Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ ebooks ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Αιθέρια: Η προφητεία * Ζεστό αίμα * Το μονόγραμμα του ίσκιου * Μέσα από τα μάτια της Ζωής! * Οι Σισιλιάνοι * Όλα θα πάνε καλά ή και όχι * Νυχτοπερπατήματα * Ο πρίγκιψ του δευτέρου ορόφου * Ο αρχάγγελος των βράχων * Το όνειρο του γερακιού ** Ποίηση: Και χορεύω τις νύχτες * Δεύτερη φωνή Ι * Άπροικα Χαλκώματα * Σκοτεινή κουκκίδα * Καταδύσεις * Λυκόσκυλα, Ίμερος και Ηλιοτρόπιο ονείρων ** Διάφορα άλλα: Πλάτωνας κατά Διογένη Λαέρτιο * Παζλ γυναικών * Rock Around... Women! ** Παιδικά: Η Αμάντα Κουραμπιέ, η μαμά μου * Ο Κάγα Τίο... στην Ελλάδα ** Νουβέλες: Όταν έπεσε η μάσκα

Το φλουρί της βασιλόπιτας

Βούλας Λεοντίδου-Πλάτωνα

Χριστουγεννιάτικα φρούτα και ξηροί καρποί, Eloise Harriet Stannard

Την έγνοια της την ένιωθες, ήταν στη ματιά της, στα λόγια της, στα χέρια της, στην περπατησιά της, στο κορμί της όλο! Ξεπηδούσε κάθε στιγμή, με μια αγωνία γλυκιά, που μόνο πάνω σε μια μάνα μπορούσε κάποιος να δει τούτα τα δυο να συγκεριάζονται. Όχι πως ο πατέρας την έγνοια του σπιτιού την ξεπερνούσε αβίαστα, μα τούτος κράταγε τις σκέψεις μέσα του και τις γυρόφερνε και τις πάλευε και τις έκρυβε πίσω από το μακρινό του βλέμμα κι ούτε που άφηνε κανείς να τον καταλάβει. Η μάνα ήταν αυτή που ξεσήκωνε χλαλοή με την έγνοια της μέσα στο σπίτι, απ' το πιο μεγάλο ως το πιο απλό και καθημερινό. Ήταν πραγματικά να την καμαρώνεις, τις μέρες τις χρονιάρες, με τι νοικοκυροσύνη τα πάλευε όλα και τα έφερνε σε λογαριασμό, για όλους και για όλα, για το κάθε τι, μα πιο πολύ για τα γιορτινά μαγειρέματα. Εξάλλου τότε, τα χρόνια τα μικρά, τα δικά μας, αυτά τα μαγειρέματα της μάνας ήταν που έκαναν ξεχωριστές τις μέρες τις γιορτινές, άλλο τίποτε, οι περισσότεροι, δεν είχαν.

Όπως κάθε χρόνο, έτσι κι εκείνη τη χρονιά, η μάνα μας, από την παραμονή της πρωτοχρονιάς είχε ξεκινήσει την προετοιμασία. Έσφαξε την παλιά κότα και την έβαλε στην κατσαρόλα με μπόλικα ψιλοκομμένα κρεμμύδια. Σαν έβρασε την άφησε στην άκρη, τα υπόλοιπα θα γίνονταν νωρίς το πρωί την άλλη μέρα. Ύστερα έφκιαξε το γλυκό. Είχε παραγγείλει καταΐφι, που της το έφεραν από τα Γιάννενα, και το έφτιαξε ωραία ωραία με μπόλικα καρύδια, μυρωδικά και μοσχοβολιστό βούτυρο.

Πρωί πρωί, την πρωτοχρονιά, άναψε τη γάστρα και βάλθηκε ν' ανοίγει τα φύλλα για την πίτα· τι φύλλα... αέρας πες καλύτερα! Μπουρμπούλιασε το ρύζι στον ζωμό της κότας, ίσα ίσα να μαλακώσει έλεγε, έριξε τέσσερις φουσκωτές κουταλιές λαχταριστό βούτυρο, που πήρε από την στάμνα που το φύλαγε, και αφού κρύωσε λίγο η γέμιση, πρόσθεσε πέντε αβγά ελαφρά χτυπημένα και το κρέας της κότας μαδημένο. Άπλωσε την πίτα στο μεγάλο σινί, όμορφα τυλιγμένη με τα φύλλα, την σταύρωσε και ευχήθηκε «κυρά να μπεις, κυρά να βγεις κι αρχόντοι να σε φάνε». Την απόθεκε ύστερα στο μπουχαρί, την σκέπασε με την καυτή γάστρα και μάζεψε τριγύρω τη χόβολη προσεκτικά. Σαν θα γυρνούσε από την εκκλησιά θα την έβρισκε έτοιμη. Το μεσημέρι ζεστή και αφράτη, πεντανόστιμη, θα την έφερνε στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι κουβαλώντας μαζί ελπίδες και όνειρα και θα χόρταινε η ματιά αγάπη και θα ξεχείλιζε η καρδιά από χαρά.

Είχαν γίνει όλα όπως έπρεπε, όπως τα κανόνιζε κάθε χρόνο! Ήταν βλέπεις αυτή η έγνοια της μάνας, η χαρά και η τύχη να μοιράζονται στην οικογένεια δίκαια και σοφά κι ας έβαζε κι εκείνη λιγάκι το χεράκι της! Μας πήρε χρόνια να το καταλάβουμε και σαν το καταλάβαμε, κανείς δεν είπε τίποτε! Το μεγάλο σινί, που έβαζε την κοτόπιτα-βασιλόπιτα, δώρο στον γάμο της, σ' ένα σημείο από την έξω μεριά έγραφε τ' αρχικά της και τη χρονολογία του γάμου της. Β.Δ. ΠΡΑΣΣΟΥ 1930· αυτό το είχε για σημάδι. Από εκεί άρχιζε να μετρά και έβαζε το φλουρί εκεί που εκείνη πίστευε πως έπρεπε να μπει. Ήταν τ' αδέρφια μου φαντάροι... «στα παιδιά που είναι στον στρατό»! Δεν πρόλαβα να τελειώσω το σχολείο και να, το φλουρί έπεφτε σε μένα... «για να βρει η τσούπρα μας καλό γαμπρό». Όταν ο παππούς είχε πατήσει τα ενενήντα πέντε, σαν έβρισκε το φλουρί γελούσαν και τα μουστάκια του.

— Άντε, θα την βγάλουμε και αυτή τη χρονιά, έλεγε.

Έτσι τα τελευταία χρόνια πάντα στον παππού «έπεφτε» το φλουρί. Τι φλουρί δηλαδή, ένα μεγάλο και βαρύ τάλιρο ήταν! Εκείνη τη χρονιά, όπως κάθε χρόνο, ο παππούς σταύρωσε την πίτα χωρίζοντάς την σε τέσσερα μεγάλα κομμάτια και η μάνα μου ανέλαβε το μοίρασμα στα πιάτα. Στο πρώτο τέταρτο ήταν τα κομμάτια της Παναγίας, του Χριστού, του αϊ-Βασίλη, του σπιτιού και του φτωχού. Αρκετά μικρότερα βέβαια αυτά, αφού δεν ήταν «για χόρταση», όπως έλεγε. Στο δεύτερο τέταρτο ήταν τα μερίδια του παππού και του πατέρα μου, στο τρίτο της μάνας μου και του μεγάλου μου αδερφού και στο τελευταίο του μικρότερου αδερφού μου και της αφεντιάς μου. Προσεκτικά πολύ έβαλε το μεγάλο τρίγωνο φελί στο πιάτο του καθενός. Ο παππούς είπε «και του χρόνου να είμαστε καλά», κάναμε τον σταυρό μας και αρχίσαμε να τρώμε. Τρώγαμε και τάλιρο κανείς δεν έβρισκε. Για την μάνα μου που ήξερε, ο παππούς, που περπατούσε τα ενενήντα εννιά, έπρεπε να είναι ο τυχερός.

— Μην και ξέχασες να το βάλεις νύφη;

Χαντακώθηκε η δόλια.

— Όχι πατέρα, το έβαλα στην τροφή –έτσι έλεγε τη γέμιση της πίτας– θα 'ναι στης Παναγίας ή στου Χριστού, εκεί θα είναι.

Αναψοκοκκινισμένη για την αποτυχία του εγχειρήματος και αγριοκοιτάζοντας τον πατέρα μου, που μετά βίας κρατούσε τα γέλια του –σίγουρα εκείνος κάτι υποψιάστηκε– μάζεψε τα πιάτα και πήγε στο μαγειρειό.

Τόσα χρόνια όλα πήγαιναν μια χαρά, τι συνέβηκε φέτος; Να σκάσει, της έρχονταν!

— Έλα να πας την πίτα στον Αντών', μου φώναξε.

Έβαλε το κομμάτι του φτωχού και του αϊ-Βασίλη σε ένα πιάτο, το έδεσε με μια πετσέτα και μου το έδωσε να το πάω. Ο γιδάρης, ο Αντώνης, που φύλαγε όλα τα γίδια του χωριού, κάθονταν μόνος, μακρυά από την οικογένειά του, φτωχούλης και κρυωμένος, σε ένα ετοιμόρροπο κελί πίσω από την εκκλησία της Παναγίτσας. Ήταν στον μαχαλά μας και σε αυτόν πηγαίναμε κάθε χρόνο το κομμάτι του φτωχού.

Την άλλη μέρα το πρωί που η μάνα μου έβγαλε τις γίδες στον γιδάρη, την άκουσα να του λέει.

— Έφαγες την πίτα Αντών';
—Την έφαγα κυρα-Βαγγέλαινα.
— Ήταν καλή;
— Καλή και περίκαλη κυρα-Βαγγέλαινα.
— Ήταν και τυχερή μωρ' Αντών';
— Και τυχερή κυρα-Βαγγέλαινα.
— Άι μωρ' Αντών', σπολάτι σ', καλή χρονιά να 'χ'ς εσύ κι η φαμίλια σ'.

«Το βράδ' στον ύπνο το σκέφτ'κα», μουρμούρισε στον εαυτό της.

Από το κομμάτι του παππού το βαρύ τάλιρο είχε γλιστρήσει δίπλα σε αυτό του φτωχού, δεν ήθελε πολύ. Ήταν τυχερός ο Αντώνης, ο γιδάρης του χωριού μας!

Εκείνη τη χρονιά, λίγο πριν πατήσει τα εκατό, ο παππούς μας «έφυγε» μέσα σε ένα σύννεφο αγάπης! Λέτε γι' αυτό να «έφυγε» και το φλουρί από το φελί του;

ΚΑΛΗ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ!


Copyright © Βούλα Λεοντίδου-Πλάτωνα All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Eloise Harriet Stannard (Χριστουγεννιάτικα φρούτα και ξηροί καρποί)

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
΄΄Εξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΌταν έπεσε η μάσκα, Κωνσταντίνας ΜαλαχίαΌλα θα πάνε καλά ή και όχι, Meg MesonΟ αρχάγγελος των βράχων, Μένιου ΣακελλαρόπουλουΝυχτοπερπατήματα, Λέιλα ΜότλιΛυκόσκυλα Αγγέλας Καϊμακλιώτη, Ίμερος Μαίρης Χάψα και Ηλιοτρόπιο ονείρων Γιάννη ΑναστασόπουλουΠαζλ γυναικών, Σοφίας Σπύρου
Το μονόγραμμα του ίσκιου, Βαγγέλη ΚατσούπηΣκοτεινή κουκκίδα, Γιάννη ΣμίχεληΠλάτωνας κατά Διογένη ΛαέρτιοΚαι χορεύω τις νύχτες, Γαβριέλλας ΝεοχωρίτουΑιθέρια: Η προφητεία, Παύλου ΣκληρούRock Around... Women!, Γιώργου ΜπιλικάΆπροικα Χαλκώματα, Γιώργου Καριώτη
Οι Σισιλιάνοι, Κωνσταντίνου ΚαπότσηΟ πρίγκιψ του δευτέρου ορόφου, Άρη ΣφακιανάκηΜέσα από τα μάτια της Ζωής!, Βούλας ΠαπατσιφλικιώτηΖεστό αίμα, Νάντιας Δημοπούλου
Καταδύσεις, Κατερίνας ΜαρτζούκουΤο όνειρο του γερακιού, Αλεξάνδρας ΜπελεγράτηΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη