Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Πέτρος Κυρίμης: Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη ώθηση. Τα διηγήματα αυτά τα έγραψα σε διαφορετικούς χρόνους και κάποτε είπα να τα μαζέψω όλα και να τα εκδώσω.
Πώς βιώνετε την εμπειρία της ανάγνωσης των έργων σας μετά από ένα χρονικό διάστημα, όταν αυτά έχουν τυπωθεί σε ένα βιβλίο και έχει περάσει καιρός από τη δημιουργία τους; Εξακολουθείτε να συμφωνείτε και να έχετε τον ίδιο ενθουσιασμό;
Π.Κ.: Δεν νομίζω ότι με απασχολεί ιδιαίτερα από την στιγμή που κυκλοφορούν. Δεν μου ανήκουν. Ούτε τα ξαναδιαβάζω γιατί το μυαλό μου είναι στο επόμενο.
Έχετε διαφωνήσει ποτέ με τον δημιουργικό εαυτό σας;
Π.Κ.: Ναι, όταν δεν μπορώ να ξεπεράσω κάποια όρια που ένας δημιουργός πρέπει να το κάνει.
Υπάρχει κάποιο έργο που να το ξεχωρίζετε και γιατί;
Π.Κ.: Το τελευταίο μου μυθιστόρημα «Κάποτε στον Πειραιά», νομίζω. Το θεωρώ πιο ολοκληρωμένο.
Υπάρχουν στιγμές που σας πυροδοτούν βάζοντάς σας σε δημιουργική κίνηση;
Π.Κ.: Δεν υπάρχουν στιγμές. Γράφω καθημερινά περίπου οχτώ ώρες και ό,τι βγει.
Κι αντίστοιχα, υπάρχουν στιγμές για τις οποίες δεν θα γράφατε ποτέ τίποτα;
Π.Κ.: Το γράψιμο δεν είναι έμπνευση. Είναι δουλειά. Δουλειά σχεδόν ίδια με του αγρότη. Θέλει πολύ σκάψιμο.
Αν θα έπρεπε να περιγράψετε το εν λόγω πόνημα με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Π.Κ.: Πόνος της μνήμης.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Π.Κ.: Στην αρχή, στα παιδικά μας χρόνια, και θα κρατούσε όσο κράτησε η ζωή μας.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας σε σχέση με την λογοτεχνία; Έχετε αγαπημένους Έλληνες συγγραφείς;
Π.Κ.: Οι Έλληνες συγγραφείς που αγαπάω φτάνουν μέχρι την γενιά του '30. Από εκεί μέχρι σήμερα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι πιο πολύ χόμπι. Δεν με ενδιαφέρει.
Αυτά είπε ο Πέτρος Κυρίμης, σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών, για –και με αφορμή– τη συλλογή διηγημάτων του Σκιές και ψίθυροι, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φίλντισι.
Στον πρόλογο διαβάζουμε:
Έρχεται η μοίρα και σε παίρνει απ' το χέρι.Σε παίρνει και σε γυρνάει μέσα από έρημους και βουνά. Μέσα από θάλασσες και ποτάμια. Σαν φύλλο ξερό του φθινοπώρου, ήσυχα καθώς πέφτει στη γη, ή σαν φτερό ανάλαφρο που το φυσούν οι άνεμοι και χάνεται για πάντα.Σε βάζει να κοιτάς τ' αστέρια τις νύχτες, καθώς η θάλασσα λαμπυρίζει ήσυχη από κάτω τους, κι εσύ να κλαις χωρίς να ξέρεις το γιατί. Κι εκείνη εκεί η μανία να φτάσεις με τα μάτια σου τον πάτο του ουρανού δεν ήταν άλλο παρά η μοίρα σου, να σε ετοιμάζει για κείνο που σε ολάκερη τη ζωή σου στάθηκε όλη η χαρά κι όλος ο πόνος σου μαζί.Αυτές οι ιστορίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια που κάνουμε όλοι μας κάποτε να μαζέψουμε τα κομμάτια μας. Να σχηματίσουμε ξανά την εικόνα μας.Κομμάτια της ζωής μας που άλλα μας έκλεψαν δίχως να ακούσουμε θόρυβο κλεφτών κι άλλα τα πήρε ο άνεμος και τα σκόρπισε μέσα στα όνειρα και τους εφιάλτες μας, να μας στοιχειώνουν.Γυρνάω πίσω στα παιδικά μου χρόνια, σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό της μέσα Μάνης.Στην αρχή της αθωότητας. Και στο τέλος της.
Πρόκειται για αξιόλογο βιβλίο όπου ο συγγραφέας βρίσκεται σε απευθείας διάλογο με τον αναγνώστη του, επιχειρώντας ένα άνοιγμα ψυχής. Διαβάζεις και αισθάνεσαι ότι πρόκειται για αναπόληση και εξομολόγηση μαζί, πως όσα βρίσκονται στις σελίδες είναι πέρα για πέρα αληθινά, υπάρχουν ή υπήρξαν και πως, στο τέλος, έχεις γνωρίσει σε βάθος έναν άνθρωπο και όχι επιφανειακά ή επιπόλαια ή πλασματικά.
Ένα γλυκό βιβλίο, ανθρώπινο, ανθρωποκεντρικό, με πλούσιες υφές και ηχοχρώματα και με ένα επίπεδο που γοητεύει.