Πως σας ήρθε η ιδέα;
Δ.Τ.: Με έπιασε στον ύπνο. Κυριολεκτικά. Όλα ξεκίνησαν από ένα όνειρο, πολύ καλά σκηνοθετημένο. Μια ταινία μεγάλου μήκους με κανένα κενό. Ξύπνησα και θυμόμουν τα πάντα. Είχα πληρώσει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Έπιασα αμέσως τον υπολογιστή και άρχισα να γράφω ότι ακριβώς θυμόμουν από την ιστορία μου, μη τυχόν και μου ξεγλιστρήσουνε οι λέξεις. Τίποτα δεν είχε σημασία εκείνη την ημέρα όσο αυτό. Και ήξερα πολύ καλά, πως κάτι πολύ σημαντικό για εμένα ξεκινούσε.
Που γράψατε το βιβλίο σας;
Δ.Τ.: Το βιβλίο μου ταξίδεψε πολύ. Ξεκίνησε από την Αθήνα, κάπου στη Φιλαδέλφεια και μετά άρχισε να μπαίνει σε τρένα, σε αεροπλάνα, σε αυτοκίνητα, σε θάλασσες, πουθενά δε χωρούσε. Από τη Φιλαδέλφεια ταξίδευε κάθε μέρα μέχρι το Μεταξουργείο και ύστερα στο Ντέρμπι της Αγγλίας και πάλι πίσω στην Ελλάδα σε κάποιο καφέ της Μακρυγιάννη κάτω από την Ακρόπολη. Όπου έβρισκα ζεστασιά και χρόνο, άφηνα τις λέξεις να ξετρυπώσουν. Στα τελειώματά του πια, πέρασε μια βόλτα από το Παλαιό Φάληρο και ύστερα η τελευταία του διόρθωση έγινε στο Μάντσεστερ. Παρέα με τη βροχή. Όπου εγώ και αυτό. Με ακολούθησε πιστά, δεν έχω κανένα παράπονο.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Δ.Τ.: Τρία με τέσσερα χρόνια. Ποτέ δεν είπα, τώρα θα καθίσεις και θα γράψεις ένα βιβλίο. Αλλιώς ξεκίνησαν όλα. Οπότε και το απήλαυσα. Είπα στον εαυτό μου, θα το ονομάσεις μυθιστόρημα, μονάχα όταν το δεις να στρίβει στη γωνία του δρόμου και να χάνεται. Εκεί πάει να πει, πως ξεκινά το παιχνίδι σας κι εσύ θα πρέπει να τρέξεις να το προλάβεις. Έτσι κι έγινε. Τότε το είδα πιο συγκεντρωτικά το όλο ζήτημα. Ξέρεις πως πάει μετά. Άρχισαν τα deadlines και τα κάποια «πρέπει» και κάποτε έκανε τον κύκλο του, έτσι υπέροχα όπως τον ξεκίνησε. Και εκείνο το βράδυ ξάπλωσα και ονειρεύτηκα την ιστορία μου ξανά, όπως το παρθενικό της βράδυ. Πολλά χαμόγελα έπειτα. Είχα καταφέρει να πω μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, έτσι όπως ακριβώς την ονειρεύτηκα.
Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Δ.Τ.: Αποφθεγματικό, πολυμορφικό, λυρικό, που θέλει να σε δυσκολέψει. Θέλει να σε προβληματίσει. Θέλει να σε βάλει σε σκέψεις. Και θέλει να σου υπενθυμίζει συνεχώς, πως ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας είναι αναντικατάστατος.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Δ.Τ.: Όλα κινούνται γύρω από την αγάπη και τα πολλά της πρόσωπα. Αυτοσκοπός των ηρώων είναι να διεκδικήσουν το πέρας των συναισθημάτων τους, όποια κι αν είναι αυτά και με κάθε κόστος. Σημασία για εμένα δεν είχε ποτέ η ιστορία αλλά τα συναισθήματα. Με αυτά δουλεύω και αυτά δίνω απλόχερα στον αναγνώστη. Ναι, φυσικά και υπάρχει ιστορία. Δηλαδή δυο άνθρωποι που ερωτεύονται βαθιά και ο ένας από τους δύο φεύγει με τον χειρότερο τρόπο, που είναι ο θάνατος. Με έναν φόνο συγκεκριμένα. Όχι πως έχει σημασία, διότι τον θάνατο, είτε τον διαλέγεις, είτε όχι, είναι πάντα ακαριαίος, σχεδόν απρόβλεπτος και παρορμητικός. Και τότε εκείνη που μένει πίσω, αποφασίζει να πάει να τον βρει, πως αλλιώς, με τον δικό της θάνατο. Είναι ενοχική αλλά είναι και δειλή. Ένας άγγελος λοιπόν κατεβαίνει στη γη, όχι τόσο για να τη βοηθήσει και για να της αλλάξει τη γνώμη αλλά για να πάρει πίσω τη χαμένη του ζωή. Είπαμε, τον θάνατο κανείς πραγματικά δε τον διαλέγει. Ένα βιβλίο με μαγεμένες σελίδες είναι το κλειδί στην ιστορία, που μέσα από αυτό, παρελθόν, παρόν και μέλλον ανταμώνουν. Φυσικά, εδώ που φτάσαμε, δε θα μπορούσα να παραλείψω, πως όλο αυτό είναι απλώς ένα παιχνίδι των θεών και τίποτα άλλο.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Δ.Τ.: Τα όλα του. Δεν υπάρχει τίποτε που να μην αγαπώ σε αυτό το βιβλίο. Με έκανε να ταξιδέψω, να πιστέψω, να νοιώσω και μου κρατούσε συντροφιά σε πολύ σημαντικά μεταβατικά στάδια της ζωής μου. Αλλιώς μπήκα μέσα σε αυτό και αλλιώς βγήκαμε και οι δυο. Αλλαγμένοι. Διαφορετικοί. Να χαμογελάμε και να κλείνουμε ο ένας το μάτι στον άλλον.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Δ.Τ.: Αν και είναι άδικο για τους υπολοίπους, θα το πω απροκάλυπτα. Η Εύα. Είναι ο άνθρωπος που μπορώ, ξαπλώνοντας κατάχαμα, όπως κάνει εκείνη, καθώς βλέπει τα αστέρια της να συναντιούνται στον ουρανό, να θαυμάζω πολύ. Είναι εκείνη που θα φτάσει πέρα και από το τέλος, προκειμένου να διεκδικήσει αυτό που της ανήκει και που επ’ ουδενί δε θα συγχωρήσει την αδικία. Είναι μάχιμη και εγώ λατρεύω τους μάχιμους ανθρώπους. Θεωρώ τον αγώνα ισότιμο της αξιοπρέπειας και αντικαθιστώ τη λέξη επανάσταση, πριν προλάβει κανείς να το σκεφτεί, με το ήθος. Κι όλα αυτά, μέσα από μία παιδική διάθεση, μέσα από ένα ουράνιο τόξο χρωμάτων και αυτοσχεδιασμών πάνω σε μια καθημερινότητα, που ενώ ξέρει πόσο προβλέψιμη είναι, παλεύει, για να την κρατήσει. Η Εύα είναι ο άνθρωπος που δεν ευχαριστιέται με το τέλειο, δηλαδή με τον παράδεισο, κάτι που θα ικανοποιούσε και τον πιο ανικανοποίητο. Είναι ο άνθρωπος που διεκδικεί το παρόν του, γιατί ξέρει να ζει πολύ καλά με αυτό και γιατί δεν μπορεί να ελπίζει σε τίποτα, αν δεν κάνει πρώτα τα βήματα του «τώρα». Δεν προτρέχει, ζει. Κι ανταλλάσσει το άπιαστο, το τέλειο, με το αυτό που επιβάλλεται να ζήσω. Για αυτήν, η ρουτίνα των μικρών καθημερινών της στιγμών είναι η δική της αμβροσία. Νομίζω, πως άμα πω περισσότερα, θα περιγράψω κι άλλο τον δικό μου εαυτό, οπότε και σταματώ εδώ.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Δ.Τ.: Συναίσθημα. Ο αναγνώστης θα συναντήσει όλα εκείνα που ίσως ξεχνάει μέσα στην καθημερινότητά του. Όπως, το πόσο κοντά φτάνει ο έρωτας στο θάνατο. Πως κανείς δεν είναι δεδομένος. Πως και η πιο μικρή λέξη είναι μεγάλη. Πώς είναι να σε αγαπάει ένας γονιός και μέχρι που θα έφτανε.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Δ.Τ.: Σε σχέση με το βιβλίο, να μπορέσει ο αναγνώστης να αισθανθεί έστω τα μισά από αυτά που αισθάνθηκα εγώ. Σχετικά με τη ζωή, προσπαθώ να μην έχω αγωνίες. Προσπαθώ, όσο γίνεται, να χρωματίζω τη ψυχή τη δική μου και των αγαπημένων μου ανθρώπων, παρά να τη μαυρίζω. Νομίζω, αυτή είναι η ιδιότητά μου.
Φοβάστε…
Δ.Τ.: Φοβάμαι την άνοια. Τη ξεχασιά. Αυτό που ο άλλος σε βλέπει και δε σε αναγνωρίζει. Ή ακόμη χειρότερα, αυτό που εσύ τον κοιτάς και δε θυμάσαι την πρώτη φορά που σου έφερε λουλούδια, το πρώτο χάδι, την αγωνία σας για το παρακάτω, τις στιγμές σας. Το τρωκτικό της μνήμης είναι χειρότερο και από την απόλυτη εξαφάνιση.
Αγαπάτε...
Δ.Τ.: Τους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στη ζωή μου. Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από εκείνους που είναι δίπλα σου σε όλα. Πακέτο με αυτό, αγαπώ και τη ντομπροσύνη. Αν είσαι άτιμος, φεύγεις από τον κύκλο. Την προδοσία την απεχθάνομαι και την απομαγνητίζω, πριν εκείνη με κομματιάσει.
Ελπίζετε...
Δ.Τ.: Αν όχι για εμάς, για τη δική μου γενιά εννοώ, ελπίζω σε μια πιο αληθινή ζωή για τις επόμενες γενιές. Συνήθως κάτι που είναι πολύ στη μόδα κάνει τον κύκλο του και σπάει σα φούσκα. Δυστυχώς όμως, η εποχή του δήθεν, των σέλφι, της υπερπροσπάθειας να δείχνεις φωτοσοπαρισμένος, της γκομενικής έπαρσης και της αμάθειας, δε λέει να τελειώσει. Και νομίζω πως αυτό έχει καταντήσει κάπως κουραστικό, να συναντάς μηδέν αυθεντικότητα και πολλή προσπάθεια για το τίποτα. Ελπίζω λοιπόν στην αναγέννηση της χαμένης μας αυθεντικότητας και αξιοπρέπειας. Πιστεύω, πως είμαστε ευνοημένοι ως τώρα ως προς τις παροχές από τα σπίτια μας και το βάθος των σπουδών μας, ώστε να βάλουμε μυαλό και να αξιοποιήσουμε πραγματικά τις δυνάμεις μας. Τέρμα οι δικαιολογίες, αυτό προσπαθώ να πω.
Θέλετε...
Δ.Τ.: Είμαι ένα παιδί και τα παιδιά όλο θέλουν. Αλλά αυτό που πραγματικά θα ήθελα, πράγμα πολύ παιδικό μάλλον, είναι ιδανικά, να σταματούσαν όλες αυτές οι τρομοκρατικές επιθέσεις, το ασύλληπτο σκορποχώρι των ανθρωπίνων ψυχών, το παιχνίδι της ατιμίας και το επιχορηγούμενο σημείο μηδέν της χώρας μας, που έγινε από χωριό ολόκληρος χάρτης και κοντεύει να μας πνίξει. Τι άλλο πρέπει πια να μας συμβεί ώστε να προσπαθήσουμε περισσότερο;
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Δ.Τ.: Αυτοί που αγαπούν το βιβλίο, την γλώσσα μας, ξέρουν να διαβάζουν τα συναισθήματα και έχουν υπομονή. Αυτοί που ξέρουν να διαβάζουν τις εικόνες. Το βιβλίο αυτό δεν είναι κάτι γρήγορο και εύκολο, κυρίως γιατί δε μου αρέσουν ούτε τα γρήγορα, ούτε τα εύκολα.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Δ.Τ.: Δε θέλω κανείς να πρέπει να το διαβάσει. Εγώ θέλω να θέλεις. Και θέλω να θέλεις πολύ.
Γιατί δεν πρέπει;
Δ.Τ.: Γιατί δεν πρέπει να πρέπει.
Που/πως μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Δ.Τ.: Ο κάθε αναγνώστης, όπου και να βρίσκεται μπορεί να το παραγγείλει στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου Phonographic Society Books, καθώς επίσης και στο Amazon και στο βιβλιοπωλείο Λοκομοτίβα στα Εξάρχεια.
Που μπορούμε να βρούμε εσάς;
Δ.Τ.: Να και κάτι καλό που κάνουν τα social media. Απαντάω σε κάθε μήνυμα που αφορά το βιβλίο είτε στο λογαριασμό μου στο facebook, είτε στο twitter.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Δ.Τ.: Το βιβλίο είναι πολυδιάστατο, οπότε, μη βιαστείτε να το κρίνετε από το εξώφυλλό του. Κάθε σελίδα χρωματίζεται διαφορετικά. Στο τέλος, κανένας αναγνώστης δε θα έχει στο μυαλό του ένα χρώμα. Πάω στοίχημα γι' αυτό.
Ποια μουσική;
Δ.Τ.: Δεν μπορώ να γράψω ποτέ χωρίς τους Muse μου. Αυτός είναι απαράβατος κανόνας. Αυτοί είναι οι μουσικοί τους και η μουσική τους, το ύφασμα στις εικόνες μου. Οι θεοί δεν έχουν το θεό τους, όπως και κάθε άλλο γραπτό μου, δε φτιάχτηκε ποτέ, χωρίς αυτούς.
Ποιο άρωμα;
Δ.Τ.: Ηλίανθοι και γιασεμιά. Αέρας, χώμα και θάλασσες.
Ποιο συναίσθημα;
Δ.Τ.: Αγάπη και έρωτας. Οι επιφάνειες και τα βάθη τους. Τα όλα σου και τα μισά σου. Τα πρέπει σου και τα μπορώ σου.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Δ.Τ.: Θάλασσα. Δεν υπάρχει τίποτα τόσο πολυμορφικό και πολυδιάστατο, συνάμα τόσο γοητευτικό και επικίνδυνο, τόσο στα άκρα και τόσο γαλήνιο την ίδια ακριβώς στιγμή, όσο η θάλασσα. Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι που το ζωγραφίζουν στο μυαλό μου έτσι, ζητώ συγγνώμη αν διακρίνατε κάποια έπαρση.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Δ.Τ.: Αγαπώ αυτή την ερώτηση για τον εξής λόγο. Είμαι τόσα πολλά πράγματα, τα οποία και απολαμβάνω, τουλάχιστον ως προς το ιδεολογικό κομμάτι τους, όπως ας πούμε έχω τρία πτυχία νομικής τα οποία και αξιοποιώ καθημερινώς, εφόσον είμαι εν ενεργεία δικηγόρος. Το επάγγελμα του δικηγόρου δε το αγαπώ, όμως η νομική είναι μια λατρεμένη επιστήμη, που σε μαθαίνει να έχεις σκέψη και λόγο την ίδια στιγμή. Πολύ βολικό για κάποιον που δε του αρέσει να παραμένει στις θεωρίες. Έχω επίσης σπουδάσει θέατρο. Το θέατρο είναι μαγεία. Είναι ταξίδι με δώρο πακέτο ψυχανάλυσης. Είναι η διαδρομή από το εγώ σου στην ομάδα και πάλι πίσω στο εγώ σου, είναι όλα αυτά μαζί που θες και δε θες να είσαι. Τίποτα όμως δεν είναι σα τη συγγραφή. Τίποτα δεν αντικαθιστά μέσα μου τις λέξεις και όλα αυτά που θέλω να γράψω. Οι λέξεις για εμένα είναι μεγάλες κινηματογραφικές εικόνες με μουσική. Είναι βουβές. Και γεννιούνται μόνο, όταν η μουσική σταματήσει. Αυτό θέλω να είμαι. Αυτό που ήμουν πάντα. Να γράφω όλα εκείνα που περνούν από μπροστά μου. Και τίποτε άλλο. Σκηνοθέτης λέξεων. Υπάρχει αυτό; Αυτό θέλω να είμαι.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Δ.Τ.: Θα με δεις να διαβάζω από ένα απλό ένθετο περιοδικό μέχρι Κάφκα. Για να σε αγαπήσουν οι λέξεις, πρέπει πρώτα να μάθεις εσύ να τις αγαπάς. Και για να εκτιμηθεί το όποιο έργο σου, πρέπει να μάθεις εσύ πρώτα να εκτιμάς όλα όσα βρίσκονται εκεί έξω. Μου αρέσουν λοιπόν πολλοί συγγραφείς, τόσο από την ελληνική όσο και από τη ξένη λογοτεχνία. Νομίζω όμως, ότι είμαι επηρεασμένη από κλασικούς βικτωριανούς συγγραφείς, όπως ο Κάρολος Ντίκενς με τις Μεγάλες Προσδοκίες του. Μόνο κάποιος τόσο σπουδαίος θα μπορούσε να προβλέψει τη σπουδαιότητά του μέσα από τον ίδιο το τίτλο ενός τόσο σημαντικού βιβλίου του, την ίδια στιγμή που η ίδια η ιστορία του βιβλίου κάνει αυτόν το τίτλο φύλλο και φτερό. Πανέξυπνος. Αγαπώ τον ρεαλισμό του και τον θαυμάζω παράλληλα. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η Τζέιν Ώστιν. Επίσης είμαι φανατική αναγνώστρια του Μπέκετ. Και μη ξεχνιόμαστε. Οι δικοί μας κλασικοί. Αν δεν έχεις διαβάσει την Οδύσσεια του Ομήρου δεν έχεις διαβάσει τίποτα. Και φυσικά δε θα μπορούσα να παραλείψω τον μοναδικό Μ. Καραγάτση, που καταπίνω τα βιβλία του κυριολεκτικά σαν καραμέλες.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Δ.Τ.: Σίγουρα ναι. Δεν μπορώ και δε θέλω να πιστέψω ότι δεν έχω δεχτεί επιρροές. Προσπαθώ στη ζωή μου να μην έχω είδωλα, για να είμαι ειλικρινής δεν πιστεύω σε αυτά, γιατί μπορεί να σου δημιουργήσουν εμμονές και επειδή ζούμε σε μια εποχή, όπου το να είσαι ακόλουθος ή οπαδός κάποιου, μπορεί να σε παρασύρει σε ακρότητες και χάσιμο της δικής σου αυθεντικότητας, προτιμώ αποστασιοποιημένα μόνο να θαυμάζω. Επειδή η γραφή μου είναι αποφθεγματική, λειτουργεί πάνω στις εικόνες και στα συναισθήματα των ανθρώπων, θα μπορούσα με σιγουριά να πω, πως δε με έχει επηρεάσει κάποιος «ωμός» ή «εμπορικός» συγγραφέας, όπως ας πούμε ο Ντοστογιέφσκι. Σπουδαίος, δεν αντιλέγω, αλλά αν εγώ και εκείνος συναντιόμασταν κάπου, δε θα τα βρίσκαμε ποτέ, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Για να είμαι όμως ειλικρινής, αν δεν επηρεαστείς από κάποιον ή κάτι, δεν έχεις να πεις τίποτα. Και αυτός ο κάποιος ή το κάτι, δεν είναι ποτέ ίδιοι ή ίδιο. Πάντως, αν θες να σου πω βιβλίο συγκεκριμένα, παρόλο που πιάνω τον εαυτό μου πολλές φορές να κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω, όταν διαβάζει Τάσο Λειβαδίτη, νομίζω ένα βιβλίο που με συγκλόνισε πολύ ήταν το Αγαπητέ Θεέ του Ερίκ Εμανουέλ Σμίτ, όπου ξεκινάει, ως εξής, «με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι, αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σου γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου δεν είχα χρόνο». Μια νουβέλα, για τον 10χρόνο Όσκαρ που πάσχει από λευχαιμία και γράφει γράμμα στο Θεό. Το βιβλίο αυτό το θυμάμαι, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό, δηλαδή θέμα υγείας, είτε σε εμένα, είτε στο περιβάλλον μου.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Δ.Τ.: Οι ήρωές μου με κάνουν ότι θέλουν. Ξεκινούν από πλαστελίνη, που εγώ είμαι έτοιμη να παίξω μαζί της. Ναι έτσι ξεκινούν, αλλά να σου πω κάτι; Ποτέ δεν ήμουν καλή στα εικαστικά και αυτοί οι παμπόνηροι το ξέρουν και με εκδικούνται. Οι ήρωές μου με πάνε ακριβώς όπου θέλουν εκείνοι. Ταξιδεύω εγώ μαζί τους. Και έχει πλάκα, γιατί όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι. Ξέρουμε πολύ καλά και οι δύο πλευρές πως θα τελειώσει αυτή η ιστορία αλλά παρόλα αυτά, μπορούν και κάνουν τα δικά τους.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Δ.Τ.: Όλα ξεκινούν από ένα μικρόβιο που γεννιέται σχεδόν με τη δική σου γέννηση. Πίνεις το γάλα σου, το πίνει και αυτό. Τρως τα φρούτα σου, τα τρώει και αυτό, κ.ο.κ. Η φαντασία είναι το Α και το Ω στη τέχνη, στην οποιαδήποτε έκφραση μέσω της τέχνης αλλά από εκεί και έπειτα, θέλει σκληρή δουλειά. Το επάγγελμα του συγγραφέα δεν είναι χόμπι. Θέλει στρώσιμο. Θέλει μελέτη. Πρέπει να διαβάσεις, να αναλύσεις, να απορρίψεις, να θαυμάσεις άλλους συγγραφείς. Και όχι μόνο βιβλία αλλά οτιδήποτε εμπεριέχει γραπτό λόγο. Επίσης θέλει ενημέρωση. Πρέπει να αντιλαμβάνεσαι σε τι εποχή ζεις. Και σαφέστατα πολύ καλή οργάνωση σκέψης. Επειδή οι λέξεις είναι ατίθασες και δε τις κοντρολάρεις εύκολα, εσύ θα πρέπει να είσαι έμπειρος, να τις προσγειώνεις λιγάκι.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Δ.Τ.: Το βιβλίο, όπως και οποιαδήποτε μορφή τέχνης ή έκφρασης, θα πρέπει καταρχήν να το απευθύνεις. Είτε το απευθύνεις σε έναν άνθρωπο είτε σε όλο τον κόσμο, ξέρεις πως κάποιος παραδίπλα, οφείλει να σε ακούσει. Αν όχι, τότε είναι ένα απλό ημερολόγιο, που κατά τη γνώμη μου δεν έχει καμία σημασία, εκτός αν στο ημερολόγιό του κανείς, γράφει πολύ σημαντικά πράγματα, όπως ας πούμε έκανε η Άννα Φρανκ. Έπειτα είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζεις από την αρχή τι θα πεις στο τέλος και ακόμη κι αν περιγράψεις τις ζωές χιλίων ανθρώπων να κινείσαι πάντα στον ίδιο κεντρικό άξονα. Ρόλο παίζει και να ξέρεις τη ταυτότητά σου. Αν δεν είσαι πεζός, μην προσπαθήσεις να γίνεις. Αν δεν είσαι λυρικός, επίσης, κ.ο.κ.
Τι την αποτυχία;
Δ.Τ.: Δύσκολη λέξη. Ποτέ κανείς δεν μπορεί να πει απόλυτα αυτό είναι επιτυχία, πόσο μάλιστα αποτυχία. Την αποτυχία για εμένα δε την καθορίζουν οι λίγες πωλήσεις, διότι όλα έχουν να κάνουν και με το παιχνίδι της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, που αν είναι καλό, απογειώνει το βιβλίο. Η αναγνωρισιμότητα δε σημαίνει απαραίτητα και επιτυχία για εμένα. Φυσικά και την απολαμβάνεις όταν έρχεται, δε θα μπορούσα ποτέ να είμαι αλαζόνας με κάτι τόσο καλό, όμως δεν είναι και αυτοσκοπός, όταν αυτό που έφτιαξες, είναι αυτό που ξέρεις να κάνεις καλύτερα από όλα και το πιστεύεις. Αυτή η σκέψη για μένα είναι ηδονή και στο δικό μου μυαλό δεν αφήνει κανένα περιθώριο αποτυχίας. Αποτυχημένο λοιπόν θεωρώ το καθετί μέτριο, γρήγορο, «αρπαχτικό» και επιτηδευμένα εμπορικό.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Δ.Τ.: Το στομάχι χρειάζεται τροφή και ο νους γνώση. Το μυαλό πρέπει να το εκπαιδεύεις για να μη σε αφήσει νωρίς και η βιβλιοφαγία είναι το σωστότερο φάρμακο, ειδικά σε έναν κόσμο που λέμε καλημέρα στον διπλανό μας, μέσω εφαρμογών κινητών και υπολογιστών.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Δ.Τ.: «Τα καλύτερα έχουν έρθει, να τα ζεις». Οι άνθρωποι είμαστε αχάριστοι και ματαιόδοξοι. Παλεύουμε πάντα για ένα καλύτερο αύριο με νύχια και με δόντια πολλές φορές και τελικώς, καταλήγουμε να σπρώχνουμε στην άκρη όλο μας το τώρα. Φυσικά και πρέπει κανείς να σκέφτεται το μέλλον, ώστε να είναι μάχιμος αλλά για να γίνει αυτό, επιβάλλεται να ζεις το παρόν σου. Συνήθως, ζούμε με το παρελθόν όταν θέλουμε να είμαστε μελοδραματικοί και κάπως οκνηροί και με το μέλλον, όταν είμαστε υπέρ αγωνιστές. Και ξέρεις ποιο είναι το αποτέλεσμα των υπερ αγωνιστών; Παλιμπαιδισμός. Σίγουρα δε θα μου άρεσε αυτός να είναι ο τίτλος της ζωής μου πάντως.
Ήταν το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για τα νέα βιβλία.
Ή αλλιώς, όχι μόνο το ερωτηματολόγιο του Προυστ.
Αν σας άρεσε, δείτε περισσότερες απαντήσεις επιλέγοντας την ετικέτα Ριντ Φερστ
Αν είστε συγγραφέας και θέλετε να απαντήσετε στο ερωτηματολόγιο ακολουθείστε τον σύνδεσμο
Η Δήμητρα Τσότσου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Οι περισσότεροι λένε πως γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μεγάλο ροζ σύννεφο, που δεν έχει σκάλα να την οδηγήσει πίσω στη γη. Από μικρή αγαπούσε το βιβλίο, το όποιο βιβλίο. Έτσι μια μέρα, έγραψε το δικό της, που το αγάπησε πιο πολύ από όλα τα άλλα. Εντωμεταξύ, κάπου ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος του, σπούδασε νομική στο Κάρντιφ της Ουαλίας, έπειτα ανηφόρισε στο Μπρίστολ της Αγγλίας και από εκεί κατέληξε στο Ντέρμπι, βάζοντας στον σάκο της δυο μεταπτυχιακά. Αφού τελείωσε με τις περιηγήσεις της στη Μεγάλη Βρετανία, επέστρεψε στην Ελλάδα, για να σπουδάσει θέατρο, να δουλέψει ως δικηγόρος, λίγο ως αρθρογράφος σε εφημερίδα και λίγο ως ηθοποιός, για να επιστρέψει και πάλι στην Αγγλία, πιο βόρεια ακόμη, στο Μάντσεστερ αυτή τη φορά, για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Πλέον, είχε πιστέψει και εκείνη, όπως οι ήρωες της άλλωστε, σε ένα από τα πολλά πρόσωπα της αγάπης και αποφάσισε να το ακολουθήσει, σε όποιο σημείο της γης αυτό διάλεγε να πάει. Δεν είναι ρομαντική, μα ερωτεύεται. Δεν είναι ονειροπόλα, μα ονειρεύεται. Δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα παιδί, που κυνηγά στον ουρανό ένα μπαλόνι και μέσα από τα μάτια του σου λέει μια ιστορία.
Οι Θεοί δεν έχουν το Θεό τους [preview]
Phonographic Society Books