Διάβασα τη νουβέλα του Γιάννη Μαργέλη Το μπαρ στο Λεβαλουά-Περέ, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Συρτάρι, σκεπτόμενη πότε ήταν η τελευταία φορά που μία μυθοπλασία με ταξίδεψε στο Λονδίνο τόσο ατμοσφαιρικά αλλά και τόσο ρεαλιστικά. Παράλληλα, αναρωτιόμουν γιατί δεν είχα γνωρίσει τη γραφή αυτού του ανθρώπου ως σήμερα αφού, οπωσδήποτε, θα μου έκανε καλή εντύπωση – πράγμα για το οποίο προσδοκώ στο μέλλον.
Πρόκειται για αισθηματική ιστορία που κινείται από το χειμωνιάτικο Λονδίνο ως το χριστουγεννιάτικο Μανχάταν και έχει ως κεντρομόλο άξονα δύο ανθρώπους που αγαπήθηκαν βαθιά ή ερωτεύθηκαν παράφορα ή και τα δύο – τα πώς, ποιος, πόσο κ.λπ. θα απαντηθούν στις σελίδες εν καιρώ. Ίσως, μάλιστα, κάποια από αυτά τα ερωτήματα ν' απαντηθούν ιδιωτικά στον κάθε αναγνώστη κατά το δοκούν και αφού θα έχει περάσει λίγος χρόνος από την ολοκλήρωση του πονήματος. Με άλλα λόγια, ισχύει το σχήμα: δύο που αγαπήθηκαν με τους όρους του μεγάλου έρωτα και δύο που αποχώρησαν ενώ κανείς δεν ξέχασε.
Αναμφίβολα πρόκειται για καλής πάστας λογοτεχνία που έρχεται από έναν άξιο αφηγητή ο οποίος καταφέρνει να συνδέσει στην ίδια νουβέλα έναν ήρωα που κρατάει ημερολόγιο καταγράφοντας την προσωπική του ιστορία με μία ιστορία που ξεφεύγει από τις σελίδες του ημερολογίου και μεταφέρεται στη ζωή. Ο ίδιος είναι περισσότερο εικονοπλάστης παρά εξιστοριτής, φτιάχνοντας μια πολύ ενδιαφέρουσα αφήγηση από την οποία δεν λείπει τίποτα χωρίς να τα λέει όλα. Όσα μπορούν να εννοηθούν μένουν άγραφα, να κινούνται ανάμεσα στις αράδες όμως, ωστόσο, πολύ εύγλωττα κι αντιληπτά.
Με κέρδισε στις παρομοιώσεις του, ειδικά σε σχέση με τη ζωγραφική ή τη μουσική. Για παράδειγμα, θα αναφέρει ότι: ήθελε έναν Γκογκέν, ερωτικό και αισθηματικό, μα εγώ ήμουν σαν γυμνός πίνακας του Σίλε· βασανισμένος, πτωματικός και βαμπιρικός. Πόσο έξυπνα τοποθετημένος, πόσο λιτά αποδίδει την συνθήκη του! Με κέρδισε και στο υπόβαθρο, αφού οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν βιώνουν απλά μια ιδανική ένωση ή ένα καλό κρεβάτι... Όχι, η ιστορία τους δεν είναι φτηνή, ούτε μικρή. Η σχέση τους εμπλουτίζεται με πνευματικές συζητήσεις δείχνοντας ότι υπάρχει εμβάθυνση, επίπεδο, ολοκλήρωση σε πολλά επίπεδα.
Είμαστε υποχρεωμένοι τελικά να μη φοβόμαστε και να είμαστε αληθινοί.
Ο Μαργέλης ως ήρωας πια, από τη μια είναι σαν να έχει πολλούς εαυτούς, τους οποίους σχηματοποιεί, περιγράφει και διαχωρίζει μετρώντας τους, μάλιστα, επτά στο σύνολο και, από την άλλη, διερευνά το ιδανικό, το εξιδανικευμένο. Αυτή η αναζήτηση εαυτού δίνει ακόμα μία εννοιολογική «στρώση» στην, έτσι κι αλλιώς, πανέμορφη νουβέλα, που διαβάζεται απνευστί ως ρομαντική ιστορία, ερωτικό θρίλερ και αισθηματικό δράμα μαζί.
Ποντάρει στη μαγεία του μοιραίου έρωτα μα και στη μαγεία της αγάπης παρόλο που παραδέχεται ότι η αλήθεια είναι οδύνη και όχι ηδονή ενώ η αγάπη μπορεί να είναι υπέρτατη όμως αφήνει ανοιχτό το ερώτημα αν είναι αρκετή. Μη φοβάστε όμως γιατί θα απαντήσει με τον τρόπο του σε όλα.
Διαβάζεται ιδανικά μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα από εκείνες που η πόλη είναι στολισμένη με χρυσά λαμπιόνια και ο κόσμος πλημμυρισμένος με χριστουγεννιάτικη αύρα και μπορεί να συνοδευτεί με τις Τέσσερις εποχές του Βιβάλντι που μετουσιώνουν με νότες την κάθε εποχή και περνούν από τη χαρά στον πόνο, από την αδράνεια στην ενέργεια και από τη μελαγχολία στην ευτυχία.


