μηχανόβιου, του αγρότη και του ξενοδόχου. Όλοι αυτοί και ακόμα περισσότεροι, που θα παρελάσουν συνειδητά κι ασυνείδητα από δω, έπλεξαν ρόλους, ντυσίματα, φερσίματα και γλώσσες με τρόπο που το μεταμοντέρνο αδυνατεί να συλλάβει γιατί είναι μια κατασκευή καθαρά ακαδημαϊκού τύπου βερμπαλιστική και ακατάδεκτη στη λαϊκούρα, τη χωριατίλα, το κιτσαριό, τη βαρβατίλα, την φινετσάτη μουτσούνα, τον καμακόβιο, την μπερμπάντισσα με τα κολλητά πέτσινα, τον σκυλά με ρεμπέτικο μούτρο, τον χασισοπότη με κοστούμι λαμέ, σαν να υποδύεται στην νύχτα το κλεφτοφάναρο του παράνομου έρωτα. Μετά από σχεδόν εξήντα χρόνια εθνικούς και εμφύλιους πολέμους, δικτατορίες και νικηφόρες καταστροφές με καταστροφικές νίκες και ηττημένους δωσίλογους κυβερνήτες, με απελευθερωτές εξόριστους κι εκτελεσμένους, ξεκίνησε η τρομερή περίοδος που διήρκησε σχεδόν πενήντα χρόνια στην οποία η Ελλάς έπαιξε όλα τα χοντρά στοιχήματα της ευημερίας και της προόδου για να τα χάσει από την αρχή κι από χέρι, δηλαδή de facto κι a priori στημένα.
Ενηλικιώθηκα λοιπόν σ' εκείνη την πόλη που ήταν ίσως το πιο υποδειγματικό παράδειγμα αυτής της εποχής, του κεραυνοβόλου νεοπλουτισμού. Γιατί αυτός ο συγκεκριμένος χώρος, που είχε για σύμβολο το τελευταίο λεπροκομείο της Ευρώπης και ήταν κατά κύριο λόγο ψαρότοπος εξαιτίας της φτήνιας των οικοπέδων, αφού η γη στα παραθαλάσσια δεν είχε αξία παρά μόνο χαμηλή σε σχέση με τα ημιορεινά και ορεινά και οι κάτοικοί του ήταν πάμφτωχοι, φτωχοί και παρακατιανοί με βαρύ ποινικό μητρώο και με ιστορικό εξορίας, ήταν εύκολη λεία για υπερκερδοσκοπικές επενδύσεις των πρώτων «ρομαντικών» επενδυτών του τζετ σετ ώστε να μετατρέψουν την περιοχή από κατσάβραχα για κατσίκια και πρόβατα σε τουριστικό θέρετρο αλά χωριατο-Μονακό που λέει ο λόγος. Κι έτσι, οι ντόπιοι ξεκίνησαν να μιμούνται τους παραλήδες κεφαλαιοκράτες, τους επιχειρηματίες τυχοδιώκτες, τις βασίλισσες επισκέπτριες, τις ξεπεταγμένες Εγγλέζες, που έκαναν διακοπές με το ταμείο ανεργίας, και το Club 18-30 που στο διάβα του άφηνε ένα μείγμα αλκοόλης μπόμπας, λαδοϊδρώτα, σπέρματος, κολπικών υγρών, σπασμένων νιπτήρων, μπιντέδων, πορτών, παραθυρόφυλλων, ουρλιαχτών ηδονής και σπαρίλας, κοντολογίς ένα τέλειο παράδειγμα μπάχαλου, παροξυσμού κι εξαλλοσύνης.
Από όλους αυτούς, που γνώρισα, νομίζω πως κατάφερα να ξεχωρίσω κάποια πρόσωπα, εντελώς υπαρκτά, που αποτέλεσαν αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες εκείνης της εποχής. Ήταν ένας ποιητής πρώην πολιτικός κρατούμενος και κατόπιν δημόσιος υπάλληλος, ένας σοβατζής-μπάρμαν-σερβιτόρος, ένας λογιστής-δήμαρχος πρώην κομμουνιστής, μια δεξιά ντίβα με πλοκάμια και διασυνδέσεις, δυο τρεις οικογένειες ξενοδόχων με αριστερό αντάρτικο παρελθόν και κατόπιν δεξιό έως φιλοδικτατορικό παρόν, εστιάτορας εργολάβος οικοδόμων, εστιάτορας βοσκός, εστιάτορας ψαράς, ένας υδραυλικός κομμωτής, μαρμαράς-ψήστης-σερβιτόρος κτλ. Δεν θα καθίσω να ασχοληθώ ξεχωριστά με τον καθένα γιατί αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι να κάμω ηθογραφία και προσωπογραφία αλλά μια σκιαγράφηση ενός γεωγραφικού τόπου –ημιαστικού τοπίου– ο οποίος από την αρχή της άτυπης ίδρυσής του ως τουριστικός προορισμός έδειχνε την αποτυχία της εξέλιξής του κι ενώ όλοι το δήλωναν μαζί χάραζαν κι ακολουθούσαν αυτό τον δρόμο του αδιεξόδου μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα αφελούς τρισχαριτωμένης μακάριας αυτοϊκανοποιητικής καταστροφικότητας. Τα φράγκα πως εξαργυρώνουν συνειδήσεις είναι κρυφός τίτλος και το ανεμομαζώματα ανεμοσκορπίσματα το ηθικό δίδαγμα, μιας κι όλοι αλληθώριζαν για να το επιβεβαιώνουν.
Saint Nikolas ή Aghios Nikolaos, στην οδό Αγίου Νικολάου και Νικόλαος ο πατέρας, ο ναυτικός με τα δώρα, μυστρί, κουτάλα, τσάπα, βαρέλι και πολλή διπλωματία, όλα τα όργανα στην πίστα και η επιβίωση ένα παραμυθάκι για την άφεση αμαρτιών, όλων των ηλικιών τα ζούμπερα, μια καλή βράση στο καυτό καλοκαίρι με τον πλουτισμό για αφορμή και την κομπορρημοσύνη των τζεβρέ σαρίκι, κουφιοκέφαλοι εθνικοπατριωτισμοί και το άλεσμα των ιδεολογιών στον ντορβά της μπάκας. Σακούλι το σακούλι γεμίζει το μεδούλι με την εξαγορά των συνειδήσεων και τα πολλά λεφτά κάνουν τους εθνικισταράδες ζωντανές μαριονέτες πολυτελείας και λαϊκές στην τέρψη της διεθνιστικής πασαρέλας τραπεζικών λογαριασμών. Καπιταλισμός πολυπρόσωπος, άμα λάχει κάνει την ανωνυμία πασαπόρτι για χοντρά παιχνίδια και στο τέλος παίζουν όλοι τα ρέστα τους για να τα μαζέψουν δυο τρεις που θα πληρώνουν κατόπιν για να αλληλοσκοτώνονται και αλληλοφαγώνονται οι μπατίρηδες.
Γεννήθηκα σε ένα προάστιο της δυτικής Αθήνας, που το πιο μεγαλοπρεπές του κτήριο είναι οι μεγαλύτερες και σημαντικότερες φυλακές της χώρας. Εκεί οι δικτάτορες, εκεί τα μέλη της 17 Νοέμβρη, εκεί όλοι οι μεγάλοι κοινοί ποινικοί εγκληματίες. Με κλίμα ξηρό και γεμάτο αλάνες έμαθα να σουτάρω την μπάλα στο χαλίκι και την άσφαλτο και να προσπαθώ να την περάσω ανάμεσα από δοκάρια δυο κοτρόνες ή μαθητικές σάκες. Ο δάσκαλος έκανε μάθημα στο πίνακα που η αόρατή του γραμμή έτεμνε το τείχος των φυλακών σαν να ήταν τα γράμματα το δόρυ που θα τρύπαγε την νοητή φυλακή μας. Γιατί η Αθήνα, ήδη από το εβδομήντα, είχε μετατραπεί σε μια τσιμεντένια φυλακή με ταβάνι που άνοιγε κι έκλεινε ανάλογα τα κέφια του αέρα και τη διαρκή αύξηση των βενζινοκίνητων αυτοκινήτων. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το νέφος παρά ένας τοιχοποιημένος ουρανός, σαν το ταβάνι κινηματογράφου που ανοίγει το καλοκαίρι για ν' απολαμβάνουν οι θεατές τον έναστρο ουρανό παράλληλα με την τσόντα που προβάλει! Ο Κορυδαλλός, λοιπόν, παρά τις ηρωικές προσπάθειες του κομμουνιστή δημάρχου του ήταν μια υποβαθμισμένη περιοχή της πρωτεύουσας, εργατούπολη και φτωχογειτονιά. Και είχε ως δεύτερο μεγαλύτερο κτήριο τον καθεδρικό του ναό, τους Ταξιάρχες. Φυλάκα και μόρφωση όλο πίστη. Ενώ τα σχολεία του είχε προγραμματιστεί να χτιστούν στους ακάλυπτους χώρους γύρω από τις φυλακές, αφού αυτές θα μεταφερόντουσαν σίγουρα. Τελειωμένα πράγματα, ειλημμένη απόφαση εδώ και αιώνες, ήταν σαν να είχαν ήδη μετακινηθεί, ακριβώς όπως είναι και σήμερα, πάντα στην ίδια θέση.
Ε, λοιπόν, από τις αλάνες βρέθηκα στα τουριστικά ευρωπαϊκά σαλόνια. Στην Ελούντα είχαν ως σύμβολο την Σπιναλόγκα. Οι ντόπιοι είχαν εξελιχθεί και το λεπροκομείο αναβαθμισμένο σε μνημείο και βασικό τόπο επίσκεψης των τουριστών και διεθνούς διάστασης φήμη. Ενώ στον Κορυδαλλό παρέμειναν στάσιμοι και οι φυλακές αντί για μουσείο αναβαθμίστηκαν σε υψίστης ασφαλείας ώστε κάποιοι την έκαναν μ' ελικόπτερα. Αλλιώς δεν θα ήταν υψίστης. Θα έβγαιναν τζάμπα από την πόρτα όποτε ήθελαν. Δεν θα ήταν αγροτικές που οι τρόφιμοι την ημέρα καλλιεργούν ραπανάκια και στην νυχτερινή έξοδό τους συμπληρώνουν το μεροκάματο με μια δυο ληστείες σε ταξί, περίπτερα και ανήσυχους μπερμπάντηδες. Οι τελευταίοι ας πρόσεχαν, το ελληνικό κράτος βρίσκεται σε στενότητα κι αδυνατεί να θρέφει τους τρόφιμους φυλακών είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, άσε που οι τιμές των ζαρζαβατικών, όσο κι αν την ανιούσα έχουν πάρει, δεν αρκούν για τα υπέρογκα έξοδα διαφύλαξης των ορίων των κτηριακών εγκαταστάσεων εγκλεισμού παραβατικών και απείθαρχων τύπων.
Στον Άγιο Νικόλαο, αντίθετα, η χλίδα αύξανε και αναβαθμιζότανε. Φεράρι, μερσεντές, μπέμπες το είχανε κάνει Γερμανία και από κυβικά άλλο τίποτα. Το φαρ ουέστ της Ευρώπης ήταν στην Κρήτη με χιλιάδες άλογα συμπυκνωμένα σε τέσσερα επί τέσσερα και αυτόματα, ημιαυτόματα, καλάσνικοφ πριν γίνουν της μοδός· πρωτοπορία η Κρήτη. Στιβάνια, βράκα, δυο τρία τσέπης, ένα μάγκνουμ, στη βράκα χειροβομβίδες, όλοι υποδύονταν τον κακό μπάτσο κι ας ήταν κλέφτες, ο Κλιντ Ίστγουντ στο κρητικό, σε άπειρες παραλλαγές και σε κάποιες με πέτσα κρασάτη, τεχνητή μαλλούρα της εποχής, από κει προέρχονται τα πέτσινα, και έτσι τα παχύδερμα γίνονται της μοδός. Αλλά ιδιαίτερα στον Άγιο το σήμα κατατεθέν του ήταν οι μηχανές, εντούρο, δρόμου, αγωνιστικές, με καρμπιρατέρ σε αφθονία και τα κυβικά από 1000 και πάνω, δίχως κράνος –εμ, παίζουμε τώρα;– ήταν ή δεν ήταν κρητικά παλικάρια, μόνο σαγιονάρα, σορτσάκι και κόντρα. Μεγάλες δόξες, καβασάκι, χόντα, γιαμάχα, ήταν τα πρώτα ιαπωνικά που έμαθαν οι ντόπιοι. Μετά δεν χρειάστηκαν άλλα γιατί οι Ιάπωνες τουρίστες επισκέπτονταν αποκλειστικά την Σαντορίνη. Αλλά έμαθαν τα φιλανδέζικα διότι ήθελαν να επεκτείνουν τη δόξα της κρητικής λεβεντιάς στην Σκανδιναβία και χάρη στα δωρεάν μαθήματα της ξένης γλώσσας σε μπαρ, εστιατόρια και καφετέριες, σχετικά με πρόγραμμα διάδοσης της φινλανδικής κουλτούρας στον Νότο για την σύσφιξη των σχέσεων των μελών χωρών της ΕΟΚ με απώτερο σκοπό την μελλοντική ίδρυση των ηνωμένων ευρωπαϊκών πολιτειών, διεθνοποιήθηκε το ερωτιάρικο ταμπεραμέντο του Αγιονικολιώτη. Όλα αυτά είχαν και το κερασάκι στην τούρτα που βασικά έβγαζε το πρώτο μουρουδίστικο κλάμα. Παράλληλα, προαλείφεται και το έδαφος για την επένδυση της Ελληνικός Χρυσός στην Χαλκιδική αφού η αγορά πανάκριβων κοσμημάτων προς αμοιβαία αναγνώριση των υπηρεσιών στήριξης των αδελφοποιήσεων των δυο λαών απαιτούσε το άνοιγμα νέων κοσμηματοπωλείων. Έτσι απέκτησε και πρόεδρο χρυσοχέρη η τοπική ομάδα της πόλεως και ανέβαινε κατηγορίες δυο δυο το εξάμηνο. Μέχρι και πρωτάθλημα για πάρτη της της έστησε ο μπαγάσας. Εμ παίζουμε, ήταν ή δεν ήταν λεφτάδες που έτρεχαν από τα μπατζάκια τους τα δεκαχίλιαρα! Εεε, λοιπόν, εγώ το φτωχό βρέθηκα μετά της οικογενείας μου εκεί να εκπαιδεύομαι στο επάγγελμα του εστιάτορα, το οποίο στο τέλος υπηρέτησα με τον πιο αποτυχημένο τρόπο που μπορούσε να γίνει. Δυστυχώς δεν μου επιτρεπόταν να βάλω φουρνέλα στα θεμέλια του εστιατορίου, αλλά επιτρεπόταν να πετάνε δυναμίτες στη λίμνη γιατί τα ψάρια, τι ζωή έχουν για να τους δίνουμε κι αξία! Ενώ τα τούβλα και τα τσιμέντα, φτου να μας χαθούνε και να έχουν ζωή χαρισάμενη κι αιώνια.
Γράφω γιατί δεν πρόδωσα όσα πιστεύαμε στα νιάτα μας φοιτητές κι ήταν τόσο αθώα και ειδυλλιακά μέσα στην πλέμπα των αστικών αποχαυνώσεων. Εσύ δεν άντεξες και την έκανες και γω που την γλίτωσα στο τσακ γίνομαι εσύ με τις γλωσσικές εικόνες και τους χρωματισμούς των προτάσεων – πού να τραβήξει το χέρι μου μια πινελιά ζωγραφικά ανθρώπινη! Είμαι οι μνήμες μας στο χωριό του πατέρα μου, η άγρια σκέψη του Λεβί-Στρος και ο μάστορας μπρος στα άγνωστα πεδία των κόσμων, ένας καλλιτέχνης με την εφευρετικότητα της πρακτικής των συμπαντικών δοξασιών εντός της ψυχρής κοινωνίας με την αμετάβλητη ονοματοθεσία των ξωτικών της απαράμιλλης φύσης. Ζωγραφίζω με τα πινέλα των αναλύσεών σου στα λευκά φύλλα της κενής ελευθερίας μου, είμαι το πρόσωπό σου στα λόγια των γραπτών μου και πάντα μια ευθύνη να βαραίνει το στιλό, ή το πληκτρολόγιο, αυτή η γαμημένη ευθύνη για όλους και όλα που μας φόρτωσαν πριν καν γεννηθούμε, μόνο και μόνο ως πρωτότοκοι και ως οι μεγαλύτεροι, και τα επόμενα παιδιά στον άμβωνα της καλοπέρασης να διδάσκουν το σαρκίο του ατομικισμού στους απογόνους τους. Κι όμως, αυτή ακριβώς η ευθύνη είναι το διαστημόπλοιο για την μετάβαση στην άλλη διάσταση, στο παράλληλο σύμπαν, εκείνο της αγέρωχης, ανένδοτης, ασυμβίβαστης ανεξαρτησιακής ελευθερίας τέχνης. Αυτό μου εμφύτευσες εσύ ως μυημένος και μετά μέσα στο κουτάκι σου μαράζωσες, στέγνωσες, ξεράθηκες σαν το κυπαρίσσι σε γλάστρα. Είναι δυνατόν πλάτανος ως καλλωπιστικό φυτό; Το ένα ζητά τη δικαίωση των νεκρών και το άλλο την υδάτινη ροή των μυστικών πηγών με τα ανόθευτα νερά.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θανάση Μυλωνά.
Το πεζογράφημα αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Γιάννη Σμίχελη Άγιος Νεόπλουτος: Διάλογος με τον Πεσσόα - Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας, που δημοσιεύτηκε σε 42 μέρη στο koukidaki.gr από τις 25 Απριλίου 2025 και κάθε Παρασκευή. Ξεκινήστε την ανάγνωση από εδώ ή συνεχίστε στο επόμενο.
Σημ. επιμ.: Ζούμπερα στα κρητικά είναι τα ήμερα ζώα, συνήθως τα οικόσιτα, και ο Κλοντ Λεβί-Στρος (Claude Levi-Strauss, 28 Νοεμβρίου 1908-30 Οκτωβρίου 2009) ήταν Γάλλος ανθρωπολόγος και ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές του 20ού αιώνα.