Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασίες: Ο πρίγκιπας του Βόρνεο: Το Φάντασμα * Το δέκατο τάγμα * Υπόσχεση * Οι Μαζαράκηδες, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Τα πέντε φαντάσματα * Το αίμα είναι για να χύνεται * Έξι τίτλοι πεζογραφίας των εκδόσεων Ελκυστής * Το χάλκινο νησί: Η δημιουργία των ανθρωποειδών * Labirinto * Επτά τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Το παιχνίδι της νύχτας: Η αφύπνιση των θρύλων * Το αγόρι ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Για όλα φταις εσύ * Η Κιμ ξέρει και άλλες ιστορίες * Στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου * Στιγμές ζωής ** Ποίηση: 62 ποιήματα * Ανατέλλουσα ψυχή * Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια *** Παιδικά: Πίστεψέ το... και θα τα καταφέρεις *** Μουσικό άλμπουμ: The 12 Kalikatzari of Christmas *** Δοκίμιο: Εν αρχή ην ο λόγος

Το δέντρο της σιωπής

Μαρίας Καρυτινού

Πίνακας Δημήτρη Πετρολέκα

Το δέντρο της σιωπής ήχησε αχνά, ως ένας λυπητερός θρήνος για κάθε λεπτό που πέθαινε κατρακυλώντας σε νεκρά όνειρα και μυστικούς καημούς. Κλωστές ένωναν διαδοχικά αυτή την αλυσίδα του χρόνου και λεπτοδουλεμένα νήματα τα δευτερόλεπτα. Οι ώρες του δέντρου θάρρευαν ξεφτισμένες μέσα σ' ένα βούρκο φρίκης και κλεμμένης πνοής. Εδώ κι εκεί ξεφύτρωναν μικρά μπουμπούκια πίστης, αλλά ράγιζαν με λυγμούς, προτού ανατείλουν. Το δέντρο αργοπέθαινε μέρα τη μέρα, ενώ το ουρλιαχτό του το κατάπινε η αγκαλιά της απληστίας και της ηδονής. Ελάχιστα χρόνια πριν, παιδικές φωνές χάριζαν μια ανάπαυλα ανάσας σ' αυτό, αλλά δυο κλαδιά πιο πέρα, ένα ρίγος σκληρότητας και σαδισμού έδινε στην κατάρρευση την πρωτιά. Ο φλοιός του σημαδεύτηκε από εκατομμύρια ονόματα που έδωσαν κάποτε όρκο τιμής χωρίς να τον τηρήσουν, θρυμματίζοντας το νήμα της ζωής των λεπτών του, ώστε άρχισε πια να σαπίζει σιωπηλά. Κανένα ξόρκι δεν έσωζε το δέντρο, αφού οι λεπτοδείκτες πέθαιναν, καθώς ραγισμένες καρδιές έκοβαν το νήμα της ζωής των ανθρώπων. Ο χρόνος, ξεφλουδισμένος, περιπλανιόταν μοναχικός, ωσάν χαμένες λωρίδες σπασμένων κλαδιών, ως πλάσμα που δραπέτευσε, ακολουθώντας ένα αιώνιο λυκόφως, επιβραδύνοντας προσωρινά εμπρός στην ανθρωπότητα και λοξοδρομώντας γοργά μακριά από τη μούχλα και την αποσύνθεσή της. Γι' αυτό και κανείς δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του θρήνου του.

Ήταν η τρίτη νύχτα που ο άντρας περιδιάβαινε συλλογισμένος τους δρόμους, αντικρίζοντας τις βαρυφορτωμένες βιτρίνες, ελεύθερος από κάθε ανθρώπινη φυλακή. Αυτές τις νύχτες που μύριζαν αβάσταχτη απόρριψη, ο άντρας ξέμενε από χρόνο, γνωρίζοντας πως το ρολόι του μετατοπιζόταν θανάσιμα άχρονα, παρά την πίστη του στη σιωπή. Τα χνάρια του αποτυπώνονταν πάνω στο χιόνι, προσπερνώντας διαβάτες αδιάφορους και ανάλγητους, που το βλέμμα τους δεν άντεχε να σηκώσει την υλική του ζωή, αφού γι' αυτούς είχε χάσει την ωραιότητα της κυριαρχίας. Εκείνος όμως ψαχούλευε μέσα στο πλήθος. Ήταν εκείνος που πρόσμενε, ατενίζοντας αντίστροφα την κλεψύδρα του, μετρώντας τα λεπτά.

Περπάτησε, σέρνοντας τα πόδια του ως την πλατεία κοντά στο Δημαρχείο και κάθισε σ' ένα παγκάκι απέναντι απ' το φωτισμένο σιντριβάνι που φιλοξενούσε μέσα του λαμπιόνια από σεληνόφως. Σ' εκείνη την απόλυτη σιωπή, τα λεπτά αργοσάλευαν στο κενό, σαν την αναμέτρηση της νηνεμίας πριν την καταιγίδα. Ένας όγκος πάγου αιωρήθηκε μέσα του, ενώ τα δόντια του κροτάλισαν από το τρέμουλο της νύχτας. Πρόσμενε τρεις μέρες ένα φιλί ζεστασιάς, χτυπώντας πόρτες που δεν άνοιξαν, τζάμια ερμητικά κλειστά σαν ψυχές παγιδευμένες σε αραχνιασμένα όνειρα. Ο χρόνος του ταξίδευε χωρίς στάσεις, εστιάζοντας στο παρόν και αποφεύγοντας τις σκόρπιες πινελιές του μέλλοντος. Η κρυστάλλινη νύχτα τού έκλεψε τη μοναξιά, εγκλωβίζοντας τη ματιά του στο φεγγαρόφωτο της μαγείας. Ξάφνου, στράφηκε νιώθοντας μια πνοή να κρυφοσαλεύει δίπλα του και ένα χέρι να τον αγγίζει.

«Ε.. πώς σε λένε;» ρώτησε το μικρό αγόρι που στεκόταν δίπλα του και του ζέστανε μεμιάς τον πόνο στην καρδιά.
«Άγγελο!» απάντησε εκείνο ήρεμα.
«Γιατί δεν είσαι σπίτι με τους γονείς σου; Θα σε ψάχνουν. Θ' ανησυχούν!» είπε με περισσό ενδιαφέρον στο παιδί, κοιτώντας το κατάματα.
Το αγόρι ήταν όμορφο, με σοφό βλέμμα και μια δύναμη αλλαγής έρρεε από κάθε πόρο της επαφής μαζί του.
«Δεν θα με ψάχνουν. Μην νοιάζεσαι. Αναζητάς το δέντρο των σιωπηλών λεπτών!» πρόσθεσε το αγόρι.
«Δεν άκουσα ποτέ γι' αυτό...» είπε ο άντρας που περπατούσε κατάκοπος τρεις μέρες και έμοιαζε σαν να ξύπνησε από λήθαργο.
«Κι όμως... αυτό στραγγίζει από σπόρους και μικρά λευκά άνθη που στο παρελθόν έσταζαν όνειρα, λεπτά ελπίδας και δευτερόλεπτα θυσίας...» μουρμούρισε με φωνή νοσταλγική το παιδί, ενώ το πρόσωπό του φωτιζόταν, όπως οι ρανίδες του σεληνόφωτος αναπαύονταν πάνω του.
«Κατέχει και τη δύναμη της πίστης; Τρεις μέρες και νύχτες ο πειρασμός με νίκησε, γκρεμίζοντάς με στην αφθονία των αγαθών, στον ανθρώπινο όλεθρο, στον εφιάλτη της ισοπέδωσης. Θρήνησα την επιτυχία της αποτυχίας, τον θρίαμβο των επαίνων, τις δοκιμασίες της σκληρότητας. Πήγαινέ με εκεί!» ακούστηκε απεγνωσμένη η φωνή του άντρα.
Με τα λόγια αυτά, σηκώθηκε από το παγκάκι και έσφιξε το χέρι του απρόσμενου, μικρού επισκέπτη του.
«Πάμε!» ψιθύρισε το αγόρι με τα ξανθιά μαλλιά και το μακρινό βλέμμα. «Μην θρηνείς άλλο για χαλάσματα που δεν οικοδομούνται...»

Βάδισαν γοργά. Δυο θνητές υπάρξεις που γεύονταν στο έπακρο την ανέσπερη ελευθερία τους, σκορπίζοντας σκιές στο πέρασμά τους. Η μαγνητική αύρα μιας θαλπωρής τρύπωσε στον εσωτερικό κόσμο του άντρα, ατενίζοντας το δέντρο της σιωπής, ένα παράδοξο τοπίο που τον παγίδεψε με τη λάμψη του, τερματίζοντας τη μοναχική του πορεία. Η καρδιά του σφίχτηκε, καταπίνοντας έναν λυγμό.

«Σ' αγαπώ!» ομολόγησε στο ξανθό παιδί.
«Κι εγώ σ' αγαπώ!» απάντησε, αναστενάζοντας με θλίψη το αγόρι.
«Σε παρακαλώ, μην ραγίσεις μπροστά στα υγρά δάκρυα του δέντρου. Τα αθάνατα λουλούδια του σημαδεύουν το άγγιγμα της ζωής μας, αφού χορδές αλήθειας ραντίζουν τον νου μας και αποδείξεις καλοσύνης θυμιατίζουν την ψυχή μας!»

Με τα λόγια αυτά, ο άντρας άπλωσε το χέρι του και μπουκέτα λεπτών σιωπής κάλυψαν την καρδιά του, σαν άσβεστη φλόγα αγάπης έγλειψε κάθε εκατοστό του κορμιού του. Το δέντρο έστεκε εμπρός του, αφήνοντας έναν χτύπο δευτερολέπτου στην ψυχή του. Όνειρα, έλεος, δικαιοσύνη τον σφιχταγκάλιασαν. Κάθισε αποκαμωμένος στις ρίζες του. Ένα βογκητό ανακούφισης σκέπασε στοργικά το τοπίο. Γύρισε και είδε το αγόρι που είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Εισέπνευσε χαρά, δροσιά φυλλωμάτων και γένεση σπόρων. Πουλιά με απλωμένες φτερούγες, μετρούσαν τα λεπτά του, καθώς σύρθηκαν κοντά του, ψιθυρίζοντάς του άλαλους αίνους. Ένα επίμονο τράβηγμα στο στήθος του, του θύμισε ότι έφτασε στον προορισμό του και πως η ευτυχία θα τον συντρόφευε πια σ' αυτό το αιώνιο ξημέρωμα που θα σάρωνε το σούρουπο της ζωής του.


Copyright © Μαρία Καρυτινού All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Δημήτρη Πετρολέκα