Αθηνάς Ζαμπάρα
Μια φορά και έναν καιρό, ένα Αγόρι ταξίδευε ένα βράδυ με την οικογένειά του.
Το ταξίδι ήταν μακρύ και κουραστικό.
Ήταν μια μαγική νύχτα.
Το Αγόρι κοίταξε προς τη θάλασσα.
Εκείνην ακριβώς τη στιγμή, το Φεγγάρι ανέτειλε από τα βάθη της θάλασσας.
Ήταν πανσέληνος.
Το Φεγγάρι ακολουθούσε παντού το Αγόρι και την οικογένειά του.
Δεν τους άφηνε από τα μάτια του.
Το φως του σχημάτιζε ένα ασημένιο μονοπάτι μέσα στη θάλασσα.
“Αγόρι, θέλεις να έρθεις κοντά μου;” ρώτησε το Φεγγάρι.
Το Αγόρι έγνεψε ναι.
“Πάρε το μονοπάτι και θα με φτάσεις” είπε το Φεγγάρι.
Το Αγόρι περπάτησε πάνω στο ασημένιο μονοπάτι και έφτασε το Φεγγάρι.
“Θέλεις να παίξουμε;” ρώτησε το Φεγγάρι.
*****
Πρώτα έπαιξαν κρυφτό.
“Πού μπορώ να κρυφτώ;” ρώτησε το Αγόρι.
“Μπορείς να κρυφτείς όπου θέλεις, εσύ βάζεις τα όρια”.
Το Φεγγάρι τα φύλαξε.
Μέτρησε ως το δέκα και φώναξε “Φτου και βγαίνω!”
Το Αγόρι κρύφτηκε στην αγκαλιά της μαμάς του. Η αγάπη της τον κάλυψε τελείως και δεν φαινόταν.
Το Φεγγάρι δεν μπορούσε να βρει το Αγόρι και έτσι έχασε.
Τα ξαναφύλαξε.
Μέτρησε ως το εκατό και φώναξε “Φτου και βγαίνω!”
Το Αγόρι κρύφτηκε μέσα στο καπέλο του μπαμπά του. Η υπομονή του τον σκέπασε τελείως και δεν φαινόταν.
Το Φεγγάρι δεν μπορούσε να βρει το Αγόρι και έτσι έχασε και πάλι.
Τα ξαναφύλαξε για τρίτη φορά.
Μέτρησε ως το χίλια και φώναξε “Φτου και βγαίνω!”
Το Αγόρι κρύφτηκε στην τσέπη της μεγάλης του αδελφής. Το πείσμα της τον έκρυψε τελείως και δεν φαινόταν.
Το Φεγγάρι ξαναέχασε.
“Είσαι φανταστικός παίκτης”, είπε το Φεγγάρι στο Αγόρι χαμογελώντας.
Το Αγόρι κοιτάχτηκε πάνω στα νερά της θάλασσας.
Δεν είδε τον εαυτό του. Είδε έναν έφηβο να τον κοιτάζει.
Στα μάτια του έφηβου αναγνώρισε την αγάπη της μητέρας του, την υπομονή του πατέρα του και το πείσμα της αδελφής του.
*****
Μετά έπαιξαν πέτρα-ψαλίδι-χαρτί.
“Πόσο δυνατά μπορώ να φωνάξω;”
Μπορείς να φωνάξεις όσο δυνατά θέλεις, εσύ βάζεις τα όρια”.
“Πέτρα-ψαλίδι-χαρτί” φώναξαν δυνατά και οι δυο μαζί, τόσο δυνατά που τους άκουσαν τα πεφταστέρια που εκείνην την ώρα έμπαιναν στην ατμόσφαιρα της Γης.
Το Αγόρι έβαλε πέτρα. Το Φεγγάρι έβαλε χαρτί και νίκησε.
“Πέτρα-ψαλίδι-χαρτί” φώναξαν πιο δυνατά και οι δυο μαζί, τόσο δυνατά που τους άκουσαν οι κομήτες που ταξίδευαν στο σύμπαν.
Το Αγόρι έβαλε χαρτί. Το Φεγγάρι έβαλε ψαλίδι και νίκησε και πάλι.
“Πώς καταφέρνεις να νικάς συνέχεια;” απόρησε το Αγόρι.
“Είμαι από τον κόσμο των αστεριών και μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις των ανθρώπων” απάντησε το Φεγγάρι.
Το Αγόρι έκλεισε τα μάτια του και ονειρεύτηκε ότι νίκησε.
Το Φεγγάρι μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις των ανθρώπων αλλά δεν μπορούσε να αλλάξει τα όνειρά τους.
“Πέτρα-ψαλίδι-χαρτί” φώναξαν τόσο δυνατά και οι δυο μαζί που τους άκουσε το πιο νεαρό αστέρι του γαλαξία που μόλις είχε γεννηθεί.
Νίκησε το Αγόρι.
“Νίκησες με την αξία σου”, είπε το Φεγγάρι.
Στα μεγάλα μάτια του Αγοριού καθρεφτίζεται το Φεγγάρι να χαμογελά.
Το Αγόρι κοίταξε ξανά το πρόσωπό του πάνω στα νερά της θάλασσας.
Δεν είδε τον εαυτό του, ούτε τον έφηβο.
Είδε ένα νεαρό άντρα να τον κοιτάζει.
Στα μάτια του νέου άντρα αναγνώρισε τα όνειρά του.
*****
Μετά έπαιξαν κυνηγητό.
“Μέχρι πού μπορoύμε να τρέξουμε;” ρώτησε το Αγόρι.
“Μπορείς να τρέξεις μέχρι εκεί που θέλεις, εσύ βάζεις τα όρια,” απάντησε το Φεγγάρι.
Έπαιξαν κυνηγητό πίσω από τα βουνά, πίσω από τα σύννεφα και πίσω από τα κύματα.
Πότε το Αγόρι έφτανε το Φεγγάρι και το έκρυβε στη χούφτα του και πότε το Φεγγάρι έπιανε το Αγόρι και το έλουζε ολόκληρο με το φως του.
Όλο γελούσανε και διασκέδαζαν πολύ.
Και τρέχανε και τρέχανε και δεν σταματούσανε.
Τόσο πολύ τρέχανε που στο τέλος το Φεγγάρι δίψασε.
Ένα αλμυρό αεράκι φύσηξε στο πρόσωπο του Αγοριού και δρόσισε τα ξαναμένα του μάγουλα.
“Διψάω αλλά δεν έχω νερό μαζί μου” διαπίστωσε το Φεγγάρι απελπισμένο.
“Πού είναι το σπίτι σου;” ρώτησε το Αγόρι.
“Το σπίτι μου είναι στα αστέρια, μακριά από εδώ” είπε το Φεγγάρι.
Το Αγόρι άνοιξε το σακίδιό του. Είχε δύο μπουκάλια νερό.
Τα έδωσε στο Φεγγάρι, ένα για να πιει και να ξεδιψάσει τώρα και ένα να το φυλάξει για όταν θα ξαναδιψάσει αφού το σπίτι του είναι μακριά.
“Σ’ευχαριστώ που με φροντίζεις” ψιθύρισε το Φεγγάρι στο αυτί του Αγοριού.
Η καρδιά του Αγοριού γέμισε από χαρά που βοήθησε το φίλο του.
Το Αγόρι κοίταξε και πάλι το πρόσωπό του πάνω στα νερά της θάλασσας.
Είδε έναν άντρα με ένα παιδάκι δίπλα του.
Στα μάτια του άντρα αναγνώρισε τη χαρά του να δίνεις και να φροντίζεις τους άλλους.
*****
Η ώρα πέρασε.
Το Φεγγάρι ανέβηκε ψηλά στον ουρανό.
Το ασημένιο μονοπάτι του Φεγγαριού σιγά σιγά εξαφανιζόταν.
“Ώρα να γυρίσεις πίσω” είπε το Φεγγάρι στο Αγόρι.
Το Αγόρι πήρε ξανά το ασημένιο μονοπάτι προς τα πίσω.
Όταν έφτασε στο τέλος του γύρισε και χαιρέτησε το Φεγγάρι.
“Σ’ ευχαριστώ που μου έδειξες το δρόμο”, είπε το Αγόρι στο Φεγγάρι.
Το παιχνίδι σταματά.
Μια καινούρια μέρα ξεκινάει.
Το ταξίδι συνεχίζεται.
Αθηνά Ζαμπάρα
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki