H Viridiana του Luis Bunuel, ένα από τα κορυφαία έργα του παγκόσμιου κινηματογράφου προβάλλεται από τις 5 Ιουνίου 2025 στους κινηματογράφους από τη New Star.
«Δόξα τω Θεώ, είμαι άθεος.»«Δεν είχα πρόθεση να είμαι βλάσφημος, αλλά τότε ο Πάπας Ιωάννης XXIII είναι καλύτερος κριτής τέτοιων πραγμάτων από εμένα.»Luis Bunuel
Η ταινία που χάρισε στον Μπουνιουέλ τον Χρυσό Φοίνικα, το 1961, στο Φεστιβάλ των Καννών αλλά απαγορεύτηκε από τη δικτατορία του Φράνκο και καταγγέλθηκε από το Βατικανό, το σκληρό, γκροτέσκο, βλάσφημο και πικρά χιουμοριστικό αυτό φιλμ, σήμερα, αποτελεί έναν κινηματογραφικό θησαυρό και το συναντάμε στην 37η θέση των εκατό καλύτερων ταινιών όλων των εποχών!
Σκηνοθεσία: Λουίς ΜπουνιουέλΣενάριο: Λουίς Μπουνιουέλ, Χούλιο ΑλεχάντροΔιεύθυνση φωτογραφίας: Χοσέ Φ. ΑγουάγιοΜουσική: Γκουστάβο ΠιταλούγκαΜε τους: Σίλβια Πινάλ, Φερνάντο Ρέι, Φρανθίσκο Ραμπάλ, Μαργκαρίτα ΛοθάνοΈτος παραγωγής: 1961Χώρα: Ισπανία, ΜεξικόΔιάρκεια: 90 λεπτάΓλώσσα: ΙσπανικάΔιανομή: New Star
Η Βιριδιάνα, μια νεαρή δόκιμη μοναχή, λίγο πριν πάρει τους τελικούς όρκους, επισκέπτεται απρόθυμα τον θείο της, τον Δον Χάιμε, που την έχει υποστηρίξει οικονομικά. Ο Δον Χάιμε, βλέποντας στη Βιριδιάνα την εικόνα της αείμνηστης συζύγου του, επιχειρεί να την αποπλανήσει. Μετά την αποτυχία του, αυτοκτονεί. Η Βιριδιάνα, γεμάτη ενοχές, αποφασίζει να μετατρέψει την έπαυλη του θείου της σε καταφύγιο για άστεγους και φτωχούς. Ωστόσο, η προσπάθειά της να επιβάλει την καλοσύνη και την ηθική οδηγείται σε χάος, κορυφούμενη σε μια σκηνή όπου οι άστεγοι αναπαριστούν μια βλάσφημη εκδοχή του Μυστικού Δείπνου.
Η ταινία αποτελεί αιχμηρή κριτική στον καθολικισμό, την υποκρισία της φιλανθρωπίας και τις κοινωνικές δομές. Ο Μπουνιουέλ χρησιμοποιεί σουρεαλιστικά και συμβολικά στοιχεία για να αποδομήσει τις παραδοσιακές αξίες, παρουσιάζοντας την αποτυχία της ιδεαλιστικής προσέγγισης της Βιριδιάνα απέναντι στην ανθρώπινη φύση.
Η Βιριδιάνα του Λουίς Μπουνιουέλ παραμένει ένα από τα πιο προκλητικά και πολυσυζητημένα έργα στην ιστορία του κινηματογράφου. Η ταινία συνδυάζει σουρεαλιστικά στοιχεία, κοινωνική σάτιρα και βαθιά θρησκευτική κριτική, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και αναλύσεις.
Ο Μπουνιουέλ παρουσιάζει την αποτυχία της ιδεαλιστικής προσέγγισης της Βιριδιάνα απέναντι στην ανθρώπινη φύση, υπογραμμίζοντας την αδυναμία της θρησκευτικής αρετής να αλλάξει τον κόσμο. Η σκηνή όπου οι άστεγοι αναπαριστούν μια βλάσφημη εκδοχή του Μυστικού Δείπνου είναι χαρακτηριστική της πρόθεσης του σκηνοθέτη να προκαλέσει και να αμφισβητήσει τις καθιερωμένες αξίες.
Ο Μπουνιουέλ χρησιμοποιεί σουρεαλιστικά και συμβολικά στοιχεία για να αποδομήσει τις παραδοσιακές αξίες. Η χρήση αντικειμένων όπως το σταυρουδάκι-μαχαίρι και η αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου με άστεγους υπογραμμίζουν την πρόθεση του σκηνοθέτη να προκαλέσει και να αμφισβητήσει τις καθιερωμένες αξίες.
Η ταινία εξετάζει την ανθρώπινη φύση, παρουσιάζοντας τους χαρακτήρες ως φορείς εγωισμού, λαγνείας και βίας. Η Βιριδιάνα, παρά την αθωότητά της, αντιμετωπίζει την προδοσία και την κακοποίηση, υπογραμμίζοντας την αδυναμία της ηθικής να επιβληθεί σε μια κοινωνία διαφθοράς
Ούτε που μπορώ να σκεφτώ πιο σκανδαλιάρη σκηνοθέτη από τον Λουίς Μπουνιουέλ. Μόλις τον γνωρίσεις λίγο, μπορείς να τον «πιάσεις» να σου κλείνει το μάτι από τα πρώτα κιόλας πλάνα. Κάτω από τους αρχικούς τίτλους της Βιριδιάνα ακούμε τον Μεσσία του Χέντελ, αλλά γνωρίζοντας τον Μπουνιουέλ, αμφιβάλλουμε αν πρόκειται για θρησκευτική ταινία. Στο δεύτερο και τρίτο πλάνο, βλέπουμε μια ηγουμένη να συμβουλεύει μια δόκιμη να επισκεφτεί τον ηλικιωμένο θείο της πριν πεθάνει. Τίποτα καλό δεν μπορεί να βγει από κάτι τέτοιο σε ταινία του Μπουνιουέλ. Το τέταρτο πλάνο δείχνει ένα κορίτσι που παίζει σχοινάκι. Όχι ολόκληρο το κορίτσι, μόνο τα πόδια του και για λίγο παραπάνω από όσο χρειάζεται. [...]Καμία από τις ταινίες του δεν στερείται μιας εύθυμης, σαρκαστικής ματιάς πάνω στην ανθρώπινη φύση. Σκοπός του είναι πάντα το ξερό, πικρό χιούμορ. Ακόμα και όταν δούλευε για τα στούντιο του Χόλιγουντ, ανακυκλώνοντας σκηνικά και κοστούμια από αγγλόφωνες παραγωγές για να γυρίσει ισπανικές εκδοχές των ίδιων σεναρίων, ή αργότερα απλώς μεταγλωττίζοντάς τες στα ισπανικά, φρόντιζε να προσθέσει διακριτικά κάποιες λεπτομέρειες που απουσίαζαν από τα πρωτότυπα. Είναι από τους μεγάλους αυθεντικούς· δημιουργός σατιρικής απόλαυσης, συχνά ξεκαρδιστικά αστείος, και αν αγαπάς τον μεγάλο κινηματογράφο, αργά ή γρήγορα, θα φτάσεις σ' αυτόν. […]Γιατί, αναρωτιούνταν οι θαυμαστές του, να επιστρέψει στην Ισπανία, όπου ο δικτάτορας Φράνκο βρισκόταν ακόμη στην εξουσία; Ο ίδιος έδωσε διάφορες εξηγήσεις. Μία ήταν ότι του προσφέρθηκε τετραπλάσιος μισθός από έναν παραγωγό. Μια άλλη, ότι ένιωθε νοσταλγία για την πατρίδα του. Μια τρίτη –που δεν ανέφερε ποτέ, αλλά υποπτεύομαι πως ισχύει– ήταν ότι ήθελε να κάνει ακριβώς αυτή την ταινία.Ο Μπουνιουέλ κάθε άλλο παρά συναισθηματικός ήταν, και η Ισπανία έκανε λάθος αν περίμενε μια χαρμόσυνη επιστροφή. Η ταινία του δεν ήταν ανοιχτά αντικαθολική ούτε κατά της άρχουσας τάξης, αλλά έστησε την ενάρετη καλόγρια, τον πλούσιο γαιοκτήμονα θείο της και τον γιο του –τον ξάδερφό της– μέσα σε μια σκοτεινή και σκανδαλώδη ιστορία. Στο τέλος, η καλόγρια, αφού έχει εγκαταλείψει το μοναστήρι, μπαίνει ήσυχα στην κρεβατοκάμαρα του όμορφου νέου ξαδέρφου της. Οι κρατικοί λογοκριτές απέρριψαν κατηγορηματικά το σενάριο. Ο Μπουνιουέλ το ξανάγραψε ώστε η κοπέλα να βρίσκει τον ξάδερφο και την ερωμένη του να παίζουν χαρτιά στην κρεβατοκάμαρα. Καθώς ενώνεται κι εκείνη στο παιχνίδι, ο ξάδερφος λέει ότι ήταν βέβαιος πως αργά ή γρήγορα θα έπαιζαν όλοι μαζί. Η σκηνή σβήνει με την ανεπιφύλακτη υποδήλωση ενός ménage à trois. «Ακόμα πιο ανήθικο», παρατήρησε ο Μπουνιουέλ αργότερα.Roger Ebert
Ο Λουίς Μπουνιουέλ (Luis Buñuel Portolés, 22 Φεβρουαρίου 1900-29 Ιουλίου 1983) γεννήθηκε στην Καλατάγιουδ της Αραγωνίας, στη βορειοανατολική Ισπανία, μέσα σε μια εύπορη οικογένεια με βαθιές καθολικές ρίζες. Ο πατέρας του ήταν γαιοκτήμονας και η μητέρα του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «αγία», άσκησε μεγάλη επιρροή στην πρώιμη σκέψη του – τόσο ως προς τη θρησκευτικότητα όσο και ως προς την υποδόρια, σχεδόν υπαρξιακή, ειρωνεία με την οποία θα αντιμετώπιζε αργότερα τη θρησκεία. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, στη φημισμένη Residencia de Estudiantes, όπου συνδέθηκε στενά με τον ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί. Οι τρεις τους αποτέλεσαν τον πυρήνα του ισπανικού μοντερνισμού, εκφράζοντας ριζοσπαστικές ιδέες σε τέχνη, ποίηση και πολιτική. Το 1925 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου εντάχθηκε στον κύκλο των σουρεαλιστών με τον Αντρέ Μπρετόν, τον Πολ Ελιάρ, τον Ρενέ Μαγκρίτ και άλλους. Εκεί ξεκίνησε και η κινηματογραφική του καριέρα, αρχικά ως βοηθός σκηνοθέτη, ώσπου το 1929 συνεργάστηκε με τον Νταλί για να γυρίσουν την προκλητική και εμβληματική ταινία Ένας Ανδαλουσιανός σκύλος (Un Chien Andalou). Χωρίς λογική αφήγηση, με σκηνές όπως το περίφημο κόψιμο του ματιού με ξυράφι, η ταινία αποτελεί μέχρι σήμερα μνημείο της κινηματογραφικής πρωτοπορίας. Η επόμενη ταινία του Η χρυσή εποχή (L’Âge d’Or, 1930), επίσης σε συνεργασία με τον Νταλί, εξόργισε την καθολική εκκλησία και τη συντηρητική κοινωνία της Γαλλίας. Η ταινία απαγορεύτηκε σχεδόν αμέσως και σηματοδότησε την περιθωριοποίησή του για μεγάλο διάστημα. Την περίοδο αυτή εργάστηκε και στο ντοκιμαντέρ Γη χωρίς ψωμί (Las Hurdes, 1933), για τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής σε μια απομονωμένη περιοχή της Ισπανίας – ένα έργο που συνδύαζε ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό με κριτική και ειρωνεία.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος και η άνοδος του Φράνκο οδήγησαν τον Μπουνιουέλ σε αυτοεξορία. Αρχικά έζησε στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε στη MoMA και σε προπαγανδιστικά φιλμ για τη Δημοκρατική Ισπανία. Ωστόσο, λόγω του Μακαρθισμού και της καχυποψίας για τις αριστερές του απόψεις, σύντομα μετακόμισε στο Μεξικό, το οποίο έμελλε να γίνει η δεύτερη πατρίδα του και το πεδίο για πολλές από τις σημαντικότερες δημιουργίες του. Στο Μεξικό, μεταξύ 1946 και 1965, γύρισε περισσότερες από 15 ταινίες, μερικές εκ των οποίων θεωρούνται αριστουργήματα, όπως: Οι ξεχασμένοι (Los Olvidados, 1950), μια σπαρακτική ματιά στη φτώχεια των παιδιών στο περιθώριο της πόλης, Ναζαρέν (Nazarin, 1959), μια αλληγορική αναπαράσταση του χριστιανικού μαρτυρίου, Βιριδιάνα (Viridiana, 1961), η μεγάλη επιστροφή στην Ισπανία, που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες αλλά απαγορεύτηκε αμέσως από το καθεστώς Φράνκο.
Στις δεκαετίες του '60 και του '70 γύρισε τις πιο γνωστές ταινίες του στη Γαλλία με διεθνείς παραγωγές. Αυτή η περίοδος περιλαμβάνει τα πλέον αναγνωρισμένα έργα του: Ο εξολοθρευτής άγγελος (El Ángel Exterminador, 1962), Ημερολόγιο μιας καμαριέρας (Le Journal d’une femme de chambre, 1964), Η ωραία της ημέρας (Belle de Jour, 1967), διεθνής επιτυχία με τη Κατρίν Ντενέβ, Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας (Le Charme discret de la bourgeoisie, 1972), Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου (Cet obscur objet du désir, 1977), η τελευταία του ταινία.
Ο Μπουνιουέλ υπήρξε μοναδικός στο να ενοποιεί το ονειρικό, το φαντασιακό και το πολιτικό. Οι ταινίες του είναι γεμάτες θρησκευτική και αστική σάτιρα, εμμονές γύρω από το σεξουαλικό απωθημένο, τις τάξεις, την υποκρισία της Εκκλησίας, τη μητρότητα και τον θάνατο. Αντλούσε συχνά υλικό από τα όνειρά του, διατηρώντας συνειδητά έναν τόνο ψυχρής ειρωνείας και πειθαρχημένης πρόκλησης. Παρότι είχε δηλώσει άθεος και αντικληρικός, η παιδική του θρησκευτική εμπειρία φαίνεται να τον στοίχειωνε σε όλη του τη ζωή. Ο ίδιος είχε πει: «Ευχαριστώ τον Θεό που είμαι άθεος».
Ο Μπουνιουέλ πέθανε το 1983 στην πόλη του Μεξικού από κίρρωση του ήπατος. Λίγο πριν τον θάνατό του δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του Η τελευταία μου πνοή (Mon Dernier Soupir) – ένα βιβλίο γεμάτο από σοφία, ειρωνεία και εξομολογητική δύναμη, όπως ακριβώς και οι ταινίες του.