Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Όταν το μαζί πληγώνει * Δίχως ένα αντίο * Κλουαζονέ * Οι Ελληνίδες: Η υποδόρια επανάσταση * Οι μοίρες της αστροφεγγιάς, Οικογένεια Πελτιέ, Η κατάρα, Ροζ, Ανθοπωλείον ο Έρως * Το δάσος των ψυχών * Ρε μπαγάσα * Σε είδα * Μέθεξη * Άννα * Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες ** Ποίηση: Δεύτερη φωνή Ι * Εν αρχή ην ο έρως ** Διηγήματα: Ταρτάν το άλογο, Θεατές και δράστες και Η αγωνία του μέτρου * Στερνό μελάνι * Τέσσερις συλλογές διηγημάτων από τις εκδόσεις Βακχικόν * Ένα πιο σκοτεινό φως * Η οργή του Θεού και άλλες ιστορίες ** Διάφορα άλλα: Οι πουτ@νες κι εγώ * Πέντε βιβλία από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Μουσικό άλμπουμ: Worthless Treasures

Το στοίχημα των Θεών

Χρήστου Καρούλη
Για άλλη μια φορά είχαν μαζευτεί όλοι τους γύρω από το μεγαλοπρεπές τραπέζι, το καμωμένο από αφράτα σύννεφα, να απολαύσουν το θείο νέκταρ. Παχύρευστοι, χρυσοί καταρράκτες πάσχιζαν να κρατήσουν τα ποτήρια γεμισμένα στο κέντρο της τραπέζης, προτού ξεσπάσει οργισμένη καταιγίδα ή άγρια τρικυμία.
Στην μία άκρη οι ίδιοι καταρράκτες φάνταζαν ανύπαρκτοι, στην γωνιά της σύνεσης, εκεί που καθόταν η σοφή Αθηνά, ο μυαλωμένος ο Απόλλων κι ο εργατικός ο Ήφαιστος. Μονάχα ο Άρης εκεί δίπλα έπινε ακατάπαυστα, ελπίζοντας πως τάχα το πιοτό θα έσβηνε την μανιασμένη φλόγα της οργής του.
Και φυσικά, στην άλλη την γωνιά τα χρυσοποίκιλτα δισκοπότηρα ανεβοκατέβαιναν με ρυθμούς ανθρώπινους, μάλλον για να καλύψουν βλέμματα καχύποπτα προς το κέντρο του τραπεζιού παρά για ν’ αφεθούν στην ηδονή της μέθης. Εκεί καθότανε η Ήρα κι η Εστία.
Φασκιωμένες στον πουριτανισμό τους, έριχναν ματιές φαρμακερές εκεί που άναβε το κέφι.
Ο Διόνυσος ως συνήθως προτιμούσε το κρασί -ακόμη και οι θεοί βαριούνται αυτά που έχουν για πολύ, όσο καλά κι αν είναι- και ύστερα από το δέκατο ποτήρι είχε στήσει εκστρατεία για τα πολυπόθητα εδάφη της θεάς Αφροδίτης.
«Πανέμορφη Αφροδίτη! Σε έψαξα σε χίλια πρόσωπα θνητών κορών, μα καμία δεν συγκρίνεται μαζί σου. Είσαι όλες εκείνες οι θνητές μα καμία θνητή δεν είναι η Αφροδίτη. Κι αν οι άνθρωποι εκεί κάτω σκοτώνονται για τον έρωτα, αν είναι το μόνο θέμα για το οποίο κανένας τους δεν θα αρνηθεί να σου μιλήσει σοβαρά, κι αν ξεκινάν για χάρη του πολέμους όπως αυτός που μαίνεται στην Τροία, αν ζούνε μονάχα γι’ αυτόν ώστε να δώσουν μια στάλα ενδιαφέροντος στην σύντομη ζωή τους, αυγή που την ανέμεναν για χρόνια ονόματι Αφροδίτη… Τότε φαντάσου εμείς, κεραυνέ που σκίζεις το φοβερό σκότος, πόσο τον χρειαζόμαστε τον έρωτα για να νικήσουμε την ανία των αιώνων. Έλα απόψε στην κλίνη μου, φεγγάρι αυγουστιάτικο, να ενωθούμε επιτέλους, να γεννηθούν αστερία που οι θνητοί θα τα κοιτούν για να θαυμάζουν τι προκύπτει σαν ομορφιά το κέφι συναντήσει».
Η Αφροδίτη δεν μιλούσε. Μονάχα τα πορτοκαλιά μαλλιά της έφερνε ντροπαλά κατά το πρόσωπο για να καλύψει την λάβα που έρεε στα τρυφερά της μάγουλά.
«Αχ!» βροντοφώναξε ο ερωτιάρης της θάλασσας. «Μου θύμισε και τα δικά μου τα καμώματα ο αχαΐρευτος. Είναι ο έρωτας, αδερφέ μου, ζωή. Τις θάλασσες του κόσμου όλου δεν θα ήθελα να κυβερνώ αν δεν είχαν ετούτες τις νοστιμούλες τις γοργόνες.»
»Θυμάμαι κι εκείνη την άλλη νοστιμούλα, τη θνητή, που κυνηγούσα, καλή ώρα, στους βράχους όπου μανιασμένα σκάγανε τα κύματα. Φυσικά δεν με αρνήθηκε. Πώς να αρνηθείς έναν Θεό; Και σμίξαμε σε μια σπηλιά οι τρεις μας. Εγώ, εκείνη κι η αλμύρα…»
Ο Δίας δεν του απάντησε. Αρκέστηκε σ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο. Ίσως θυμήθηκε την γάργαρη Ευρώπη. Ίσως την αθάνατη Σελήνη. Μα γνώριζε πλέον τις ιδιοτροπίες της συζύγου του και είχε μάθει πότε να μιλά και πότε όχι.

Ο Άρης κατάφερε για μια στιγμή ν’ αναδυθεί απ’ την οργή του, μονάχα για να προκαλέσει. «Πάω στοίχημα πως σε έχει ξεχάσει κι όλα γεροθαλασσόλυκε» του φώναξε. Αν τον ρωτούσε η συνείδηση του αν όντως το πίστευε αυτό μάλλον θ’ αρνούνταν. Μα είχε ο έρωτας για ‘κείνον κάτι το μισητό. Και γι’ αυτό και μόνο άξιζε να αντιμιλήσει. Ίσως να έφταιγε που έβλεπε τον Διόνυσο να χαριεντίζεται έτσι με την θεά του έρωτα. Ίσως να ευθυνόταν που έβλεπε τον Ήφαιστο πνιγμένο στην δειλία να κωλύεται αντί να αντιδρά.
Μπορεί όμως και να απεχθανότανε απλά ετούτη την αρρώστια που αποκαλούνε έρωτα. Αρρώστια! Μάλιστα! Του το ‘χε πει και η Αθηνά ετούτο, κι ο Απόλλων· οι μυαλωμένοι του Ολύμπου: Ο έρωτας είναι ο πιο τεμπέλης εργάτης ή ο πιο φιλόπονος κηφήνας. Το ίδιο κάνει. Ο ερωτευμένος νους αρνείται τα πάντα. Φυγοπονεί μπρος σε κάθε εργασία προκειμένου να εξασφαλίζει τον χρόνο να μηχανεύεται ακατάπαυστα πως θα οικοδομήσει τις περιστάσεις για την υπέρτατη ευτυχία: την συνάντηση. Κι αν πάλι ετούτο δεν μπορεί ή δεν γνωρίζει πως μπορεί να το κάνει, αναλύει αδιάλειπτα, ζηλευτά ακόμη και για τον δίσκο της Φαιστού, διάφορα σημάδια για να γνωρίσει επιτέλους αν το φρούτο του έρωτα θα το γευτεί με παρέα ή στην αποπνικτική αγκάλη του εαυτού του. Κι αν τελικά ετούτα τα σημεία μελανά κρίνει πως είναι, γεννοβολά δίχως τελειωμό παραπονιάρηδες στεναγμούς και μαυροντυμένα ενδεχόμενα με μια ένοχη χαρά. Αν πάλι συμπεράνει πως υπάρχει σωτήριο φως, τότε πετυχαίνει ν’ ανακαλύψει έναν κόσμο που γιορτάζει μαζί του, έναν κόσμο γεμάτο τέχνη και πυρετωδώς εργάζεται να μην τον χάσει. Γι’ αυτό είναι αρρώστια απαίσια ο έρωτας.
Γιατί διαστρεβλώνει την έννοια του παραγωγικού. Και ποιος επιθυμεί άρρωστος να πολεμά;
Κι ο Ήφαιστος κατσούφης επικρότησε, θυμάται, ετούτο τον λόγο. Το μέταλλο είχε αρνηθεί τα χάδια του για πρώτη φορά σαν γνώρισε την Αφροδίτη…
Η Αθηνά δεν μίλησε γιατί της φαινόταν πως έτρεφε ένα συγκρατημένο μίσος για τον έρωτα, όταν δεν τον ζούσε, κι οι συνετοί γνωρίζουν πως απ’ το μίσος προτιμότερη η σιωπή.
Ίσως θα ήταν πιο εύστοχο να το χαρακτηρίζαμε απαξίωση. Απαξίωση γιατί ο έρωτας είναι ένας αγρότης που σπέρνει την ανουσιότητα. Κι εκείνη φυτρώνει κάθε φορά που η ανθρωπότητα ολόκληρη αποφασίζει να συζητήσει για τον έρωτα έναντι όλων εκείνων των σοβαρών ζητημάτων. Γιατί ελάχιστοι άνθρωποι βρέθηκαν που μίλησαν ευθέως για την γέννηση του κόσμου, τον θάνατο, την ηθική, την πολιτική και την γνώση ενώ αρνήθηκαν τον έρωτα να αναλύσουν. Όμως, ίσως η ίδια η Αθηνά να χρωστούσε μια χάρη στον έρωτα. Γιατί ο έρωτας είναι η πύλη των μαζών για την φιλοσοφία. Κι έτσι σώπαινε σκεπτόμενη αν θα τον προσκυνήσει ή θα τον αγνοήσει.

Ο Ποσειδώνας τινάχθηκε με μιας στα στιβαρά του πόδια, καθώς κύμα παλιρροϊκό χιλίων θαλασσών σηκώθηκε στα στήθη του. Γρήγορα άρπαξε την τρίαινα του και στόχευσε τον πολεμοχαρή θεό με οργή μιας άγριας φουρτούνας για όσα είπε.
Μα σαν από μηχανής θεός ο Ερμής, της πονηριάς, των μηνυμάτων, στάθηκε στην μέση.
«Για σταθείτε λίγο θείε και αδελφέ. Ο ταχυδρόμος σας σας φέρνει μια έξυπνη ιδέα από την Έριδα εκεί πέρα. Γιατί δεν βάζουμε, λέει η πονήρω, τον μικρό μας έρωτα να χτυπήσει με τα μαγικά του βέλη την κοπελίτσα εκείνη και αυτόν τον νεαρό βαρκάρη;»
»Αν ο έρωτας της για σένα τόσος όσος λες είναι θείε Ποσειδώνα, τότε αλίμονο κι αν θα κρατήσει για πολύ ο δικός τους, γιατί σκεπτόμενη πως σ’ έχασε, ετούτος ο βαρκάρης δεν θα της αρκεί μόλις οι πρώτες εξάψεις περάσουν. Αν απ’ την άλλη αδελφέ μου Άρη έχεις εσύ δίκιο, μάλλον θα δούμε έναν θάνατο συντροφικό, καθώς θα συνεχίσει να τον βλέπει ως καλύτερο κι από Θεό και ποτέ δεν θα τον εγκαταλείψει μέχρι το τέλος της ζωής της».
Για λίγο οι θεοί κοιτάχτηκαν ασάλευτοι. Μονάχα ο Διόνυσος κι ο Ήφαιστος δεν έδωσαν σημασία. Ο καθένας για λόγους διαφορετικούς… Ύστερα ξέσπασε βουή. Αρχίσαν όλοι να λέν’ την άποψη τους εκτός απ΄ την σοφή Παλλάδα.
«Σιωπή!», σωστό αστροπελέκι ακούστηκε η φωνή του θεού πατέρα. «Κόρη μου Αθηνά, εσύ δεν μίλησες. Ποια είν’ η γνώμη σου;»
Εκείνη θεωρώντας περιττό να απαντήσει αρκέστηκε το βλέμμα να αποστρέψει από την Έριδα. Μα οι υπόλοιποι θεοί διψούσαν για σασπένς κι έτσι ο άρχων του Ολύμπου υπέκυψε.
Κι ο Έρως, μωράκι μικρό καλοθρεμμένο, με μπούκλες ξανθές, μάτια σπινθηροβόλα, γεμάτο συστολή, και με φτερά ακμαία, αστραφτερά, αφού αγκάλιασε την καλλονή μητέρα του κατέβηκε για τ’ ακρογιάλι της θνητής .Όλοι τότε οι Θεοί συνωστίσθηκαν στην άκρη του βουνού εκτός της Αθηνάς, με αγωνία να δουν με το στοίχημα τι θ’ απογίνει.
Ο Έρως κατέφτασε και πρώτα πέτυχε με το πύρινο του βέλος τον νεαρό βαρκάρη. Εκείνος έβγαινε κωπηλατώντας στην γνώριμη στεριά. Είχε συνηθίσει να βλέπει την κοπέλα που κάθε μέρα έπλενε εκεί τα ρούχα της την ίδια ώρα. Ποτέ τους δεν μιλήσανε γιατί δεν του φαινόταν ιδιαίτερη στην όψη. Ω, μα σίγουρα θα είναι υποκριτής όποιος ομολογήσει πως με τον ίδιο ζήλο επιδιώκει γνωριμίες με όμορφους και άσχημους.
Σήμερα όμως ετούτη η κοπέλα είχε κάτι αλλιώτικο, και τούτο το ένοιωσε βαθιά μέσα στα στήθη του παρά στο θέαμα της. Κι ευχήθηκε τα ρούχα που έπλενε ετούτος ο άγγελος να ήτανε εκείνος, γιατί τότε θα ένοιωθε το χάδι εκείνων των αγαλματένιων κρινοδάχτυλων.
Ύστερα είδανε τον Έρωτα να πετυχαίνει την κοπέλα. Κι εκείνη σαν άκουσε την βάρκα να προσαράζει πλάι της -τι άλλαξε τάχα από της προηγούμενες φορές κι έδωσε σημασία;- σήκωσε το βλέμμα της προς το μέρος του.
Τα μάτια της έλουσαν τον κόσμο του νεαρού στην σκάφη του φωτός κι έτσι εκείνος ασάλευτος έμεινε να την κοιτάζει. Η νέα, έχοντας κάτι από την Αφροδίτη μέσα της, πιο ψύχραιμη, θέλησε έμμεσα με τα υφασμάτινα της παραγάδια να τον έλξει. Κι άφησε τότε ένα απ’ τα ξεθωριασμένα της φορέματα να φύγει για το πέλαγος.
Ο νέος που τάχα επισκεύαζε τα δίχτυα στην ακτή, αναθεματίζοντας την ώρα και την στιγμή που συνέβη αυτό, δίχως να την κοιτά, βάλθηκε να παλεύει με τα κύματα για να σώσει το ιμάτιό της, ενώ εκείνη αναρωτιόταν γιατί κανένας γλύπτης στο χωριό της δεν γνώριζε την τέχνη πίσω από αυτούς τους μυς.
Τελικά με θάρρος, που θα ορκιζόταν πως δεν υπήρχε μέσα του, της το επέστρεψε. Και τότε οι ρόλοι άλλαξαν. Κι απέκτησε ο νέος λίγο απ’ τον Άρη που έχει μέσα του κι έστησε τάγματα γύρω απ΄ τα ντροπαλά της τείχη.
Δεν κράτησε για πολύ ετούτη η πολιορκία και η βασίλισσα του κάστρου υποδέχθηκε τον πορθητή με φιλιά που ξέφυγαν ανάλαφρα απ΄ τις φτερούγες εκατοντάδων πεταλούδων. Ο πονηρός πόθος ήταν σβησμένος σε τούτη την στιγμή που όμως θα άξιζε όσο το άγγιγμα του Μίδα.
Κι ύστερα ο χρόνος πέρασε γοργά. Μια αιωνιότητα η ματιά τον Θεών σαν στρέφουν με ενδιαφέρον το βλέμμα τους στις υποθέσεις των ανθρώπων. Μονάχα για κείνους και για τους ερωτευμένους στήνει ο χρόνος τέτοια παιχνίδια…
Κι είδαν την πρώτη φορά που έσμιξαν, εκείνη την αγιασμένη στιγμή που η ζωή επιστρέφει στα μέρη απ’ όπου άρχισε. Κι ύστερα είδαν τις ψυχές τους να παγώνουν, σαν δυο κομμάτια γης που τα περιπαίζουν ο Αίολος και ο χιονιάς.
Κι έφτασε η ώρα που η κοπέλα τον πλησίασε με δάκρυα στα μάτια και του είπε. «Είμαι νέα, γλυκέ μου. Αυτό που έχουμε έχει ουσία, μα αρνούμαι να δεχθώ πως δεν θα ξαναζήσω την ένταση, εκείνη λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, στη ζωή μου. Είναι πολύ ήρεμο και όμορφο αυτό που έχουμε, πραγματικά, και σε αγαπώ όσο κανέναν άλλον. Μα, θαρρώ δεν είμαι ερωτευμένη πλέον, και ούτε είναι τα ήρεμα καμωμένα για τα χρόνια μας…»
Κι εκείνος είχε συμφωνήσει από καιρό σ’ αυτά παρέα με το είναι του και γι’ αυτό μαζί ένιωσαν πώς όλο τον κόσμο αγαπούσαν.
Και η Αθηνά ξοπίσω συλλογιόταν: «Τι πάει να πει δεν είμαι ερωτευμένη πια; Τι είναι ο έρωτας άραγε; Μας συστήνεται σαν μια θύελλα που όλα τα ισοπεδώνει, έρχεται μωράκι με τα παιχνιδιάρικα μάτια και τα αετίσια φτερά… Όμως να φεύγει άραγε ποτέ; Η απλά ν’ αλλάζει; Έχουμε το δικαίωμα να λέμε ότι έρωτας είναι μονάχα αυτό; Αυτή η θύελλα; Ή μήπως είναι έρωτας και ότι μένει μα δεν το αναγνωρίζουμε; Ένας έρωτας που εξελίχθηκε… Πώς μπορεί να το πει κανείς όμως κι αυτό με σιγουριά;»

Και καθώς ο Ποσειδώνας θριαμβευτικά πανηγύριζε χλευάζοντας των χολωμένο θεό του πολέμου, ήταν όλοι πολύ απορροφημένοι για να διακρίνουν εκείνον τον γεράκο εκεί στο βάθος, πίσω απ’ τον νέο που ανέβαινε στην βάρκα για νέους γιαλούς.
Ήταν ένας γεράκος στρουμπουλός, με μάγουλα καλυμμένα από μούσι λευκό, σαν το χιόνι του Ολύμπου, ίδιο με το χρώμα των σπαστών μαλλιών του. Κι είχε δυο φτερά τσακισμένα, πελιδνά, που δεν μπορούσαν να πετάξουν -μονάχα προστατευτικά να αγκαλιάσουν μπορούσαν- αντίθεση μεγάλη αν σκεφτείς το θάρρος των ματιών του. Ήταν εκεί, ένας γέρος με μια ασαφή γοητεία. Κανείς δεν θα το αρνούνταν ετούτο. Θα έπρεπε να ήταν πανέμορφος στα νιάτα του… Και τώρα, κει μέσα στ’ αποκαΐδια του στοργικού του βλέμματος θα αναγνώριζε κανείς μονάχα ένα παράπονο: την έλλειψη της αναγνώρισης.

🌹

Χρήστος Καρούλης

Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Νόστος, Εν ονόματι της μούσας Ερατώς, Διόρθωση Ημαρτημένων, Η χρυσή κληρονόμος και ΦρουτίνοWorthless Treasures, Temple Music΄Σε είδα, Ιωάννη ΜαρίνουΗ οργή του Θεού και άλλες ιστορίες, Ιωάννας ΣερίφηΈνα πιο σκοτεινό φως, Μαρίας ΣυλαϊδήΟ καπετάνιος τση ΖάκυθοςΔίχως ένα αντίο, Γωγώς Ψαχούλια
Ρε μπαγάσα, Θεόδωρου ΟρφανίδηΤέσσερις συλλογές διηγημάτων από τις εκδόσεις ΒακχικόνΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΚλουαζονέ, Λίνας ΒαλετοπούλουΤο δάσος των ψυχών, Ιωάννη ΜαρίνουΟι πουτ@νες κι εγώ, Γιάννη Ράμνου
Μέθεξη, Μαρίας ΠορταράκηΟι Ελληνίδες: Η υποδόρια επανάσταση, Χρύσας ΜαρδάκηΡοζ, Ανθοπωλείον ο Έρως, Οικογένεια Πελτιέ, Οι μοίρες της αστροφεγγιάς, Η κατάραΣτερνό μελάνι, Άγγελου Αναγνωστόπουλου
Εν αρχή ην ο έρως, Ευαγγελίας ΤσακίρογλουΆννα, Μαρίας ΚέιτζΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη