Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασίες: Ο πρίγκιπας του Βόρνεο: Το Φάντασμα * Το δέκατο τάγμα * Υπόσχεση * Οι Μαζαράκηδες, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Τα πέντε φαντάσματα * Το αίμα είναι για να χύνεται * Έξι τίτλοι πεζογραφίας των εκδόσεων Ελκυστής * Το χάλκινο νησί: Η δημιουργία των ανθρωποειδών * Labirinto * Επτά τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Το παιχνίδι της νύχτας: Η αφύπνιση των θρύλων * Το αγόρι ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Για όλα φταις εσύ * Η Κιμ ξέρει και άλλες ιστορίες * Στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου * Στιγμές ζωής ** Ποίηση: 62 ποιήματα * Ανατέλλουσα ψυχή * Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια *** Παιδικά: Από τη σοφίτα στα άστρα * Πίστεψέ το... και θα τα καταφέρεις *** Μουσικό άλμπουμ: The 12 Kalikatzari of Christmas *** Εγκυκλοπαίδεια: Rock Around... Troubadours *** Δοκίμιο: Εν αρχή ην ο λόγος

Επιλογή

Μαρίας Καρυτινού

Πίνακας Niki Roubani

Η Κατερίνα ήταν καθισμένη στο αναπηρικό της αμαξίδιο, αφήνοντας το απαλό αεράκι του φθινοπωρινού απογεύματος να τρυπώσει απ' το παράθυρο του θαλάμου και να χαϊδέψει τις κοντές καστανόξανθες τούφες των μαλλιών της.

Οι νοσηλεύτριες πηγαινοέρχονταν φουριόζες ανάμεσα στις κλίνες, αλλάζοντας τα σεντόνια, τις κουβέρτες, μιλώντας σιγανά στους ασθενείς και παρηγορώντας τους. Ήξερε πως η μέρα της θα ήταν επώδυνη και κοπιαστική, γι' αυτό και δεν στράφηκε στη νοσοκόμα, όταν την πλησίασε και τακτοποίησε την κουβέρτα πάνω στα νωθρά και αδύναμα πόδια της. Άγγιξε μονάχα το μπουμπούκι της γαρδένιας που 'χε αρχίσει να ξεπετάγιεται απ' τη μικρή γλαστρούλα, δώρο του Μάνου για τα γενέθλιά της. Έφερε στη μνήμη της το βλέμμα του σαν στάθηκε στα πράσινα μάτια της, χωρίς να σχολιάσει το ρούφηγμα των οστών στις παριές της και τις φλέβες της που διαφάνιζαν ως άκαρπες ρίζες ξερών βλαστών στο δέρμα της. Κανείς τους δεν μίλησε, παρά κοιτάζονταν για αρκετή ώρα σιωπηλοί. Εκείνος αμήχανος κι εκείνη βουτηγμένη σ' ένα πέπλο αχανούς αβεβαιότητας για το αύριο. Άλλωστε, τι να έλεγαν; Η μυρωδιά του αιθέρα και των φαρμάκων πλανιόταν στον χώρο σαν χοάνη που ξερνούσε μαύρο μελάνι... Μια νεκρή σκιά πάνω απ' τα ακίνητα σώματα των ασθενών. Κάποια στιγμή, ο άντρας σκέπασε το λιγνό της χέρι με το δικό του, κρατώντας την ιδρωμένη παλάμη της μες στη δροσιά της δικής του. Φεύγοντας, άφησε πίσω του το μπουμπούκι της γαρδένιας ν' ατενίζει περήφανα τον κήπο του νοσοκομείου απ' το περβάζι του παραθύρου.

Η νοσηλεύτρια, αφού τακτοποίησε το κρεβάτι της, τσούλησε το καρότσι της μέχρι τη μονάδα βραχείας.
«Γεια σου Κατερίνα. Πώς είσαι σήμερα;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο γιατρός Αλεξάνδρου. Η Κατερίνα κούνησε το κεφάλι της χωρίς να δώσει απάντηση.

«Λοιπόν, μετά την αιμοκάθαρση θα συζητήσουμε πώς θα πορευτούμε. Μας έχει σταλεί μια λίστα με πέντε δότες, εκ των οποίων ένας από αυτούς είναι πρόθυμος να σου δώσει το μοναδικό του νεφρό. Φυσικά, δεν μπορώ να γνωρίζω, γιατί πήρε την απόφαση να θυσιάσει τη ζωή του. Όμως, οι άνθρωποι ακολουθούν εκδοχές σύμφωνες με την ενσάρκωση όλων των επιθυμιών τους...», διατύπωσε τις μύχιες σκέψεις του ο γιατρός και κοίταξε προβληματισμένος την Κατερίνα.

Εκείνη κράτησε τα λόγια του μες στη σιωπή. Εδώ και οκτώ μήνες συνειδητοποίησε πως ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί δότης οργάνων. Όμως ο γιατρός μόλις της μίλησε για κάποιον πρόθυμο να της χαρίσει μια μικρή ανάπαυλα από τον θάνατο.
Το μονοπάτι της ασθένειάς της ήταν μοναχικό, χωρίς επιλογές, απαιτώντας αποδοχή, μια καλοακονισμένη λεπίδα χωρίς συνοδοιπόρους. Αυτή και ο συστηματικός λύκος, που της έκλεβε καθημερινά μια ανάσα ζωής, κάθε σταγόνα ελπίδας, στραγγίζοντας αργά αργά το ποτήρι της ύπαρξής της. Ένας ανεπιστρεπτί εχθρός, ένας φίλος, ένας αδελφός, ένας εγωιστής εραστής που στόχευε στα όνειρά της· μια χίμαιρα χωρίς μέλλον.
Κάθε μέρα ζητούσε μια εναλλακτική λύση, μια επιλογή. Αυτό απαιτούσε να δώσει χρόνο στην ψυχή της, αν ήθελε η επιλογή αυτή να της χαρίσει τη λύτρωση.

Σάρωσε με το βλέμμα της τα πρόσωπα μέσα στη μονάδα. Όλους αυτούς που αναπαύονταν γύρω της, μια ζεστή ανάσα λίγο πριν τον θάνατό τους. Κι αυτή γνώριζε πως είχε μερίδιο αυτής της ανάσας, ως ένα φιλί στο δύσκολο καθημερινό της ταξίδι.

Η μοναξιά βασισμένη στις αναπηρικές ρόδες ήταν απόλυτη και αυταρχική, χωρίς να της επιτρέπει να τρέξει, να καλύψει τα ματωμένα κενά της ζωής της. Δεν είχε ανάγκη να την παρηγορήσουν, να την κοιτάξουν με οίκτο. Αντιθέτως, αναζητούσε αποφάσεις καθοριστικές, σφραγίδα για το παρόν και το μέλλον της.
Γνώριζε πια πως ο πόνος μιας ασθένειας συντρίβεται μόνο με νέες ιδέες και όνειρα, ικανά να γεννηθούν μέσα απ' αυτόν. Δεν ήταν δειλή αλλά ούτε και γενναία. Είχε διδαχθεί πως το να πέφτεις δεν σημαίνει αποτυχία αλλά μια προσωρινή ήττα, για χάρη μιας μελλοντικής νίκης. Τη νίκη ονειρευόταν στον άδειο χρόνο της μέσα στο νοσοκομείο, πιστεύοντας βαθιά πως θα την έβρισκε.

Η θέση της στον κόσμο δεν ήταν πια δεδομένη κι αυτό την φόβιζε. Ζητούσε απελπισμένα αυτή τη θέση, μια νέα ταυτότητα, έναν προορισμό κι ας κουβαλούσε μέσα της τον πόνο που αναπαυόταν σε τούτο τον θάλαμο. Η παρουσία του συστηματικού λύκου ήταν απειλητική, ένας δολοφόνος καθώς τα νύχια του, μακριά και αθόρυβα, ήξεραν να γδέρνουν τη σάρκα της χωρίς δισταγμό. Αρχικά, ο τρόμος χαράχτηκε βαθιά μέσα της, αλλά μετά αποφάσισε πως οι κραυγές της δεν είχαν νόημα, αφού θα χάνονταν μαζί με το τελευταίο ίχνος της αξιοπρέπειάς της.

Ξάφνου, ένιωσε να ασφυκτιά, οι τοίχοι να συρρικνώνονται, οι φωνές να γίνονται γρυλίσματα. Το κεφάλι της έγειρε πίσω, καθώς τα μάτια της αντίκριζαν μια σκουριασμένη ψευδαίσθηση, ανίκανη ν' αντιληφθεί ξανά την ομορφιά του κόσμου.

«Κατερίνα! Γιατρέ, γρήγορα παρακαλώ, χάνει τις αισθήσεις της...» φώναξε η νοσοκόμα, βλέποντας την κοπέλα να σωριάζεται στα πλακάκια του θαλάμου.

Οι ασθενείς κοιτούσαν κι αυτοί, μην μπορώντας να βοηθήσουν.

«Το καημένο το κορίτσι!» είπε ο κύριος Νικολάου, βασανισμένος κι αυτός χρόνια από σκλήρυνση κατά πλάκας.
«Πόσο ν' αντέξει! Πόσο να αντέξουμε όλοι μας...» πρόσθεσε, κι έκλεισε απογοητευμένος τα μάτια του.

Όταν η Κατερίνα βλεφάρισε μετά από μισή ώρα, βρέθηκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι του θαλάμου της και αντίκρισε δυο περιστέρια να κάθονται δίπλα στη γαρδένια του Μάνου.

Ένα ζευγάρι.., αναλογίστηκε. Ένα ζευγάρι δίπλα στο φως της ζωής, χωρίς να γνωρίζουν πως εδώ μέσα έχουμε γίνει ανήλιαγα πλάσματα, ζαρωμένα μπροστά στη φτώχια και στην ασκήμια της ύπαρξής μας. Τα δεσμά της ζωής μάς κρατούν σφιχτά στον κόσμο των θνητών, αν και είμαστε αιχμάλωτοι της απελπισίας, ζητώντας απύθμενα την απόδρασή μας. Αυτά συλλογιζόταν και ήθελε να ουρλιάξει, βιώνοντας τη μυοπάθεια των ποδιών της, καθώς αρνούνταν ν' αποδράσουν απ' αυτόν τον κλοιό.
Ήθελε να σηκωθεί, να τρέξει, να χτενίσει μόνη τα λιγοστά μαλλιά της, ένα μισοάδειο κρανίο πάνω σ' ένα προσφιλές γοητευτικό πρόσωπο από το παρελθόν. Ήθελε να ζωντανέψει εκείνο το κορίτσι, προτού θρυμματιστεί. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε ν' αναστήσει τη δύναμή της, αλλά ο συστηματικός λύκος έσκιζε με μανία το κυνήγι της ζωής.
Η φωνή του γιατρού Αλεξάνδρου την έβγαλε από την εξουσία των μίζερων σκέψεών της.

«Λοιπόν, Κατερίνα, πώς είσαι; Απόψε, σκέψου ήρεμα την απόφαση του άντρα που θέλησε να κρατήσει την ύπαρξή του μέσα από σένα. Θα τα πούμε την αυγή».

Η Κατερίνα, μένοντας μόνη, αισθάνθηκε την αγάπη του άγνωστου, καθώς πόθησε να χάσει τη δική του μάχη με τη ζωή για χάρη της. Το μεγαλείο του ελευθέρωσε την αποψινή της θλίψη και γκρέμισε τα φλεγόμενα σκοτάδια μέσα της. Κι έτσι έμεινε ξάγρυπνη, ποδοπατώντας το χαλινάρι γύρω από τη μέχρι πρότινος εφιαλτική της αναμονή.

Το ξημέρωμα την βρήκε να κοιτάζει την πυρώδη άρπα του ήλιου να σαρώνει τη θέση του φεγγαριού πάνω στην πλάση. Άπλωσε το χέρι της και μουρμούρισε λόγια λιωμένα σαν κερί στη γαρδένια που 'χε ανοίξει τα πέταλά της.
Ο γιατρός την πλησίασε και διάβασε χωρίς καμία έκπληξη την απάντηση στα μάτια της, υπολογίζοντας νοερά τη δύναμη που κρυβόταν μέσα της.
Το φως του απομεσήμερου βρήκε δυο κορμιά σ' ένα χειρουργικό τραπέζι.

«Αύριο!» είπε η Κατερίνα στον νεαρό άντρα δίπλα της και του χαμογέλασε ευτυχισμένη.

Πέρασε ένας μήνας από κείνη τη μέρα. Ο άντρας, που θέλησε πρόθυμα να δώσει ζωή σε μια ξένη γυναίκα, έσκυβε πάνω από ένα μνήμα, αποθέτοντας γαρδένιες στη μνήμη της Κατερίνας Αδάμου του Παναγιώτου και της Ειρήνης, καθώς ένας ανακουφιστικός ήλιος ζέσταινε το μάρμαρο κάτω από τα δάχτυλά του.


Copyright © Μαρία Καρυτινού All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Niki Roubani