Οι τροβαδούροι μας έχουν απασχολήσει με διάφορες αφορμές·[1] κυρίως οι –κατά κάποιο τρόπο– σύγχρονοι. Νομίζω ότι ήρθε ο καιρός να ταξιδέψουμε πολύ πίσω στον χρόνο και να παρακολουθήσουμε την σύσταση και την εξέλιξη της αρχαιότατης αυτής ενασχόλησης. Να μην ξεχνάμε ότι μέχρι και τις μοχθηρές Σειρήνες είχε τέρψει η μουσική του Ορφέα! Ας μην μιλήσουμε για τον Άδη που είχε γίνει ένθερμος ακροατής του!
Οι ειδήμονες μας λένε ότι ο ήχος –ως μέσο επικοινωνίας– προϋπήρχε του λόγου. Προσωπικά δεν έχω κανέναν σοβαρό ή μη λόγο να αμφιβάλω. Μια βόλτα στο χωριό Αντιάς της νότιας Εύβοιας με είχε πείσει πριν από δεκαετίες. Όταν όμως ο ήχος και ο λόγος δολοπλόκησαν για να μας σαγηνέψουν, τα πράγματα σοβάρεψαν επικίνδυνα. Η συμφωνία τους βέβαια αποτελεί αντικείμενο της μυθολογίας, όπως ίσως και η ίδρυση της άτυπης συντεχνίας των τροβαδούρων.
Υπάρχουν, ευτυχώς, αρκετές πληροφορίες γι' αυτούς κατά τους ιστορικούς χρόνους. Από τις αρχές του δωδέκατου μέχρι τα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα, στην Προβηγκία, κάποιοι περιπλανώμενοι ποιητές και μουσικοί έβγαζαν το ψωμί τους περιφερόμενοι σε αυλές αρχόντων και τραγουδώντας τις συνθέσεις τους διασκέδαζαν τους συνδαιτημόνες στα δείπνα που παρέθεταν. Τους αποκαλούσαν τροβαδούρους (trobadors), λέξη προερχόμενη από το ρήμα trobar. Βρίσκω ή επινοώ δηλαδή, σε σύγχρονη μετάφραση. Κάποιοι αποδίδουν την ρίζα της λέξης στην αρχαία Ελληνική τρόπος· λέξη πολύ δόκιμη στο μουσικό λεξιλόγιο των προηγούμενων αλλά κυρίως των επόμενων αιώνων. Φαίνεται ότι η ενασχόληση ήταν προσοδοφόρα και με τον καιρό το επάγγελμα εξαπλώθηκε στις όμορες περιοχές της Ισπανίας και της βόρειας Ιταλίας. Με αυτή τη θεωρία θ' ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Κάποιοι λιγότεροι πρεσβεύουν ότι εισήγαγαν την τραγουδιστική αυτή τέχνη στην Al-Andalus (Ιβηρική χερσόνησο) οι Μαυριτανοί κατακτητές και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της ανακατάκτησης από τους χριστιανούς εξαπλώθηκε στα βόρεια. Το ενδιαφέρον στην άποψη αυτή είναι ότι οι εξ ανατολών τροβαδούροι ήταν επηρεασμένοι από τις σουφιστικές, μυστικιστικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις. Το πάει πιο μακριά δηλαδή από τον εξιδανικευμένο ή ανεκπλήρωτο έρωτα και φυσικά είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
Ό,τι μας πείθει πιστεύουμε βέβαια αλλά δεν νομίζω ότι οι θεωρίες έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Το αποτέλεσμα μετράει και το ακούμε ακόμα και σήμερα χάρη στις έρευνες και το μεράκι κάποιων ερευνητών, λογοτεχνών και μουσικών.
Το να συνοδεύονται οι συνεστιάσεις με μουσική δεν ήταν ρηξικέλευθη εφεύρεση του Μεσαίωνα βέβαια – όχι πως τότε είχαν γίνει και πολλές δηλαδή. Όπου βρεθούμε και σταθούμε, σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, βλέπουμε αναπαραστάσεις συμποσίων κατά τη διάρκεια των οποίων οι συνδαιτημόνες απολαμβάνουν τα εδέσματα με συνοδεία όρχησης και μουσικής – κι άλλες συνοδείες βέβαια που δεν είναι της στιγμής. Αντίστοιχες εκτενείς περιγραφές υπάρχουν σε κείμενα· συνταγές μαγειρικής σαν να λέμε.
Για τους τροβαδούρους είχα πολύ αμυδρά ενδιαφερθεί όταν σπούδαζα στη νότια Προβηγκία. Καμία σχέση με τη μουσική ή την ποίηση το γνωστικό μου αντικείμενο. Άλλωστε την εποχή εκείνη μ' ενδιέφερε, σχεδόν αποκλειστικά, η μουσική ροκ – άντε και λίγο φολκ-ροκ. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να ξεστραβωθώ. Η γεωγραφία όμως και ιδιαίτερα η ανθρωπογεωγραφία με βοήθησαν να κατανοήσω, αργότερα, συνιστώσες της τέχνης τους. Ας ξετυλίξουμε το νήμα από την αρχή λοιπόν – ή σχεδόν.
Τους πολύ μακρινούς χρόνους, οι Κέλτες εγκαταστάθηκαν στην Δυτική Ευρώπη. Τόσο μακρινούς ώστε η μυθολογία με την ιστορία να μπερδεύονται και τις πιο πολλές πληροφορίες να τις παρέχει ή πρώτη.
Αργότερα –κατά τους ιστορικούς χρόνους– γράφτηκαν βέβαια πολλά, μεταξύ των οποίων και κουτσομπολιά, γι' αυτούς τους «βαρβάρους». Το μόνο σίγουρο είναι τα περίφημα μεγαλιθικά μνημεία που έχουν αφήσει. Εξ ίσου σίγουρες είναι και οι διαφωνίες των ειδικών για τον λόγο της ύπαρξής τους. Λατρευτικός κατά την επικρατέστερη άποψη. Μία από τις τρεις ιθύνουσες κάστες των Κελτών ήταν οι βάρδοι. Αυτοί μετέδιδαν, προφορικά δυστυχώς, την παράδοση για αιώνες. Συνόδευαν τις, σε έμμετρο λόγο, ιστορίες τους με μουσική.
Μετά την κατάκτηση της Γαλατίας από τους Ρωμαίους όσοι δεν αποσύρθηκαν προς τα βορειοδυτικά της χώρας ή προς τα βόρεια της Μάγχης νησιά, αφομοιώθηκαν σιγά σιγά με τον νέο πολιτισμό· τη νέα γλώσσα και θρησκεία. Το πόπολο όμως –που ήταν αγράμματο– μιλούσε τη λαϊκή λατινική γλώσσα, όχι τη λόγια του κλήρου ή των προυχόντων. Όχι αυτήν που μαθαίναμε στο σχολείο δηλαδή. Επειδή όμως η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, με τον καιρό και την επήρεια των ντόπιων γλωσσικών ιδιωμάτων, επικράτησαν δύο μεταλλαγμένες αλλά συγγενείς διάλεκτοι. Η γλώσσα του όιλ (langue d’ oȉl) στα βόρεια του ποταμού Λίγηρα και η γλώσσα του οκ (langue d’ oc) στα νότια – και οι δύο λέξεις σήμαιναν «ναι». Δεν γνωρίζω πώς ήταν το «όχι». Οι βόρεια του ποταμού απόγονοι των βάρδων αποκλήθηκαν τρουβέροι (trouvères). Οι κατοικούντες στα νότια του ποταμού είναι γνωστοί ως τροβαδούροι (troubadours). Τις λίγες γυναίκες που ασχολήθηκαν με την τέχνη αυτή αποκαλούσαν troverresses και trobairitz, αντίστοιχα. Όπως συμβαίνει συνήθως όμως, τα γεωγραφικά, μουσικά και λογοτεχνικά όρια δεν είναι πάντα τόσο διακριτά.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι πρώτοι ασχολήθηκαν με τα επικά-ηρωικά κατορθώματα. Κλασικό παράδειγμα της ποίησης αυτής είναι το εκτενές Τραγούδι του Ρολάνδου (Chanson de Roland) που εξυμνεί σε τέσσερις χιλιάδες στίχους τα κατορθώματα και τους θανάτους των ιπποτών της εποχής του Καρλομάγνου. Οι κακοί είναι βέβαια οι Μαυριτανοί και οι προδότες. Την ίδια εποχή γράφτηκαν και τα επικά ποιήματα που εξυμνούν τον φανταστικό Γουλιέλμο της Οράγγης (Guillaume d’ Orange) ο οποίος κατατρόπωσε τους ίδιους εχθρούς.
Σ' αυτά, και σε άλλα παρόμοια, η γυναίκα είναι διακοσμητικό στοιχείο. Ο ρόλος της είναι να προσέχει το σπίτι –τον πύργο δηλαδή–, να ικανοποιεί τις ερωτικές ανάγκες του πολεμιστή και να κάνει παιδιά, μερικά από τα οποία θα σκοτωθούν πολεμώντας τους άπιστους ή ομόθρησκους εχθρούς. Έτσι κι αλλιώς οι κληρικοί εκδίδουν διαβατήρια για τον παράδεισο. Για σιγουριά πάντως της φόραγε φεύγοντας τη ζώνη αγνότητας κι άφηνε το κλειδί στον έμπιστό του. Για όσο άντεχε η σύζυγος κι αυτός βέβαια.
Στον αντίποδα όμως υπάρχει το ρομαντικό ποίημα Τριστάνος και Ιζόλδη (Tristan and Isolde) που εξυμνεί τον έρωτα. Έτσι για να μπερδευτούμε λίγο. Σ' αυτό συμβαίνουν πρωτάκουστα για τον Μεσαίωνα πράματα, μοιχείες και δεν συμμαζεύεται. Φταίει βέβαια ένα ερωτικό φίλτρο, όχι η φύση του ανθρώπου!
Για τους δημιουργούς τους υπάρχουν διάφορες εικασίες. Το Τραγούδι του Ρολάνδου αποδίδεται πάντως σε κάποιον Turold και το Τριστάνος και Ιζόλδη –ή τουλάχιστον μέρος του– σε κάποιον Béroul. Αυτά του Γουλιέλμου σε κανέναν ή σε πολλούς. Όλοι συμφωνούν πάντως ότι με τα χρόνια έχουν υποστεί αλλαγές.
Οι δεύτεροι είχαν έφεση στα αισθηματικά-ερωτικά κατορθώματα· τους βοηθούσε ίσως και το κλίμα! Στα λυρικά αυτά ποιήματα, η γυναίκα εξιδανικεύεται σε υποκείμενο λατρείας ή ανεκπλήρωτης επιθυμίας. Σε σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, για να θυμηθούμε τον Pierre Louÿs και τον Louis Buñuel. Είναι συνήθως αρχόντισσα, ανώτερης καταγωγής από τον ερωτευμένο τροβαδούρο και του δίνει ή δεν του δίνει σημασία. Ανάλογα εξελίσσεται και το ποίημα-τραγούδι.
Αυτά διαδραματίζονται σε μερικές δεκάδες στίχους, οργανωμένους κατά την αισθητική του ποιητή. Γι' αυτές τους τις έγνοιες, μας εξομολογούνται.[2]
«Πάει κι έρχεται ο καιρός γυρνά κι όλο διαβαίνει
Μέρες και μήνες και χρονιές περνούν γοργά,
Μα στην καρδιά μου μένει πάντα ριζωμένη
Αγάπη ασάλευτη για μια άσπλαχνη κυρά.»
Θρηνεί ο ταπεινής καταγωγής Μπερνάρ Ντε Βαντατούρ (Bernard de Ventatour).
Πάσχουν όμως και μερικές κυράδες από τον ίδιο καημό:
«Ένας ιππότης που αγάπησα η φτωχή,
Μου κομμάτιασε τη δόλια μου καρδιά.
[…]
Κι όμως τρέλες, έχω κάνει ερωτικές,
Στο κρεβάτι ή και ντυμένη, ένα σωρό».
Παραπονιέται η έμπειρη –όπως μας αποκαλύπτει– σ' αυτά τα θέματα Κοντέσα Ντε Ντι (Comtesse de Die).
Ο κόμης του Πουατιέ Γουλιέλμος (Guilhem de Poitiers) όμως, δεν χολοσκάει για κάτι τέτοια. Διάγει έκλυτο βίο τον οποίο περιγράφει στα τραγούδια του και για τον οποίο έχει αφοριστεί χωρίς να δίνει δεκάρα. Όταν φτάνει στο τέλος όμως:
«Αφού ως και τώρα ποθώ να τραγουδήσω
Τη μαύρη θλίψη μου σε στίχους θε να πω:
[…]
Δόξες λαμπρές και γλεντοκόπια έχω απολάψει,
Μα τώρα πάνε πια, όλα αυτά θα τ' αρνηθώ».
Ο καλόγερος του Μοντοντόν (Le moine de Montaudon) μας θυμίζει τα συνομήλικα Κάρμινα Μπουράνα. Έρωτες και άλλες υλικές απολαύσεις υπό την αιγίδα της θρησκείας:
«Πολύ μ' αρέσουν το γλέντι κι η χαρά,
Τα φιλέματα, τα νόστιμα φαγιά,
Κι η τσαχπίνα κι ερωτιάρικη κυρά
Που κανενός δε χαλάει την καρδιά».
Αυτός κι αν την έβγαζε ζάχαρη δηλαδή.
Οι καλοπερασάκηδες και οι γραμματιζούμενοι, που μας μετέφεραν τις συνήθειες τους, ήταν βέβαια ελάχιστοι. Οι υπόλοιποι άστα να πάνε. Το ενδιαφέρον είναι ότι –όπως είδαμε– οι τροβαδούροι προέρχονταν από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Στους προηγούμενους να προσθέσουμε τον παρατημένο στο δρόμο Μαρκαμπρέν (Marcabrun). Ίσως γι' αυτό ήτανε φαρμακόγλωσσα παρότι πρόκοψε στη συνέχεια. Μας έχει αφήσει όμως και το αρκετά μακροσκελές ρομαντικό Pastourelle στο οποίο τρώει τελικά χυλόπιτα από την όμορφη βοσκοπούλα με τον ανεξιχνίαστο χρησμό:
«Άλλος κοιτάζει μ' ανοιχτό στόμα φαΐ ζωγραφιστό
Κι άλλος προσμένει να γευτεί το μάννα από τον ουρανό!»
Διασώζονται τα ονόματα 450 τροβαδούρων και βιογραφικές πληροφορίες για 100 από αυτούς, με ελάχιστο ποσοστό γυναικών. Όλα στο περίπου βέβαια. Κάπου 300 μελωδίες έχουν φτάσει ως εμάς ολόκληρες και 2.500 αποσπάσματα. Διαθέτω, δυστυχώς, μικρό αριθμό ηχογραφήσεων. Να σημειώσουμε εδώ ότι η μουσική τους ήταν μονοφωνική, όπως όλη σχεδόν η μουσική του Μεσαίωνα, και το όργανο που συνόδευε τη φωνή ήταν συνήθως η βιέλα, ένα έγχορδο με δοξάρι. Χρησιμοποιούσαν όμως κι άλλα όργανα για συνοδεία.
Οι τροβαδούροι ασχολήθηκαν όμως και με τον κοινωνικό τους περίγυρο, συνθέτοντας τα περίφημα σιρβαντές (sirventès): σάτιρα και επιτίμηση των κακώς κείμενων. Ο πιο διάσημος τροβαδούρος του είδους είναι ο Πεΐρ Καρντενάλ (Peir Cardenal). Το ότι ήταν ευγενικής καταγωγής και μορφωμένος δεν τον εμπόδισε να καυτηριάσει τις συνήθειες του κλήρου και των αρχόντων. Έτσι κι αλλιώς, οι δύο αυτές τάξεις ήταν διαπλεκόμενες. Όποιος δεν κληρονομούσε τα επίγεια –ο πρωτότοκος– αποκτούσε πρόσβαση στα επουράνια. Τις αδελφές κοίταζαν να τις παντρέψουν ή να τις στείλουν σε μοναστήρια. Ήταν δηλαδή ένας από τους –λίγους ίσως– ανερυθρίαστα αντιφρονούντες της εποχής του.
Μας λέει ο τροβαδούρος μας:
«Τον κλέφτη το φτωχό ανελέητα δικάζουν,
Τον διαπομπεύουν και σκληρά τον τυραννούν.
Μα αυτόν που κλέβει το Δημόσιο τον θαυμάζουν
Κι όλοι σαν άρχοντα τρανό τον ετιμούν».
Αναρωτιέμαι αν είναι δυνατό να συνέβαιναν τέτοια στους σκοτεινούς αιώνες. Ίσως γι' αυτό τους έχουν ονομάσει έτσι!
Μας λέει και κάτι ακόμα σχετικό με το θέμα:
«Ποιμένες λεν πως είναι οι κληρικοί·
Μη σας γελούν, φονιάδες ειν' σωστοί
[…]
Μου θυμίζουν το λύκο, που προβιά
Φόρεσε αρνιού για να μπει ο πονηρός
Σε στάνη ξεγελώντας τα σκυλιά,
Κάποιαν ημέρα που ήταν νηστικός.
[…]
Κι έτσι, χάρη σ' αυτή την πονηριά
Ετύλωσε την άδεια του κοιλιά».
Προφανώς και συνεχίζω ν' αμφιβάλω αν λέει την αλήθεια!
Παράλληλα με αυτό των τροβαδούρων εξελίχθηκε και το επάγγελμα των ζογκλέρ (jongleurs) οι οποίοι ήταν κάτι σαν ακροβάτες ή γελωτοποιοί που απήγγειλαν ή τραγουδούσαν άσεμνες κυρίως ιστορίες. Οι πιο ταλαντούχοι έγιναν και τροβαδούροι. Δεν θ' ασχοληθούμε όμως μ' αυτούς γιατί θα μακρηγορήσουμε κι όπως έχουμε μάθει «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν». Που λέει ο λόγος, δηλαδή, στην περίπτωσή μας!
Πιστεύεται ότι ο «μαύρος θάνατος» του 14ου αιώνα, που αφάνισε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, συνετέλεσε στην σταδιακή εξάλειψη του επαγγέλματος. Όπως το ασκούσαν εκείνη την εποχή τουλάχιστον. Πιθανότατα και οι συνθήκες μετάβασης από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Όλα άλλαζαν στη μουσική, την αρχιτεκτονική, τις εικαστικές τέχνες, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και στη γενική θεώρηση του ανθρώπου για το περιβάλλον του. Ο Francois Villion ήταν αυτός που έφτιαξε τη γέφυρα για τη μετάβαση. Αν και δεν έγραφε τραγούδια τελειοποίησε την ποιητική φόρμα της εποχής. Μελοποίησε μία μπαλάντα του, ο Georges Brassens, πεντακόσια χρόνια αργότερα! Όπως ξέρουμε όμως, τα είδη προσαρμόζονται στο εκάστοτε περιβάλλον. Υπάρχουν ακόμα τροβαδούροι, λοιπόν, και δέσποινες ή αρχόντισσες – ευτυχώς. Δυστυχώς όμως και μερικοί άρχοντες που μας ταλαιπωρούν.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Σημειώσεις του συντάκτη:
[1] Όπως στα άρθρα: Georges Brassens, ένας τροβαδούρος του 20ού αιώνα, Dougie MacLean, ένας Σκοτσέζος τροβαδούρος.
[2] Μερικές βιογραφικές πληροφορίες και οι μεταφράσεις των ποιημάτων προέρχονται από το βιβλίο του Σπύρου Σκιαδαρέση Τροβαδούροι: Προβηγκιανοί τραγουδιστές του Μεσαίωνα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1999. Το βιβλίο δεν υπάρχει πλέον στην αγορά και είμαι τυχερός που το έχω χάρη στη φίλη μου συγγραφέα Χρυσούλα Διπλάρη.
Πηγές:
Σπύρου Σκιαδαρέση Τροβαδούροι: Προβηγκιανοί τραγουδιστές του Μεσαίωνα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1999,
William, Count of Orange (four old French epics), J.M. Dent & Sons Ltd, 1975,
A handbook of the troubadours, Kindle edition,
La chanson de Roland, Kindle edition,
Πληροφορίες από ιστοσελίδες και από ένθετα δίσκων του συντάκτη.