Ή αλλιώς 11 lucky slices of infinity and grace
Οι Fur for Fairies, που είναι παρακλάδι της αγαπημένης μου μπάντας των Green Pajamas, παραμένουν γοτθικοί, ποιητικοί και δραματικοί. Παρόλο λοιπόν που ο καλλιτέχνης αναφέρεται εδώ ως Fur for Fairies, μην έχετε καμία αμφιβολία: πρόκειται για το ντεμπούτο album της Susanne Kelly, μακροχρόνιας συντρόφου του Jeff Kelly, τραγουδιστή και βασικού συνθέτη των Green Pajamas, του ιστορικού indie-rock συγκροτήματος από το Seattle. Περιττό δε να πω πως η μουσική εδώ δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτή των Pajamas.
Το δελτίο τύπου της Green Monkey Records αναφέρει τον δίσκο της Susanne ως 11 lucky slices of infinity and grace. Τι στο καλό; Τι να είχε πάρει αυτός που το έγραψε; Δεν μιλάμε για κάποιο album της Jackie Kennedy εδώ. Το όνομα Fur for Fairies, παρόλο που είναι εξαιρετικά πομπώδες και ασαφές, δεν λέει πολλά για το περιεχόμενο και για κάποιον ανεξήγητο λόγο, το όνομα της Susanne Kelly δεν εμφανίζεται πουθενά στην έκδοση – πράγμα παράξενο, αφού η ίδια κατέχει απόλυτα αυτό τον δίσκο. Ένα μόνο πέρασμα από αυτά τα σκληρά και, κάποιες φορές, αιματοβαμμένα και καταδικασμένα κομμάτια και αποκτάς την πλήρη εικόνα. Η Susanne, που θεωρεί τον εαυτό της εξίσου ηθοποιό όσο και τραγουδίστρια, παίρνει τη μορφή μιας φασματικής παρουσίας, μιας μεσονύχτιας νεράιδας ή, με άλλα λόγια, ενός ξωτικού. Με λίγα λόγια, πρόκειται για υλικό που προκαλεί ανατριχίλα, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως προέρχεται από μια όμορφη γυναίκα με φήμη καταξιωμένης εικαστικού του Seattle, με τους πίνακές της να εκτίθενται στους πιο σημαντικούς χώρους της πόλης.
«Κοίταζα το κάθε κομμάτι σαν να ήταν ένα διήγημα, ένα μικρό τέλειο έργο τέχνης βουτηγμένο στη μελαγχολία», λέει η Susanne. «Νιώθω, σχεδόν, ότι υποδύομαι κάθε ρόλο φορώντας το ανάλογο κοστούμι. Έτσι αποφεύγω να παγιδευτώ σε μια ρουτίνα.»
Η έμπνευση για τη δημιουργία αυτού του ιδιόμορφου μικρο-αριστουργήματος ήρθε, όπως λέει η ίδια, ως «μια επανάσταση ενάντια στις δουλειές-βρικόλακες της καθημερινότητας».
Οι Kellys εργάζονταν για πολλά χρόνια στη βιομηχανία της υγειονομικής περίθαλψης. Όσο για τη σκοτεινή φωτογραφία του εξωφύλλου με τη Susanne να έχει ανακατεμένα μαλλιά και χείλη βαμμένα σε απόχρωση αίματος –κάτι που ούτε η ίδια της η μητέρα δεν θα αναγνώριζε– η Susanne δηλώνει ξεκάθαρα: «Δεν έφτιαξα αυτόν τον δίσκο για να γίνω eye candy».
Οι στίχοι, γραμμένοι από τον Jeff με τη βοήθεια της Susanne, έχουν περισσότερο από λίγες στιγμές βγαλμένες απευθείας από τον H.P. Lovecraft. Το Gone With Summer λέει: «Βρέχει παγωμένες σταγόνες από σένα» ή στο The End Of The World: «Περπατάς σαν αγόρι, νιώθεις σαν κορίτσι / Στοιχηματίζω ότι θα 'χες γεύση σαν το τέλος του κόσμου».
Ο Jeff έχει δημιουργήσει συνοδευτικές συνθέσεις που δεν θυμίζουν τίποτα από όσα έχει δοκιμάσει με τους Green Pajamas. Ένα στοιχειωμένο εκκλησιαστικό όργανο κάθεται κάτω από ιστούς αράχνης και κάτω από κιθάρα που θυμίζει τον Hendrix, με περιστασιακά σεισμικά μοτίβα μπάσου που τραβούν όλο τον αέρα από το δωμάτιο.
Είναι φανερό πως κάτι πήρε μαζί του ο Jeff όταν επισκέφθηκε τον τάφο του Bram Stoker στο Highgate Cemetery του Λονδίνου, στα τέλη του 1999, και όταν μιλάει για τη δημιουργική ηθική της Susanne δανείζεται και λίγη ποίηση του Keats. «Δίνει ζωή σε τραγούδια που αναγνωρίζουν τα όριά της και γίνεται σπουδαία μέσα σε αυτά», λέει. «Κάθε τραγούδι είναι ένα πλήρες έργο, χωρίς εξάρσεις και υφέσεις.» Όσο για τον ήχο του μπάσου που ξεκολλάει τον σοβά από τους τοίχους, το αποδίδει σε κάτι που είχε ακούσει παλιά, σε ένα κομμάτι των Λονδρέζων θρύλων του punk, Siouxsie & The Banshees. Αν λοιπόν η Siouxsie ακούσει ποτέ τη Susanne δεν θα έχει καμία αμφιβολία πως η σκυτάλη μπορεί επιτέλους να έχει περάσει σε μια άξια διάδοχο με έντονα δραματικό εκτόπισμα.
Για τους αμύητους, το μόνο στοιχείο για το τι πρόκειται να ακούσουν είναι οι συντελεστές που δηλώνουν πως όλα γράφτηκαν και παρήχθησαν από τον φίλο μου, τον Jeff Kelly. Αλλά ποια είναι αυτή η αισθησιακή ύπαρξη τυλιγμένη σε κάτι που σίγουρα δεν θα ενέκρινε η Chrissie Hynde για τον χειμώνα; Μα, μοιάζει κιόλας με την Chrissie Hynde! Μήπως είναι;.. Μα και βέβαια όχι. Αφού εδώ μιλάμε για Green Monkey, μην ξεχνιόμαστε! Τι είναι λοιπόν τελικά οι Fur for Fairies; Οι Kellys πιθανότατα ξέρουν, αλλά δεν μιλούν και εγώ που την τελευταία 20ετία τους παρακολουθώ στενά –λόγω Jeff, αλλά και της επικείμενης συνάντησής μας στην Αθήνα εντός του 2025– έλυσα κάποια στιγμή το μυστήριο και μπορώ να σας το αποκαλύψω. Οι Fur for Fairies είναι μόνον η κυρία Kelly και κανείς άλλος. Αυτό που μένει να ξεδιαλύνω είναι το αν η Susanne είναι η γούνα ή το… ξωτικό. Τώρα, πώς έγινε και η εικαστική φίλη μου μπήκε στον χώρο της δισκογραφίας; Λόγω Jeff θα μου πείτε, αλλά όχι μόνο λόγω Jeff. Η σόλο ερμηνεία της στο I’d Rather Be Filming In Vanda's Room έπεισε τον τρελό που διοικεί την Green Monkey (τον γνωστό και επίσης φίλο μου Tom Dyer) πως άξιζε την ευκαιρία να κάνει ένα album μόνη της. Ο Dyer ίσως είναι, ας πούμε, τολμηρός και σαφώς λίγο εκτός πραγματικότητας, αλλά έχει κυκλοφορήσει σχεδόν 80 albums σε πάνω από 30 χρόνια, οπότε δεν μπορεί… κάτι θα ξέρει! Ο Tom έχει κυκλοφορήσει τα περισσότερα albums των Green Pajamas και μόνο γι' αυτό είναι ο ήρωάς μου. Αλλά και οι στίχοι του Jeff, που είναι πάντα αφορμή για ψυχανάλυση, διαφωνίες και για μυστικά νοήματα, αυτή τη φορά είναι σιωπηλοί. Πιθανότατα έχει γράψει περισσότερα τραγούδια απ' όσα έχει ηχογραφήσει, οπότε μπορεί να υπάρχει και κάποιο τραγούδι με τίτλο Fur for Fairies καταχωνιασμένο σε κάποιο συρτάρι ανακατεμένο με κάλτσες, το οποίο θα δει το φως της ημέρας όταν η μνήμη αυτού του σόλο ντεμπούτου της Suzanne θα έχει ξεθωριάσει. Μια απορία που έχω σχετικά με τα τραγούδια αυτά, είναι αν ο Jeff είχε αρχικά σκοπό να τα τραγουδήσει ο ίδιος. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι είναι έτσι και εδώ προκύπτει το ενδιαφέρον ερώτημα: γράφτηκαν αυτά τα τραγούδια ειδικά για τη Susanne ή προέρχονται από τα αμέτρητα αδημοσίευτα τραγούδια του Jeff που απλώς ταίριαξαν στη διάθεση, τη φωνή και το συναίσθημά της; Αυτό που ξέρω είναι ότι η Susanne (και η σκυλίτσα τους, η Κλειώ) είναι τα πρώτα άτομα που ακούνε τα τραγούδια του Jeff όταν τα δουλεύει στο στούντιο… και λέω πως ίσως αυτά, απλώς, να κόλλησαν στο μυαλό της και να περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να βγουν προς τα έξω.
Το CD περιλαμβάνει 11 τραγούδια και ξεκινά με το My Stolen Kiss, ένα αρκετά ατμοσφαιρικό και κάπως σκοτεινό τραγούδι, στο οποίο η φωνή της Susanne ακούγεται ιδιαίτερα αισθησιακή. Ακολουθεί το Like the End of the World, ένα υπέροχο ήρεμο κομμάτι με ελαφρώς progressive στοιχεία και σκοτεινούς στίχους. Έπειτα ακούμε το If I Kissed An Angel, ένα εξαιρετικό, χορευτικό τραγούδι, το οποίο διαδέχεται το Gone with the Summer, μια ήρεμη, πιασάρικη μελωδία, όπου η Susanne μας προσφέρει και πάλι σαγηνευτικά φωνητικά. Στη συνέχεια έρχεται το Toward the Dawn, ένα ρυθμικό, χορευτικό κομμάτι με ελαφρώς funk διάθεση, ενώ το Sea of Cortez (A Bourbon Lament) μας προσφέρει ένα όμορφο electro-pop τραγούδι και επαναφέρει τη λατρεία του Jeff για τον Leonard Cohen. Ακολουθεί το Things I Never Did, ένα αργό και αισθησιακά ερμηνευμένο κομμάτι. Στο She Says No, η Susanne μάς χαρίζει μια πολύ ήσυχη και σκοτεινή μπαλάντα, με τη φωνή της να θυμίζει κάπως την Crystal Jacqueline, ενώ στο Long Way Down, ακούμε ένα υπέροχο, ελαφρώς υπνωτικό τραγούδι, το οποίο μας κάνει να κουνιόμαστε ρυθμικά. Το προτελευταίο κομμάτι The Singer of Another Song είναι μια εξαιρετική σύνθεση, με ένα εντυπωσιακό πέρασμα από hammond όργανο και έναν εξαιρετικά πιασάρικο, χορευτικό ρυθμό, αν και με σκοτεινό στίχο. Το album ολοκληρώνεται με το γλυκό και κυματιστό βαλς The Lost Weekend (Autumn 1992), ένα ήσυχο τραγούδι με μελαγχολικό τόνο, που ακούγεται αρκετά βαρύ συναισθηματικά και θα 'λεγα πως είναι το πιο «pajama-ειδές» κομμάτι του album. Θα μπορούσε άραγε να προέρχεται από την περίοδο της Πορτογαλίας; Το ρωτάω γιατί εκεί με πάει. (Οι Kellys λατρεύουν τα fados και τα flamencos, και ταξιδεύουν συχνά στην Ιβηρική Χερσόνησο.)
Τελικά, το album μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα ακόμη project του Jeff Kelly –κάτι που θα ήταν άδικο να μην ειπωθεί– και η Susanne, ναι, τόλμησε να δοκιμάσει μια εντελώς νέα μορφή τέχνης. Η Green Monkey τη βοήθησε βέβαια να κάνει το πέρασμα στη μουσική μέσω ενός ψευδωνύμου και, παρόλο που η μουσική σφραγίδα του Jeff είναι παντού αισθητή, της αξίζουν συγχαρητήρια για αυτό το τολμηρό και γοητευτικό έργο, που –παρά τις μικρές του ατέλειες– άφησε μια απόλυτα ικανοποιητική εντύπωση στα αφτιά μου.
Οι μουσικές επενδύσεις, που πλαισιώνουν τα λόγια της Susanne, είναι εντελώς διαφορετικές από τη δουλειά του Jeff με τους Green Pajamas – δεν υπάρχει ίχνος από το χαρακτηριστικό ψυχεδελικό jangle εδώ, αλλά αντίθετα ακούμε γοητευτικούς ρυθμούς: άλλοτε μινιμαλιστικούς, άλλοτε πιο επιθετικούς, με μεγάλη ποικιλία ήχων από μπάσο, κιθάρες, τύμπανα, κρουστά, πλήκτρα και άλλα. Μουσικά, ο Jeff, κινείται από το ωμό rock μέχρι τις blues θρηνωδίες, με ορισμένες επιρροές από το Seattle να γίνονται αισθητές – αν ξέρεις τι να ακούσεις και πού να το ψάξεις. Στην πραγματικότητα, ως κάποιος που ζει εδώ και χρόνια στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό, μπορώ να πω, πως οι Fur for Fairies μοιάζουν πολύ με ένα album από το Seattle, ακόμα κι αν δεν υπάρχει ένας στερεοτυπικός «ήχος του Seattle». Κάθε κομμάτι έχει τη δική του, ξεχωριστή ταυτότητα και ένα σταθερό στοιχείο στις ενορχηστρώσεις είναι ο προσεκτικός τρόπος με τον οποίο τα μέρη των οργάνων στρώνονται μεταξύ τους – κάθε όργανο έχει τον δικό του ρόλο και ποτέ δεν παίζουν όλα απλώς τις ίδιες συγχορδίες. Ο ηχητικός χώρος γεμίζει με μαεστρία, χωρίς ποτέ να γίνεται θορυβώδης, υπερφορτωμένος ή να περιλαμβάνει αχρείαστα στοιχεία απλώς και μόνο επειδή υπήρχε αυτή η δυνατότητα. H Susanne δεν είναι μια συμβατική τραγουδίστρια, οπότε κάποιοι ακροατές ίσως ξενιστούν από την ερμηνεία της, αλλά ανάμεσα στους δυνατούς στίχους και τα ευφάνταστα μουσικά μέρη, η ακρόαση ανταμείβει εκείνους που θα της δώσουν μια ευκαιρία. Μοιάζει σαν να έγραψε ο Jeff απευθείας για τη γυναίκα του – ή ίσως σαν να του είπε η Susanne: «Εντάξει Jeff, σε προκαλώ να γράψεις αυτό που νομίζεις ότι σκέφτομαι.». Αυτό είναι το αποτέλεσμα. Ακούγεται σαν την ιδανική μουσική για στιγμές όπως αυτές, που το μόνο που θέλεις είναι να ακούς και να απομονώνεσαι από τον υπόλοιπο κόσμο, απλώς για να μπορέσεις να βυθιστείς στις υφές και την ατμόσφαιρα αυτών των συνθέσεων. Τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ και συνιστώ ανεπιφύλακτα αυτό το CD σε όσους αγαπούν την ποιοτική μουσική.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε φωτογραφία της Susanne Kelly από το προσωπικό αρχείο του Γιώργου Μπιλικά.