Εδώ ο συγγραφέας Ζάιλερ γράφει για την ιδιωτική ζωή. Για ένα ζευγάρι που, για τριάντα χρόνια, κατοικεί σε προσωρινές κατοικίες.
Αναγκαστικά, η ματιά και η σκέψη των χαρακτήρων –ακόμα και αν δεν είχαν πολιτική άποψη ως τότε, όσο δηλαδή διαδραματίζονταν τα προηγούμενα συμβάντα της ζωής τους αλλά και της αναγνώστριας/-η– αποκτούν πολιτική χροιά και σίγουρα συλλογισμούς πάνω στη ζωή και των άλλων πολιτών, διωγμένων ή διαχωρισμένων ή και αυτών που ως τρόπο επιβίωσης διάλεξαν την «αφωνία» (τη μοναχικότητα).
Σαν ξελογιασμένοι, ζαλισμένοι έρχονται ταξιδιώτες στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λειψίας –σαν μερικούς ελληνικούς μικρούς σιδηροδρομικούς σταθμούς– που χρόνια τώρα, μέρος του προσωπικού, στη ζούλα, πίνει τσίπουρο και προσθέτει βαγόνια ή κάποια φορά ρίχνει ζαλισμένο το τρένο ή πέφτει πάνω σε κάποιο τσοπανόπουλο. Όμως οι Γερμανοί, τότε, το 1989, είναι νομοταγείς ως την ημέρα που πέφτει το Τείχος. Συρρέουν σαν τους ναυτικούς που κατά λάθος θεωρούνται, για καιρό, αγνοούμενοι και οι συγκυρίες τους κάνουν να επιστρέφουν. Μοναχικοί ή νευρωτικοί ή καταθλιπτικοί. Όμως εδώ ήταν πάρα πολλοί. Είχαν φθάσει στον σταθμό αυτό για να πάρουν το τρένο για το Βερολίνο. Όνειρο και επιθυμία χρόνων. Και αρπάζονται στα παράθυρα και μπαίνουν με το κεφάλι στα πλήρη κουπέ. Ίσως θυμίζουν όλα αυτά, συνθήκες στην Βομβάη ή την Καλκούτα. Όλοι φεύγουν για το Βερολίνο.
Του Καρλ του αιμορραγεί η μύτη και μια κοπέλα τον ξαπλώνει έξω σ' έναν πάγκο να συνέλθει. Ανεβαίνει κι αυτή στο τρένο που αναχωρεί. Στο τηλεγράφημα, οι γονείς τού έχουν γράψει, αν θέλει, να τους επισκεφθεί. Παίρνει το τρένο προς Νότο. Περνά τη γέφυρα, που κατασκευάστηκε το 1917 από Γάλλους αιχμαλώτους.
Οι γονείς δεν γνωρίζουν ότι τους είδε μόνο μια φορά τη χρονιά αυτή επειδή μετά τον χωρισμό του από τη γυναίκα του αποπειράθηκε να πεθάνει. Τους συναντά και του το επισημαίνει η μητέρα του, που (όπως εκείνη την εποχή και στην Αθήνα, τα παιδιά απέφευγαν ν' αποκαλούν μπαμπά ή μαμά) την αποκαλεί με τ' όνομά της, ότι τους επιστέφθηκε μόνο μια φορά την τελευταία χρονιά. Τρώνε. Βλέπει τα έγγραφα της μεταβίβασης, που του έχουν κάνει, και του κτηματολογίου. Εγκαταλείπουν το Προσωρινό Κέντρο Κράτησης, όπως το ονομάζουν τώρα πια φανερά, που είναι το είκοσι πέντε χρονών σπίτι τους και πάνε στο γκαράζ επισκευών αυτοκινήτων του πατέρα, ο οποίος δείχνει στον Καρλ τα νέα εργαλεία που έχει προσθέσει. Θα ταξιδέψουν χωριστά μήπως φθάσουν γρηγορότερα στον σκοπό τους να βρουν ή να δημιουργήσουν το μυστικό τους.
Ο θεωρητικός Βελουδής αναφέρει ότι ο Ρ. Macherey (Πιέρ Μασερέ) υποστηρίζει ότι μια γνήσια ανάλυση δεν μπορεί να μένει στο αντικείμενό της, να λέει δηλαδή αυτό που έχει ειπωθεί, αλλά να λέει αυτή την προϋπόθεση χωρίς την οποία το έργο δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Αυτή την εξωκειμενική προϋπόθεση την προσδιορίζει ως ιδεολογία-προκείμενη-προγλωσσική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Ο Ζάιλερ μας την δίνει έτοιμη και μπαίνουμε στον κόσμο των γονιών του χαρακτήρα αλλά κι εκείνης της Γερμανίας που μουδιασμένη ανέστειλε τις προσωπικές αλλαγές έως να πέσει το Τείχος.
Ο Καρλ, τις πρώτες μέρες, ασκεί το καθήκον να φροντίζει το σπίτι των γονιών του στη μικρή πόλη Γκέρα. Όμως θα περιπλανηθεί στους δρόμους του Βερολίνου μέχρι να τον υποδεχτεί στους κόλπους του το «έξυπνο τσούρμο», μια ομάδα νέων γυναικών και ανδρών, που οργανώνει ένα αντάρτικο πόλης για να προστατέψει και να οικειοποιηθεί τα εγκαταλειμμένα σπίτια και διευθύνει το υπόγειο μπαρ Άσελ. Ο Καρλ θα περάσει μέσα από το χάος ενός νέου κόσμου, ελπίζοντας πάντα πως θα ξαναβρεί τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε. Τα δυο τρία πρώτα χρόνια μετά την Πτώση του Τείχους, μιας εποχής γεμάτης ανατροπές, όλα έμοιαζαν πως μπορούν να συμβούν.
Ένα οδοιπορικό, μια ιστορία στην καρδιά του Βερολίνου, μια οικογένεια που το φθινόπωρο του '89 σκορπίζει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και αγωνίζεται να επανασυνδεθεί. Ένα φορητό ραδιόφωνο της δεκαετίας του '60.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το μυθιστόρημα του Λουτς Ζάιλερ Τρανζίστορ κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.