Γιώργου Αλεξανδρή
κι έβρισκε ο ήλιος χρώματα και τα παιδιά πλεξούδες,
υφάδι να πλέξουν της ζωής, με φως να το κεντήσουν.
Η μέρα λίχνιζε καημούς και άδειαζε η ψυχή του,
στερεύαν τα χείλη από φωνή και το κορμί ριγούσε,
Μάζεψε αντηλιές μεσημεριού και ξόρκια από τη νύχτα,
σφύριξε μια του δισταγμού και δυο της πεθυμιάς του
και βγήκε στο καρτέρεμα και στην απαντοχή του.
Αφέντρα την αποκάλεσε, Κυρά την προσκαλούσε,
να διαφεντέψει της καρδιάς, να βουληθεί να σμίξει,
χέρια που κράταγαν χαρά, λόγια που σπέρναν γέλιο.
Ένιωσε αυτή, του νου το λόγιασμα να χάνεται ξωπίσω,
από λαχτάρες κι όνειρα, σ' αγλύκαντες να σκύβει προσμονές
και μες στη μνήμη της να κουβαλά, εικόνες που θα ζούσε.
Και έσφιξαν στα χέρια τους χρόνους μικρούς και ξέθωρους καιρούς.
Δυο βλέμματα πήγαιναν μπροστά οι αναμνήσεις απ' τον πόθο,
να μαρτυρούνε στ' αδιέξοδο και να σιωπούν στο δίκιο.
🍂
Copyright © Γιώργος Αλεξανδρής All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής της Barbara Kroll