Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Νάσια Παναγοπούλου: Με ώθησε μια σιωπή. Αυτή η αδιόρατη, καθημερινή σιωπή που πλέκεται ανάμεσα στους ανθρώπους όταν δεν χωράνε να πουν αυτά που νιώθουν. Ήθελα να υφάνω με λέξεις έναν τόπο φιλόξενο – ένα δάσος, όπου το «διαφορετικό» να μη φοβάται να περπατήσει ξυπόλυτο. Εκεί όπου τα παραμύθια, με όλη τους τη στοχαστική απλότητα, γίνονται γέφυρα ανάμεσα στο μέσα και στο έξω μας.
Πώς βιώνετε την εμπειρία της ανάγνωσης των έργων σας μετά από ένα χρονικό διάστημα, όταν αυτά έχουν τυπωθεί σε ένα βιβλίο και έχει περάσει καιρός από τη δημιουργία τους; Εξακολουθείτε να συμφωνείτε και να έχετε τον ίδιο ενθουσιασμό;
Ν.Π.: Κάθε φορά που επιστρέφω, νιώθω σαν επισκέπτρια σε ένα σπίτι που έχτισα εγώ μεν, αλλά που οι τοίχοι του έχουν απορροφήσει πια άλλα βλέμματα, άλλες ανάσες. Δεν ψάχνω να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω. Απλώς ακούω. Και νιώθω ευγνωμοσύνη για εκείνη την εσωτερική φωνή που τότε, παρά τους φόβους μου, τόλμησε να μιλήσει.
Έχετε διαφωνήσει ποτέ με τον δημιουργικό εαυτό σας;
Ν.Π.: Ο δημιουργικός μου εαυτός είναι ένας ανυπότακτος σύντροφος. Συχνά θέλει να ανοίξει πόρτες που εγώ θέλω να κρατήσω κλειστές. Διαφωνούμε, βεβαίως. Αλλά ποτέ δεν του κρατώ κακία. Εκείνος έχει το φως. Εγώ, μερικές φορές, κρατώ μόνο το σπίρτο.
Υπάρχει κάποιο έργο που να το ξεχωρίζετε και γιατί;
Ν.Π.: Από το συγκεκριμένο βιβλίο μου δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω κάποιο από τα παραμύθια μου. Ίσως όμως να μπορούσα να σταθώ λίγο παραπάνω στην ιστορία της Σαλιαρούλας και της Γλιστρούλας, γιατί μέσα στις σελίδες αυτού του παραμυθιού υπάρχει κάτι απερίγραπτα ευάλωτο και αυθεντικό. Μια φιλία χωρίς φίλτρα. Δύο σώματα χωρίς άμυνα. Και μια αποδοχή που λυγίζει ακόμα και πλάσματα μιας στερεοτυπικής κοινωνίας.
Υπάρχουν στιγμές που σας πυροδοτούν βάζοντάς σας σε δημιουργική κίνηση;
Ν.Π.: Η πιο δυνατή σπίθα είναι πάντοτε το τυχαίο: μια κίνηση που δεν ολοκληρώθηκε, μια φράση μισοειπωμένη στο λεωφορείο, ένα βλέμμα που έμεινε να αιωρείται χωρίς απάντηση. Το οτιδήποτε, από το πιο απλό έως το πιο δύσκολο, ανάλογα με το πού «βρίσκομαι» κι εγώ συναισθηματικά, τη δεδομένη στιγμή. Η ζωή γράφει τα πιο δυνατά της ποιήματα στα περιθώρια.
Κι αντίστοιχα, υπάρχουν στιγμές για τις οποίες δεν θα γράφατε ποτέ τίποτα;
Ν.Π.: Ίσως στιγμές που δεν έχουν ακόμα μεταβολιστεί μέσα μου και παραμένουν στη σιωπή, όχι από φόβο, αλλά από σεβασμό.
Αν θα έπρεπε να περιγράψετε το εν λόγω πόνημα με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ν.Π.: Συμπερίληψη.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Ν.Π.: Θα πηγαίναμε σ' ένα ξέφωτο στο δάσος – εκεί όπου τα δέντρα κάνουν κύκλο και σου αφήνουν χώρο να ακούσεις. Και θα μέναμε εκεί όσο χρειαζόταν για να μας βρει η ερώτηση που φοβόμαστε να κάνουμε.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας σε σχέση με την λογοτεχνία; Έχετε αγαπημένους Έλληνες συγγραφείς;
Ν.Π.: Η βιβλιοπαραγωγή σήμερα μοιάζει με ένα πολύβουο λιμάνι: καταφθάνουν συνεχώς νέα πλοία, μα λίγα κουβαλούν αληθινό φορτίο. Μέσα σε αυτή τη θάλασσα, αναζητώ τα έργα που έχουν ψυχή, εκείνα που δεν γράφτηκαν για να αρέσουν, αλλά γιατί δεν γινόταν αλλιώς.
Αγαπώ βαθιά τον Αύγουστο Κορτώ, γιατί γράφει με την τρυφερότητα ενός ανθρώπου που έχει περάσει από όλες τις εκδοχές της θλίψης και διάλεξε να σταθεί στη μεριά της αγάπης. Κάθε του λέξη κουβαλά μια συγκινητική ειλικρίνεια, μια γενναία ομολογία ύπαρξης.
Τον Χρήστο Χωμενίδη, πάλι, τον εκτιμώ για τη μαεστρία του να μετατρέπει το ελληνικό παρόν –και παρελθόν– σε αφήγηση με ρυθμό, βάθος και στοχασμό. Ξέρει να στήνει χαρακτήρες που πάλλονται ανάμεσα στο φως και τη σκιά, χωρίς ποτέ να ηθικολογεί.
Και οι δύο, με διαφορετικό τρόπο, αποδεικνύουν ότι η ελληνική λογοτεχνία δεν έχει σταματήσει να ψάχνει, να σκάβει, να τολμά.
Αυτά είπε η Νάσια Παναγοπούλου, σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών, για –και με αφορμή– το βιβλίο της Ένα δάσος διαφορετικό, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φίλντισι.
Πρόκειται για μία συλλογή παραμυθιών για μεγάλους ή, όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στο εξώφυλλο, για ενήλικα παιδιά. Τι κι αν οι ήρωες έχουν ονόματα ή είναι πλάσματα όπως η Γλιστρούλα, ο Ξωτικούλης ή ο Τάκης το κατσαριδάκι, το βιβλίο περιέχει παραμύθια για καίρια ζητήματα της εποχής μας, από αυτά που συζητιούνται συνεχώς, που απασχολούν πάρα πολύ κόσμο όπως και την επικαιρότητα: ψηφιακός κόσμος, μπούλινγκ, διαφορετικότητα, συμπερίληψη, διατροφικές διαταραχές, αυτισμός κ.ά. και αποτελεί έναν δημιουργικό τρόπο να έρθει σε επαφή ο αναγνώστης με το πρόβλημα και –συνεκδοχικά– τη λύση του.
Εννοείται πως διαβάζονται και από/στα παιδιά και μάλιστα η εικονογράφηση της Βασιλικής Χρονοπούλου είναι ιδανική για τις μικρότερες ηλικίες καθώς διαθέτει τους έντονους χρωματισμούς, την τεχνοτροπία και τις μορφές που κερδίζουν τα παιδικά βλέμματα.
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί πως τα έσοδα των πωλήσεων προσφέρονται για τους σκοπούς της ΑΒΑΛΗΣ.
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
Σε ένα καταπράσινο δάσος, όπου τα δέντρα αγκάλιαζαν τον ουρανό και τα ποτάμια σιγοτραγουδούσαν γλυκές μελωδίες, υπήρχε μια κοινότητα πλασμάτων που ζούσαν σε αρμονία με τη φύση. Όμως, όπως συμβαίνει σε κάθε κοινότητα, υπήρχαν κάποιοι άγραφοι κανόνες και αντιλήψεις που καθόριζαν τι είναι «σωστό» και τι «λάθος».
Στην καρδιά λοιπόν αυτού του δάσους ζούσαν η Σαλιαρούλα και η Γλιστρούλα, δύο γυμνοσαλιγκαρούλες που αγαπούσαν η μία την παρέα της άλλης από τότε που ήταν μικρές. Η σχέση και η σύνδεσή τους ήταν ξεχωριστή.
Ο Τάκης Κατσαριδάκης, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο μόνος αισθανόταν, και όλο και πιο πολύ χρόνο περνούσε μπροστά στην οθόνη του Mac του. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια τον βύθιζαν όλο και πιο πολύ στα άδυτά τους. Τον αποξένωναν από τον πραγματικό κόσμο, αλλά εκείνος αδυνατούσε να το καταλάβει.
Στο πυκνό, καταπράσινο και μυστηριώδες δάσος ζούσαν τρία ξεχωριστά πλάσματα: το Βελόνι, το Μπαλόνι και το Παγώνι. Εκείνο που τα συνέδεε μεταξύ τους πέρα από το γεγονός ότι ήταν γλυκύτατα αλλά ταλαιπωρημένα, ήταν η σχέση τους με το φαγητό αλλά και οι εσωτερικές ακαταλαβίστικες φωνές που είχαν για συντροφιά τους τις νύχτες που έμεναν άγρυπνα.
Η κυρία Αγάπη και τα παιδιά της έφτασε η ώρα και συνειδητοποίησαν πως: η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσή και πως το μοίρασμα μιας δύσκολης εμπειρίας μπορεί να γίνει πηγή έμπνευσης και δύναμης για κάποιον που βιώνει κάτι παρόμοιο.
Η κυρία Καλοσυνάτη και τα αγόρια της, ο Φωτεινός, ο Σκοτεινός και ο Διαφορετικός ζούσαν στη χώρα του Πουθενά όπου όλα τα ξωτικά σιγοψιθύριζαν ότι ο Διαφορετικός ήταν αλλόκοτος και τρελός. Μα ο Διαφορετικός δεν ήταν τρελός, ήταν μοναδικός!