Με τον συγγραφέα Χαράλαμπο Γιολδάση, του βιβλίου Μαντζικέρτ 1071: Μέσα από τη σκηνή του αυτοκράτορα, γνωριστήκαμε στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης το 2024 (όντες και οι δυο μας συγγραφείς στον ίδιο εκδοτικό) και μέχρι τον Μάιο του 2025 που βρεθήκαμε ξανά στη ΔΕΒΘ, θα 'λεγε κάνεις ότι ωρίμασε στο μυαλό μου η ιδέα μιας συνέντευξης μαζί του επειδή έχω μελετήσει και εγώ εκτενώς –και μάλιστα μετά μανίας(!)– την βυζαντινή ιστορία. Και ναι μεν μπορεί να ασχολούμαστε με την συγγραφή, επειδή όμως, πρωτίστως, είμαστε όλοι αναγνώστες, τι κάνει ένας αναγνώστης μόλις πιάσει ένα βιβλίο στα χέρια του; Κατ' αρχάς, για να συμβεί αυτό, για να το πιάσει δηλαδή στα χέρια του, θα πρέπει να τον τραβήξει το εξώφυλλο και αφού αυτό συμβεί, η δεύτερη κίνηση είναι να διαβάσει το οπισθόφυλλό του. Έτσι δεν είναι; Αυτό δεν κάνετε όλοι σας; Αυτό έκανα κι εγώ όταν είδα το βιβλίο του Μπάμπη Γιολδάση στα γραφεία του εκδοτικού και έτσι ήρθαν αμέσως στο μυαλό μου οι πρώτες ερωτήσεις που οδήγησαν σε αυτή τη συνέντευξη μαζί του. Γράφει λοιπόν στο οπισθόφυλλο ο Μπάμπης:
Στη στροφή της πρώτης εικοσιπενταετίας του 11ου αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν το ισχυρότερο και το πλουσιότερο κράτος της Ευρώπης, της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, αυτό το εκπληκτικό οικοδόμημα βρέθηκε στα πρόθυρα της καταστροφής. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ' Διογένης προσπάθησε απελπισμένα να βάλει ένα τέλος στην παρακμή και στην κατάρρευση.Γιατί ο βυζαντινός στρατός αφέθηκε να διαλυθεί και ποιο ήταν το βαρύ τίμημα;Πώς κατάφεραν οι Σελτζούκοι Τούρκοι να σπείρουν τον όλεθρο στο διάβα τους;Ήταν ο Ρωμανός Δ'; Διογένης ένας ικανός αυτοκράτορας ή ένας κοινός τυχοδιώκτης;Πώς ένα φωτεινό πνεύμα κατέστρεψε μια αυτοκρατορία;Τι οδήγησε στη μάχη του Μαντζικέρτ; Πώς χάθηκε και ποιες ήταν οι συνέπειές της για τον μεσαιωνικό ελληνισμό;Τελικά, η Μικρά Ασία χάθηκε από αμέλεια ή από αδυναμία;
Μπάμπη, αντιλαμβάνομαι ότι οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα θα είναι σαν να μας εξιστορείς ολόκληρο το βιβλίο. Για να μην κάνουμε λοιπόν spoiler, ας πάρουμε καλύτερα τα πράγματα με τη σειρά. Πες μας πρώτα λίγα λόγια για σένα και θα περάσουμε στο βιβλίο μετά. Πότε ξεκίνησες να γράφεις;
Χαράλαμπος Γιολδάσης: Η πρώτη μου επαφή με τη συγγραφή ήταν η πτυχιακή μου διατριβή στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών του Στρατού Ξηράς, το 2003, με θέμα τη δράση του ταγματάρχη Ιωάννη Βελισαρίου στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Γιατί έγινες συγγραφέας;
Χ.Γ.: Έγινα συγγραφέας γιατί, πρώτα απ' όλα, είμαι αναγνώστης και ως τέτοιος θέλησα να γράψω ένα βιβλίο που θα ήθελα να βρω και να διαβάσω ο ίδιος, ένα βιβλίο που θα στοχεύει στην ουσία και θα κάνει τα πράγματα ξεκάθαρα χωρίς περιττά λόγια.
Πόσο καιρό κράτησε η έρευνά σου για το βιβλίο;
Χ.Γ.: Με τη στενή έννοια, η έρευνά μου για το βιβλίο κράτησε δύο χρόνια, από τον Φεβρουάριο του 2021 μέχρι τον Μάρτιο του 2023. Με μια ευρύτερη οπτική, όμως, άρχισε στην Ε' Δημοτικού όταν και ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή και μαγεύτηκα από την βυζαντινή ιστορία!
Ποια ώρα της ημέρας προτιμάς να γράφεις;
Χ.Γ.: Ιδανικά απολαμβάνω να μελετάω και να γράφω νωρίς το πρωί.
Ποια θεωρείς πως είναι τα εργαλεία ενός συγγραφέα;
Χ.Γ.: Θεωρώ ότι τα εργαλεία ενός συγγραφέα είναι η αγάπη για τη μελέτη, γιατί για να γράψεις λίγο πρέπει να διαβάσεις πολύ. Το πάθος για γράψιμο, γιατί μόνο έτσι μπορείς να μεταδόσεις τις σκέψεις σου στον αναγνώστη και ο χρόνος γιατί δεν αρκεί μόνο η αρχική συγγραφή ενός βιβλίου αλλά απαιτείται και η κατ' επανάληψη ανάγνωση και διόρθωσή του μέχρι να πάρει τη μορφή που θέλει ο συγγραφέας, η οποία θα πρέπει πρώτα απ' όλους να ικανοποιεί τον ίδιο ως αναγνώστη.
Βρίσκεις το γράψιμο συναρπαστικό, εξαντλητικό ή και τα δύο;
Χ.Γ.: Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι σε μια θάλασσα άλλοτε ήρεμη και άλλοτε ταραγμένη.
Ποιος είσαι όταν δεν γράφεις;
Χ.Γ.: Ένας άνθρωπος που μέσα στους καταιγιστικούς ρυθμούς ζωής που έχουμε, βρίσκει καταφύγιο στην οικογένεια και προσπαθεί να κάνει τα παιδιά του καλύτερους ανθρώπους από ό,τι είμαστε εμείς σήμερα.
Προτιμάς να γράφεις αυτό που πιστεύεις ότι θέλουν οι αναγνώστες ή αυτό που σε εμπνέει;
Χ.Γ.: Προτιμάω να γράφω για θέματα που με γοητεύουν και κατά συνέπεια με εμπνέουν. Δεν έχουν λείψει, όμως, και προτάσεις συγγραφής που έχω λάβει από κάποιους από τους αναγνώστες του «Μαντζικέρτ 1071» όπως το να γράψω κάποιο βιβλίο για τον Νικηφόρο Φωκά, τον Γεώργιο Μανιάκη, το Μυριοκέφαλο και τη στάση του Δημήτριου Παλαιολόγου την εποχή της Αλώσεως του 1453. Είναι θέματα που με ενδιαφέρουν και θα συμπεριλάβω ως ξεχωριστά κεφάλαια στο βιβλίο που γράφω.
Η οικοδόμηση σχέσεων με άλλους συγγραφείς βελτιώνει τις συγγραφικές σου δεξιότητες; Και πώς;
Χ.Γ.: Οπωσδήποτε η αλληλεπίδραση με άλλους συγγραφείς, όχι αναγκαστικά του ίδιου αντικειμένου, μας βελτιώνει μέσω της ανταλλαγής εμπειριών, πρακτικών και ιδεών.
Προτιμάς έντυπα βιβλία, ηχητικά βιβλία ή ηλεκτρονικά βιβλία;
Χ.Γ.: Χωρίς να θέλω να παραγνωρίσω τα πλεονεκτήματα της σύγχρονης τεχνολογίας θα προτιμήσω την έντυπη μορφή των βιβλίων από την ηλεκτρονική. Βέβαια, εδώ πρέπει να πω ότι η ύπαρξη ηχητικών βιβλίων είναι εξαιρετικά πολύτιμη γιατί δίνει τη δυνατότητα σε άτομα με δυσκολίες όρασης να διαβάσουν με τον τρόπο αυτό ένα βιβλίο.
Ποια θεωρείς πως είναι η καλύτερη συμβουλή που έχεις λάβει ποτέ;
Χ.Γ.: Η καλύτερη συμβουλή που έχω λάβει ήρθε από τη σύζυγο και επίσης συγγραφέα Θεοδώρου Βασιλική, που με παρότρυνε να τολμήσω να προτείνω το βιβλίο σε εκδοτικούς οίκους διότι, όπως μου είπε, «γραπτό που μένει στο συρτάρι, δεν υπάρχει».
Ποιος/Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου Έλληνες ή ξένοι συγγραφείς;
Χ.Γ.: Ο αγαπημένος Έλληνας συγγραφέας είναι ο Κώστας Δ. Κυριαζής, συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων για το Βυζάντιο. Αγαπημένος μου ξένος συγγραφέας είναι ο Anthony Beevor, συγγραφέας ιστορικών μελετών που αφορούν κυρίως στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ας περάσουμε τώρα στο βιβλίο. Σύστησέ μας λοιπόν το βιβλίο σου «Μαντζικέρτ 1071: Μέσα από την σκηνή του αυτοκράτορα».
Χ.Γ.: Πρόκειται για ένα βιβλίο με θέμα την ιστορική μάχη του Μαντζικέρτ. Περιγράφονται οι συνθήκες στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα μέσα του 11ου αιώνα, οι σχέσεις με τους γειτονικούς λαούς, η άνοδος και η απειλή των Σελτζούκων Τούρκων, οι προσπάθειες του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ' Διογένη να τους αντιμετωπίσει, η μάχη του Μαντζικέρτ και οι συνέπειές της τη δεκαετία που ακολούθησε.
Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται;
Χ.Γ.: Πιστεύω ότι ο κάθε ενήλικας μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει αυτό το βιβλίο.
Τι είναι αυτό που σε έκανε να ασχοληθείς με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία; Έχει κάποια σχέση με τη δουλειά σου και την εκπαίδευσή σου; Τι ήρθε πρώτο στη ζωή σου; Η αγάπη σου για το Βυζάντιο που σε οδήγησε στη δουλειά σου ή ήρθε πρώτα η δουλειά σου και στη συνέχεια οδηγήθηκες στην αγάπη σου για το Βυζάντιο;
Χ.Γ.: Η αγάπη για την Ιστορία ήταν κάτι που ένιωσα από παιδί και ήρθε σαν μια φυσιολογική συνέχεια που δημιούργησε μέσα μου ο κόσμος της ελληνικής μυθολογίας, στον οποίο με μύησε από την νηπιακή μου ηλικία η οικογένειά μου. Η πρώτη μου επαφή με τη βυζαντινή ιστορία ήρθε το καλοκαίρι του 1993, όταν πήρα στα χέρια μου το σχολικό βιβλίο της Ε' Δημοτικού. Ήταν, λοιπόν, ένας έρωτας με την πρώτη ματιά! Ο θαυμασμός που ένιωθα για τους μεγάλους στρατιωτικούς άνδρες της Ιστορίας μας, όπως ο Λεωνίδας, ο Αλέξανδρος, ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ο Κολοκοτρώνης και τόσοι άλλοι μεγάλοι ήρωες της πρόσφατης ιστορίας μας με οδήγησε, σαν από ένστικτο, να ακολουθήσω το στρατιωτικό επάγγελμα.
Σχετικά με την προηγούμενη ερώτηση, χρησιμοποίησα την έκφραση Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά είναι γνωστό ότι ουσιαστικά επρόκειτο για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και είναι επίσης γνωστό ότι οι ίδιοι δεν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Βυζαντινούς, αλλά Ρωμαίους. Η λέξη άλλωστε Βυζάντιο/Βυζαντινοί είναι μεταγενέστερη. Τι έχεις να μας πεις γι' αυτό;
Χ.Γ.: Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχει έναν μοναδικό χαρακτήρα. Όπως είπε και ο σπουδαίος βυζαντινολόγος, ο sir Steven Runciman, το κράτος αυτό, ως απευθείας διάδοχος της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έχει ένα σώμα ρωμαϊκό. Έχει, ακόμα, ως γνήσιος διάδοχος του ελληνικού πνεύματος, της ελληνικής σοφίας και φιλοσοφίας και γνώσης, έναν νου ελληνικό. Διαθέτει, τέλος, ως φορέας του χριστιανισμού, μια ψυχή ανατολίτισσα και μυστικιστική. Είναι ακόμα γεγονός ότι το επίσημο όνομα του κράτους, μέχρι και την κατάλυσή του, ήταν Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτό οφείλεται όχι γιατί οι βυζαντινοί ήταν αρνητές της ελληνικότητάς τους αλλά γιατί, ως διάδοχοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δεν απέβαλλαν ποτέ την ιδέα της οικουμενικότητας της αυτοκρατορίας. Οι περίφημοι Ρωμαίοι του Βυζαντίου δεν ήταν οι κάτοικοι της Ρώμης ή της Ιταλίας, αυτοί ήταν οι λεγόμενοι Λατίνοι.
Την απάντηση για το ποιοι ήταν οι Βυζαντινοί Ρωμαίοι μας την δίνουν ενδεικτικά μεταξύ πολλών άλλων πηγών η πριγκίπισσα Άννα Κομνηνή, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ' Βατάτζης και ο φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων. Η πρώτη, όταν αναφέρεται στην αυτοκρατορία την αποκαλεί με το επίσημο όνομα, Ρωμαϊκή, όταν αναφέρεται στα δεινά των πόλεων της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους τις αποκαλεί «Ελληνίδες πόλεις» και τέλος, όταν αναφέρεται στους ανθρώπους, τους χωρίζει, όπως και οι αρχαίοι της πρόγονοι σε δύο κατηγορίες, τους Έλληνες και τους βάρβαρους (Αλεξιάς ΙΑ, ΧΙΙ, ΙΓ, Χ). Ο Ιωάννης Βατάτζης σε επιστολή του προς πάπα Γρηγόριο Θ', υπογράφει ως αυτοκράτορας Ρωμαίων, αλλά στο περιεχόμενό της αναφέρεται περήφανα στους αυτοκράτορες ως γνήσιους απόγονους των ελληνικών γενών και στην αυτοκρατορία ως ένα κράτος στο οποίο βασιλεύει η ελληνική σοφία. Τέλος, ο φιλόσοφος του 15ου αιώνα Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός είναι κατηγορηματικός λέγοντας: «Εσμέν γαρ ουν […] Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί.».
Ο όρος Βυζάντιο και Βυζαντινός, είναι μεν μεταγενέστερος και χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει την αυτοκρατορία και τους υπηκόους της γενικότερα, χρησιμοποιούταν δε από τους Βυζαντινούς, που δεν λησμόνησαν ποτέ την αρχαία ελληνική ονομασία της πόλης (το αρχαίο Βυζάντιο), όταν αναφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη και στους κατοίκους της.
Είναι επίσης γνωστό ότι στα 1100 χρόνια της διάρκειάς της, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή το Βυζάντιο –αν προτιμάς– αντιμετώπισε ένα σωρό εχθρούς. Γνωρίζουμε άλλωστε από την ιστορία ότι υπήρξαν και άλλες σημαντικές και μάλιστα κρίσιμες μάχες που έδωσε η αυτοκρατορία, όπως η μάχη στο Κλειδί, στο Μυριοκέφαλο ή στη Νινευή. Εσύ, γιατί διάλεξες αυτή τη συγκεκριμένη μάχη και όχι κάποια άλλη;
Χ.Γ.: Θέλησα να ασχοληθώ εκτενώς με τη μάχη του Μαντζικέρτ γιατί αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός που ακόμα και σήμερα μας «πονάει». Είναι μια μάχη που θα μπορούσε να μην είχε δοθεί. Είναι μια μάχη που θα μπορούσε να είχε κερδηθεί. Είναι μια υπόθεση που «μυρίζει» προδοσία και που τις συνέπειές της τις βιώνουμε ακόμα και σήμερα στη «γειτονιά» μας διότι η μάχη αυτή και η κακή της διαχείριση επέτρεψαν τη μόνιμη εγκατάσταση των Τούρκων στα ανατολικά μας. Και μιας και πρόσφατα συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή, δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι η καταστροφή δεν έγινε το 1922 στη Σμύρνη, αλλά ότι άρχισε τον Αύγουστο του 1071 στο Μαντζικέρτ και ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1922 στη φλεγόμενη παραλία της Σμύρνης.
Τι εννοείς με τον υπότιτλο «Μέσα από τη σκηνή του αυτοκράτορα»; Μήπως μια περισσότερο κοντινή ματιά σε γεγονότα που δεν γνωρίζουμε και που ίσως αυτά να οδήγησαν στην ήττα του βυζαντινού στρατού;
Χ.Γ.: Χρησιμοποίησα τον τίτλο «Μέσα από τη σκηνή του αυτοκράτορα» για να δείξω την πρόθεσή μου να βρεθώ όσο πιο κοντά γινόταν στον βασιλιά αλλά και στον άνθρωπο Ρωμανό Διογένη και να δω μαζί με αυτόν τις προκλήσεις, τα κίνητρα αλλά και τις προσωπικές του επιδιώξεις που τον μετέτρεψαν από νικηφόρο διοικητή των πόλεων του Δούναβη σε κατάδικο για συνωμοσία, αυτοκράτορα και αιμόφυρτο μοναχό. Θέλησα να τον ακολουθήσω στις εκστρατείες του, να δω μαζί με αυτόν την τακτική κατάσταση πριν από κάθε μάχη επισημαίνοντας τις αρετές του χωρίς να κρύψω τα λάθη του που τελικά τον έκαναν να ρισκάρει τα πάντα στο σκονισμένο και σημαδεμένο από την προδοσία πεδίο της μάχης του Μαντζικέρτ.
Τι ήταν τελικά η Βυζαντινή –λεγόμενη επαναλαμβάνω– Αυτοκρατορία; Ελληνική ή ελληνιστική; Και γιατί έφτασε τελικά στο σημείο ο τελευταίος αυτοκράτορας να υπερασπίζεται την Πόλη μόνο με 8000 Γενουάτες; Πού ήταν οι Έλληνες;
Χ.Γ.: Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι ένα φαινόμενο μοναδικό στην Ιστορία που αναδεικνύει τον θρίαμβο της τελικής επικράτησης του ελληνισμού. Αναφερόμαστε σε ένα κράτος από την ίδρυσή του ρωμαϊκό που, όταν έχασε τις κτήσεις του δυτικά της Αδριατικής, οι υπήκοοί του ήταν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες ή ελληνόφωνοι. Ένα κράτος που με την πάροδο των αιώνων εξελληνίστηκε: από ρωμαϊκό έκανε επίσημη γλώσσα του την ελληνική, έγινε ρωμαιοελληνικό, ελληνορωμαϊκό και κατέληξε ελληνικό. Και εδώ θέλω να παραθέσω μια φράση της μεγάλης βυζαντινολόγου Ελένης Αρβελέρ: «Το θέμα δεν είναι το πόσο Έλληνες ήταν οι Βυζαντινοί, αλλά το πόσο βυζαντινοί ήμαστε εμείς σήμερα!». Πόσο πολύ Βυζαντινοί ήμαστε άραγε εμείς σήμερα, ένας λαός που στην πλειονότητά του γοητεύεται και αναπολεί την Κωνσταντινούπολη...
Σχετικά με το πού ήταν οι Έλληνες το 1453 μπορούμε να πούμε ότι την εποχή εκείνη η αυτοκρατορία αποτελούταν από την Κωνσταντινούπολη, τις γειτονικές της περιοχές, κάποια νησιά του βορείου Αιγαίου, κάποιες σκόρπιες κτήσεις στη Μαύρη Θάλασσα και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Η ίδια η πρωτεύουσα ήταν μια τεράστια σε έκταση αλλά αραιοκατοικημένη πόλη με πληθυσμό 50.000 περίπου ψυχών. Το ηθικό των κατοίκων ήταν καταρρακωμένο από τις ήττες, τη φτώχεια και τον διχασμό ανάμεσα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς. Ο στρατός αποτελούταν από 3.500 Έλληνες και 4.000 δυτικούς μισθοφόρους. Πέρα από το γεγονός του μειωμένου πληθυσμού, που αποτελούσε μια περιορισμένη βάση άντλησης στρατιωτικού δυναμικού, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι πολλοί από όσους ήταν σε ηλικία στράτευσης προτιμούσαν να εγκαταλείπουν την Πόλη και τις λίγες ακόμα ελεύθερες περιοχές για να μεταναστεύουν στη Δύση και κυρίως στην Ιταλία ή να αποσύρονται σε μοναστήρια για να αποφεύγουν τον πόλεμο και να σώζουν τη ζωή τους. Και εδώ οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η Εκκλησία δεν έκανε κάτι ιδιαίτερο για να περιορίσει το φαινόμενο του μοναχισμού που αφαιρούσε πολύτιμους στρατιώτες από την άμυνα. Παρ' όλα αυτά, θα ήταν λάθος να κατηγορήσουμε τους Βυζαντινούς για δειλία, γιατί οι λιγοστοί υπερασπιστές και φυσικά ο τελευταίος τους αυτοκράτορας αντιμετώπισαν με ηρωισμό το φρικτό τους τέλος και δεν λογάριασαν τη ζωή τους. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος προτίμησε να πεθάνει μαζί με τη ρημαγμένη του αυτοκρατορία περνώντας έτσι στη σφαίρα του θρύλου. Έγινε ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, το σύμβολο από το οποίο έπαιρνε δύναμη το Έθνος στους τέσσερις σκοτεινούς αιώνες της τουρκικής σκλαβιάς.
Σχετικά με την έκδοση του Μαντζικέρτ 1071, πώς ήταν το κομμάτι της διαδικασίας της εύρεσης εκδοτικού οίκου; Δυσκολεύτηκες να βρεις εκδότη;
Χ.Γ.: Η διαδικασία εύρεσης εκδοτικού οίκου είναι συνήθως κάτι που απαιτεί χρόνο και υπομονή. Στην περίπτωση, ωστόσο, του «Μαντζικέρτ 1071» η εύρεση εκδοτικού οίκου εξελίχθηκε γρήγορα διότι ο εκδοτικός οίκος 24γράμματα έδειξε ενδιαφέρον για το βιβλίο και από εκεί και πέρα η συνεργασία μας εξελίχθηκε άψογα με τελικό προϊόν το βιβλίο στη μορφή που κρατάτε στα χέρια σας. Επίσης, εξαιρετικά γόνιμη ήταν και η συνεργασία που είχα με το καλλιτεχνικό τμήμα του εκδοτικού που δημιούργησε ένα εξώφυλλο κι ένα οπισθόφυλλο που αποδίδει πολύ όμορφα το πνεύμα του βιβλίου.
Σκέφτεσαι για κάποια παρουσίαση του Μαντζικέρτ 1071 στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη;
Χ.Γ.: Αυτή τη στιγμή δεν σχεδιάζω κάποια παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη, εάν, όμως, δεχτώ κάποια πρόταση θα τη λάβω σοβαρά υπόψη μου.
Να περιμένουμε ίσως και κάποιο άλλο σχετικό μυθιστόρημά σου;
Χ.Γ.: Ναι, αυτή την περίοδο βρίσκομαι στο στάδιο της συγγραφής ενός βιβλίου που αφορά σε διάφορα, όχι και τόσο γνωστά, ιστορικά γεγονότα της βυζαντινής ιστορίας, μέσα από τα οποία προσπαθώ να αποδώσω την εποχή που διαδραματίζονται. Όπως είπα και παραπάνω μου έχουν δώσει έμπνευση αρκετοί αναγνώστες που έχουν διαβάσει το «Μαντζικέρτ 1071: Μέσα από τη σκηνή του αυτοκράτορα», έχουν επικοινωνήσει μαζί μου και μου έχουν προτείνει θέματα από τη βυζαντινή ιστορία για να ασχοληθώ!
Ποια είναι η συμβουλή σου για τους μελλοντικούς συγγραφείς;
Χ.Γ.: Η συμβουλή μου είναι όχι μόνο να προχωράνε στη συγγραφή ενός βιβλίου, αλλά να τολμάνε την έκδοσή του, γιατί «γραπτό που μένει στο συρτάρι, δεν υπάρχει».
Μπάμπη, σε ευχαριστούμε για τον χρόνο σου και για τις πολύτιμες για εμάς απαντήσεις σου. Ευχόμαστε επιτυχίες για το Μαντζικέρτ 1071, αλλά και για τα επόμενα που θα γράψεις και που τα περιμένουμε. Να είναι όλα καλοτάξιδα.
Χ.Γ.: Γιώργο σε ευχαριστώ και εγώ για τον χρόνο που μου αφιέρωσες και το βήμα που μου διέθεσες!
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Ο Μπάμπης Γιολδάσης γεννήθηκε το 1984 στον Παλαμά Καρδίτσας. Είναι αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού με υπηρεσία στον ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο, το Αιγαίο Πέλαγος και το εξωτερικό. Έχει διδάξει Πληροφορίες Μάχης, Εσωτερική Λειτουργία Στρατεύματος και Διαχείριση Εφοδίων στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών του Στρατού Ξηράς, έχει εκπαιδευτεί στην απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο και έχει συμμετάσχει ως συγγραφέας και ομιλητής σε αφιέρωμα της τηλεοπτικής εκπομπής Η μηχανή του χρόνου με θέμα την ιστορική μάχη του Μαντζικέρτ. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά.