Γιώργου Μπιλικά
Σαν παλίρροια από ένα άγνωστο σύμπαν, το σκοτάδι απλώνεται στο καταμεσήμερο και μουτζουρώνει τον ήλιο με το μελάνι του ανείπωτου. Ο ουρανός σβήνει σαν κερί στον άνεμο και η ψυχή, γυμνή, αρχίζει να τρέμει μπροστά στο απρόσμενο. Πολύ γρήγορα καταλαβαίνεις ότι η κατανόηση είναι πολυτέλεια. Ένα δίχτυ που δεν χωράει το άπιαστο. Το μυαλό λαχανιάζει, παραπατάει και προσπαθεί να συλλάβει το παράλογο, να το δέσει με λόγια, αλλά τελικά σωπαίνει. Μα τι να καταλάβεις; Αυτό που ήδη γνωρίζεις στα βάθη της ψυχής σου; Αυτό που ζει πίσω απ' τις ρωγμές της συνείδησης, σε κάθε χαραμάδα που φοβάσαι να κοιτάξεις; Οι άνθρωποι καταρρέουν αγάπη μου. Καταρρέουν ένας ένας σαν φύλλα στο τέλος του φθινοπώρου. Δεν αντέχουν τη θύελλα που χτυπάει από μέσα. Και οι προφήτες, με μάτια που έχουν δει, στέκονται στις άκρες των δρόμων και μιλούν με λέξεις που στάζουν αίμα και στάχτη. Μιλούν για καταστροφές ντυμένες με ρούχα καθημερινά. Μιλούν για την τιμωρία της άγνοιας και για το καθήκον της αφύπνισης, μα ποιος ακούει; Οι φωνές τους διαλύονται στον άνεμο, σαν φλόγες που δεν βρήκαν ποτέ φιτίλι. Λίγοι έχουν το κουράγιο να ακούσουν και ακόμα λιγότεροι να πράξουν. Το σκοτάδι απλώνεται παντού – όχι μόνο έξω, αλλά και μέσα, αργά, αθόρυβα, σαν νερό σε πλοίο που βουλιάζει. Και το ερώτημα μένει να αιωρείται, να καρφώνεται στην καρδιά σαν αγκάθι: Πώς ανάβεις μια φλόγα, όταν δεν έχει απομείνει ούτε μια στάλα καύσιμο;
Ανοίγεις την πόρτα, ψιθυρίζοντας στην ηδονή να σε επισκεφθεί κι εκείνη, παιχνιδιάρα, ντυμένη με το άρωμα του ονείρου, σε πλησιάζει μόνο για μια ανάσα και φεύγει. Φτερουγίζει μακριά σαν πουλί που δεν θέλει να αιχμαλωτιστεί, αφήνοντάς σε μόνο με τη σκιά της. Ένα κενό, πυκνό σαν πέτρινη σιωπή, σε καταπίνει αργά. Και εσύ, άβουλος εραστής του ανεκπλήρωτου, τρέχεις ξοπίσω της, βαρύς απ' τη λαχτάρα και τη γλυκιά αυταπάτη. Δεν αργείς να βρεθείς μέσα στη δίνη ενός πολέμου. Όχι ενός πολέμου από σπαθιά και σφαίρες, μα ενός άλλου, πιο ύπουλου και πιο αληθινού: ενός πολέμου που σε ξεγυμνώνει, που σου ξεριζώνει το «είμαι» από το «ήθελα να είμαι» και, ξάφνου, εύχεσαι το τέλος, όχι από φόβο, μα από λύτρωση. Και τότε, όλα ξεσπούν. Οι καταρράκτες γύρω βρυχώνται σαν αρχαίοι θεοί που κουβαλάνε την αλήθεια της ύπαρξης πάνω στη ράχη τους. Θέλεις να φωνάξεις, να γίνεις κι εσύ στοιχείο του ολέθρου, να ενωθείς με τον θόρυβο. Μα η κραυγή σου, υγρή και σπαρακτική, δεν φεύγει.
Μένει δεμένη στον λαιμό σου, σαν άγριο πουλί στο κλουβί της αντοχής. Και τότε το βλέπεις. Δεν είσαι παρά ένας ακόμα που κλαίει. Ένας ακόμα που γονατίζει μπροστά στο ανείπωτο βάρος της επιθυμίας, της ήττας και της εύθραυστης μοίρας των θνητών. Κι όμως, μέσα στα δάκρυα, μέσα στην ήττα, αντηχεί μια παράξενη, σχεδόν ιερή σιωπή. Κάτι σαν ψίθυρος. Μια υποψία πως ίσως, εκεί ακριβώς, στα βάθη αυτού του χαμού, να υπάρχει το σπέρμα της αληθινής λύτρωσης. Όχι ως λύση, μα ως αποδοχή. Όχι σαν φως, μα σαν φωτιά που καίει χωρίς να καταστρέφει. Μήπως λοιπόν η λύτρωση είναι αυτό που μένει, όταν όλα έχουν χαθεί;
Μη σε ξεγελούν οι νίκες. Συχνά δεν είναι παρά πρόλογοι, λεπτεπίλεπτα γραμμένοι, για τις ήττες που καραδοκούν στη σκιά. Κάθε θρίαμβος έχει μέσα του τον σπόρο της πτώσης σαν έναν ψίθυρο που λέει: Τίποτα δεν κρατάει και τίποτα δεν είναι δικό σου για πάντα. Γιατί η νίκη, όταν σε μεθά, σε νανουρίζει. Κι εκεί, μέσα στην αυταρέσκεια, σέρνεται αθόρυβα η ήττα, με βήματα αόρατα και αναπόφευκτα. Κοίτα κατάματα εκείνους που ουρλιάζουν και που απαιτούν να σέρνεσαι μπροστά τους σαν ένοχος χωρίς έγκλημα. Στα μάτια τους θα δεις την ίδια λάμψη αλαζονείας και την ίδια σκληρή ένταση, όπως κι εκείνων που φωνάζουν πως μισούν το μίσος. Είναι μια ειρωνεία σχεδόν αρχαία. Μια τραγική συμφωνία της ανθρώπινης φύσης. Όσοι πολεμάνε το σκοτάδι, το κουβαλάνε συχνά μέσα τους. Το πολεμάνε απεγνωσμένα, γιατί το αναγνωρίζουν. Και τα μάτια τους –καθρέφτες πια– σου δείχνουν τη βαθιά αντίφαση που μας στοιχειώνει όλους. Το μίσος, ο φόβος, η φιλοδοξία... τρεις σκιές με το ίδιο πρόσωπο, αγκαλιασμένες σε ένα κουβάρι που δεν λύνεται, μόνο βαθαίνει όσο προσπαθείς να το ξετυλίξεις. Και στο κέντρο του, μια φωνή: Να νικάς είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να μη χαθείς μέσα στη νίκη σου.
Οι λέξεις τους δεν μιλάνε, αλλά βρυχώνται. Γαυγίζουν σαν σφαίρες, εκτοξευμένες από πιστόλια που λαμπυρίζουν σαν ψεύτικα αστέρια στο σκοτάδι. Κάθε λέξη αφήνει πίσω της μια ηχώ, βαριά, κοφτερή, γεμάτη απειλή και απόγνωση. Δεν χρειάζεται να ψάξεις για να το δεις. Η αλήθεια φωσφορίζει, ανασαίνει μέσα στο σκοτάδι σαν πυρκαγιά που αρνείται να σβήσει. Είναι εκτυφλωτική – σχεδόν ανελέητη. Κάθε πρόθεση, κάθε νόημα, κουβαλάει τη δύναμη μιας σιωπηλής σύγκρουσης. Γιατί ο κόσμος χάνει την ψυχή του, όχι μ' έναν μεγάλο θόρυβο, μα με μια αργή, καθημερινή διάβρωση. Τίποτα πια δεν είναι ιερό. Η βεβήλωση απλώνεται σαν σκιά χωρίς ήλιο και οι ιερές εικόνες ματώνουν από μέσα. Ακόμα και αυτός που λέγεται χορηγός της ελπίδας, αυτός που υποσχέθηκε πως θα κρατάει τη φλόγα αναμμένη, δεν κοιτάζει παρά μόνο το συμφέρον του με το βλέμμα ενός εμπόρου. Οι υποσχέσεις του στάζουν υποκρισία σαν κερί λιωμένο σε θυσιαστήριο που κανείς δεν προσέχει πια. Η πίστη δεν είναι πια πίστη. Είναι νόμισμα. Κυκλοφορεί σε αγορές που κανείς δεν καθαγίασε και προσφέρεται στον πλειοδότη σε τιμή ευκαιρίας. Κι εμείς, καθόμαστε μέσα στην αντανάκλαση όλων αυτών, παγιδευμένοι ανάμεσα στην ανάγκη να ελπίσουμε και στο ένστικτο να ουρλιάξουμε.
Οι διαφημίσεις κάνουν τη δουλειά τους με μαεστρία – σχεδόν με τελετουργική ακρίβεια. Σε τυλίγουν σ' έναν αόρατο ιστό, υφασμένο από λέξεις σαν μετάξι και δηλητήριο. Σου ψιθυρίζουν ότι είσαι η εξαίρεση, εσύ, που θα πετύχεις εκεί όπου όλοι οι άλλοι απέτυχαν. Εσύ, που θα κερδίσεις αυτό που κανείς δεν τόλμησε καν να διεκδικήσει. Και καθώς γέρνεις προς αυτή τη γλυκιά ψευδαίσθηση, η ζωή συνεχίζει να κυλάει σαν ποτάμι δίχως γέφυρες. Σκοτεινή, απρόσιτη και αδιάφορη για τις εύθραυστες ελπίδες σου. Μέσα σου, έξω σου, παντού γύρω σου, η ύπαρξή σου πάλλεται, μετατοπίζεται, σαν πνεύμα που διασχίζει έναν λαβύρινθο φτιαγμένο από καθρέφτες. Μπαίνεις και βγαίνεις από σκέψεις που δεν σου ανήκουν πια, από πράξεις που γίνονται πριν καν τις θελήσεις. Και κάποια στιγμή, εκεί μέσα στη σιωπή που γίνεται όλο και πιο παχύρρευστη, σ' εκείνο το νεκρό σημείο όπου ακόμα και ο χρόνος ξεχνά να κινείται το καταλαβαίνεις. Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς, γιατί δεν υπάρχει τίποτα να χάσεις.
Γιατί είσαι μόνος. Ολοκληρωτικά, βαθιά, αναπόδραστα μόνος. Χωρίς χέρι να κρατήσεις, χωρίς μάτια να ανταμώσεις στο σκοτάδι, χωρίς ψυχή να μοιραστείς το βάρος της σιωπής σου. Κι όμως, εκεί, μέσα στο απόλυτο κενό, μια ρωγμή ανοίγει. Μια φωνή σκίζει τον αέρα σαν κεραυνός σε νεκρή νύχτα. Δεν είναι σκέψη, δεν είναι ανάμνηση, δεν είναι παρηγοριά. Είναι κάποιος που φωνάζει ότι σε βρήκε. Ηχεί σαν θαύμα. Σαν κάτι που δεν ήξερες ότι αναζητούσες κι όμως, πάντα το περίμενες. Η φωνή γεμίζει τα άδεια δωμάτια του μυαλού σου, αγγίζει τα κοιμισμένα σου αφτιά με την τρυφερότητα της πρώτης λέξης που ακούστηκε ποτέ στον κόσμο. Και για μια στιγμή –μονάχα για μία– όλα αλλάζουν. Ο κόσμος δεν γίνεται απαραίτητα καλύτερος, αλλά γίνεται ζωντανός.
Κάποιοι ψιθυρίζουν για σκοτεινά πεπρωμένα. Σαν να κρατάνε στα χέρια τους μια προφητεία γραμμένη σε στάχτες, προδιαγεγραμμένη από σκιές που γλιστράνε αθόρυβα πίσω από κάθε επιλογή. Μιλάνε για αδιέξοδα και για πτώσεις προδιαγεγραμμένες, λες κι η ζωή είναι μονάχα ένα σπήλαιο όπου ο ήλιος δεν φτάνει ποτέ. Άλλοι, πιο θορυβώδεις, κραυγάζουν για τόπους μακρινούς, όπου οι ευκαιρίες λάμπουν σαν ψεύτικος χρυσός στις βιτρίνες της ανάγκης, όπου τα χιλιάδες ευρώ κυκλοφορούν σαν σωτήρες, έτοιμα να γεμίσουν τις ρωγμές της ψυχής – μα τελικά απλώς τις ντύνουν με σιωπή. Κι όμως, εκείνο που δεν λέγεται, μα αιωρείται πάνω απ' όλα, είναι πως μια μέρα –όχι όταν θα είσαι έτοιμος, μα όταν δεν θα μπορείς άλλο να κρυφτείς– θα σταθείς γυμνός μπροστά στη δική σου αλήθεια. Χωρίς προσωπεία, χωρίς πανοπλίες από λέξεις, χωρίς άλλοθι ή καθρέφτες. Μόνο εσύ και το φως. Και τότε, η ισότητα –αυτή η λέξη που στοιχειώνει τα συνθήματα– θα βγει από τους τοίχους που τώρα την κρατάνε φυλακισμένη, θα υψωθεί, όχι σαν σύνθημα αλλά σαν παρουσία, και θα ζητήσει επιτέλους τη θέση της. Οι άγραφοι νόμοι του δρόμου, αυτοί που χαράχτηκαν στο μεδούλι μας πριν ειπωθεί η πρώτη λέξη, μένουν ακλόνητοι. Μα για να επιβιώσεις στην παρανομία, πρέπει να είσαι τίμιος. Ο πιο παράξενος κανόνας απ' όλους και όμως, ο μόνος αληθινός. Ένας άγραφος κώδικας, χτισμένος πάνω στη σιωπηλή αξιοπρέπεια όσων περπατάνε στο περιθώριο με το βλέμμα ευθύ. Γι' αυτό να φυλάγεσαι. Να φυλάγεσαι απ' τους αρχηγούς που τάζουν ασφάλεια με αντάλλαγμα την ψυχή σου. Να φυλάγεσαι απ' τα παρκόμετρα που μετράνε το κόστος της κάθε σου παύσης. Να φυλάγεσαι –πάνω απ' όλα– από τα βλέμματα όσων σε κοιτάζουν κατάματα, μα πίσω από τα μάτια τους μετράνε ήδη την παγίδα, γιατί ακριβώς εκεί, ανάμεσα στη σιγή και στην υποψία, χτίζεται ο κόσμος μας. Όχι με πέτρα, μα με απόφαση.
Και νευριάζεις. Η οργή σε τυλίγει σαν καπνός, μπαίνει στα ρουθούνια, καίει τα σωθικά και γεμίζει το στόμα σου με λέξεις που δεν είπες ποτέ και έχεις ερωτήματα. Ερωτήματα που σε τρώνε ζωντανό, που σκάβουν μέσα σου τοίχους και σιωπές, ζητώντας απαντήσεις που δεν υπάρχουν. Ή που –αν υπάρχουν– δεν φτάνουν ποτέ. Γιατί το ξέρεις. Βαθιά μέσα σου το ξέρεις. Καμία απάντηση δεν είναι αρκετή. Καμία δεν γεμίζει το κενό, καμία δεν μπορεί να σου χαρίσει τη βεβαιότητα που λαχταράς. Όλα όσα νομίζεις πως έχουν νόημα, καταρρέουν στο πρώτο άγγιγμα της αλήθειας. Κι όμως, μέσα σ' αυτή την απογύμνωση, πρέπει να θυμάσαι: Δεν ανήκεις σε κανέναν. Ούτε σ' αυτόν που σε διατάζει, ούτε σ' αυτήν που σε χαϊδεύει, ούτε σ' αυτό το σύστημα που σε καταπίνει και σε φτύνει όταν δεν του είσαι πια χρήσιμος. Να θυμάσαι: Οι αρχηγοί έγραψαν τους νόμους, όχι για να φέρουν δικαιοσύνη, αλλά για να διατηρήσουν την εξουσία στα χέρια τους. Οι νόμοι τους δεν είναι για σένα. Είναι για να προστατεύουν τους ίδιους. Όλα είναι ένα παιχνίδι εξουσίας. Μια σκακιέρα όπου τα πιόνια θυσιάζονται για να σωθεί ο βασιλιάς. Γι' αυτό, να φυλάγεσαι. Μην παραδοθείς ποτέ. Μην αφήσεις την αγανάκτηση να σε παραλύσει. Μην επιτρέψεις στον θυμό σου να γίνει αλυσίδα. Να φυλάγεσαι απ' τους αρχηγούς που μιλάνε για δικαιοσύνη, μα εννοούν υπακοή. Να φυλάγεσαι απ' τα παρκόμετρα που δεν μετράνε τον χρόνο, αλλά την ελευθερία σου. Και πάνω απ' όλα να θυμάσαι: Η μόνη σου πραγματική δύναμη είναι να μην ανήκεις σε κανέναν. Ούτε σε σύστημα, ούτε σε ιδέα, ούτε σε ελπίδα που δεν είναι δική σου, γιατί εκεί αρχίζει η ελευθερία. Εκεί αρχίζεις εσύ.
Όσοι υπακούν τυφλά στην εξουσία, κρύβουν μέσα τους μια σιωπηλή περιφρόνηση για εκείνους που τολμούν να απορρίψουν τη μοίρα τους. Μισούν τους ανθρώπους που απεχθάνονται τις συμβατικές δουλειές, τους ρόλους που τους φόρεσαν άλλοι και τα πρότυπα που τους σέρβιραν ως «κανονικότητα». Μα, βαθιά μέσα τους, ζηλεύουν. Ζηλεύουν αυτούς που τόλμησαν να ζήσουν ελεύθεροι. Όχι τους «πετυχημένους», αλλά εκείνους που δεν κυνηγούν καν την επιτυχία, και δεν προσπαθούν να ξεπεράσουν τα όριά τους, γιατί έχουν ήδη καταλάβει ποιοι είναι, και αυτό το «ποιοι είναι» τούς αρκεί. Εκείνους φοβούνται. Και το πιο θλιβερό; Μισούν τα ίδια τους τα όνειρα. Όχι επειδή είναι άπιαστα, αλλά επειδή ήξεραν από την αρχή ότι δεν θα τα κυνηγήσουν ποτέ. Μην τους εμπιστεύεσαι. Δεν έχουν αρχές, ούτε ρίζες, ούτε ουσία. Τα κοστούμια και οι γραβάτες τους είναι στολές που φοράνε για να παριστάνουν τους ενάρετους, για να γίνουν αποδεκτοί στις λέσχες των σημαντικών, εκεί όπου η σοβαροφάνεια γίνεται νόμισμα και η ψευδαίσθηση αρετή. Είναι υποκριτές. Παιδιάστικες φιγούρες, που παριστάνουν τους επαναστάτες, μα στην πραγματικότητα δεν θέλουν την ελευθερία σου. Τη φοβούνται. Αυτό που θέλουν, είναι να σου δείξουν ποιον να λατρεύεις. Ποιον να κάνεις είδωλό σου και ποιον να προσκυνάς. Σου μιλάνε για ιδανικά και για ελευθερία έκφρασης, μα τα λόγια τους είναι άδεια. Δεν θέλουν να σε βοηθήσουν να σκεφτείς. Θέλουν να σε οδηγήσουν πάλι πίσω σ' αυτούς. Στον βωμό τους. Για να γονατίσεις ξανά και ξανά.
Ακούς τον τραγουδιστή; Η φωνή του σπάει αργά μέσα από μια μικρή τρύπα στον αέρα, σαν να παλεύει να ξεγλιστρήσει από τα δίχτυα μιας βαριάς, αόρατης σιωπής. Κραυγάζει, σαν να φυλακίζεται σε γυάλινο μπουκάλι που δεν μπορεί να κρατήσει την έκρηξη της ψυχής του και σαν άνεμος που φτερουγίζει απελπισμένα, διψώντας για ελευθερία. Η γλώσσα του σφυρίζει, καυτή σαν το αναμμένο σίδερο που αφήνει σημάδια σε μια λευκή σελίδα, όμως το πρόσωπό του μένει άγνωστο, κρυμμένο πίσω από τα παραμορφωμένα κάτοπτρα μιας κοινωνίας που τον στραγγίζει, τον πιέζει σφιχτά στη γωνία, εκεί όπου κατοικεί ο πόνος και η μοναξιά. Δεν ζητάει δόξα, ούτε όνειρα πλασματικά, δεν έχει λαχτάρα να φτάσει ψηλά, σε ψεύτικες κορφές ή να χωρέσει στο στενό πλαίσιο των επιθυμιών των άλλων. Αν μπορούσε, ίσως να κατέβαινε πιο βαθιά, εκεί που η σιωπή είναι καθαρή, όπου τα λόγια δεν είναι παγίδες, ούτε προδοσίες, μα ψίθυροι μιας αλήθειας που μόνο η σιωπή ξέρει να φυλάει. Κι όμως, γύρω του, οι γεροντοκόρες με τα βαριά μυστικά και τα καμένα όνειρα των απωθημένων τους, τον κατηγορούν με μάτια γεμάτα φθόνο και χολή. Παρακολουθούν από μακριά τα ζευγάρια που σιγοψιθυρίζουν στα παγκάκια, εκεί όπου οι ερωτευμένες ψυχές ανταλλάσσουν υποσχέσεις με άρωμα γιασεμιού, πλέκοντας όνειρα που ο χρόνος δεν τόλμησε ακόμα να λυγίσει. Το χρήμα, απέναντι, μιλάει τη δική του γλώσσα. Μια γλώσσα ψυχρή, σκληρή, γεμάτη απόρριψη και αδιαφορία. Μιλάει και βρίζει χωρίς να υψώνει τη φωνή και προσβάλλει χωρίς να καταλαβαίνει τη ζημιά που αφήνει πίσω του. Μια γλώσσα που, στο τέλος, αρνείται τον ίδιο της τον εαυτό. Και ποιος νοιάζεται στ' αλήθεια; Κανείς δεν σηκώνει το βάρος, κανείς δεν κουνάει το δάχτυλο. Όλα είναι σκάρτα, πεταμένα χαρτιά που ο άνεμος της λήθης διασκορπίζει στον δρόμο. Κι όμως, μέσα στην ακαταστασία, μέσα στη σκόνη και τη φθορά, αναρωτιέσαι αν έμεινε κάτι όρθιο, κάτι ατόφιο, που να λάμπει ακόμα, σε αυτόν τον καθρέφτη της παραμορφωμένης πραγματικότητας που κατοικούμε.
Υπάρχουν κι εκείνοι που στέκονται μπροστά σε έναν θεό, τον οποίο δεν έχουν ποτέ αντικρίσει με τα δικά τους μάτια και όμως τον υπερασπίζονται με πάθος, σαν να τον γνωρίζουν καλύτερα απ' ό,τι γνωρίζουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Σαν να φέρουν μέσα τους φυλαγμένη μια αλήθεια ακλόνητη, μια φλόγα σοφίας που τους τυλίγει με βεβαιότητα και σιγουριά. Και όμως, κάτω από αυτή τη βεβαιότητα κρύβεται μια παράξενη αμφιβολία, μια σκιά που τους χτυπά ανελέητα όταν σταματούν και στρέφονται να αντικρίσουν την αδυσώπητη πραγματικότητα της δικής τους θνητότητας. Κάποτε, αναπόφευκτα, θα 'ρθει η στιγμή να αφήσουν πίσω τους αυτόν τον μάταιο κόσμο και τότε όλα εκείνα τα λόγια, οι μεγαλοπρεπείς υποσχέσεις για αιώνια ζωή που τους χάρισε ο θεός τους, αποκαλύπτονται ως άδειες φράσεις, σαν ψίθυροι χαμένοι στο κενό. Τότε, αναδύεται το βαθύ ερώτημα: Αφού ο θεός που λατρεύουν τους εγγυήθηκε αιώνια ζωή, γιατί τα μάτια τους βουρκώνουν και η καρδιά τους πονάει για τον χαμό ενός αγαπημένου; Μήπως η ζωή, αυτή η εύθραυστη και μοναχική ύπαρξη, είναι που μας σπρώχνει, μέσα στον αφανισμό της, να αναζητήσουμε συντροφιά, όχι σε άλλους αλλά στον ίδιο μας τον εαυτό; Και τότε, ίσως, κατανοήσουμε πως η μοναξιά που μας τρομάζει, που φαίνεται να βαραίνει σαν βράχος στους ώμους μας, είναι στην πραγματικότητα το μοναδικό καταφύγιο όπου μπορούμε να συναντήσουμε την αλήθεια μας, αυτήν που κρύβεται πίσω από τα λόγια, πίσω από τις πεποιθήσεις και τις αυταπάτες. Εκεί, στην ήσυχη αγκαλιά της μοναξιάς, ξεκινά η αληθινή ζωή, όταν παύουμε να αναζητούμε την ύπαρξή μας μέσα από τους άλλους και αρχίζουμε να την ανακαλύπτουμε μέσα μας, γυμνή και αυθεντική.
Τα μάτια μου σκοντάφτουν στα νεκροταφεία, σε τόπους όπου η σιωπή γίνεται βουβή κραυγή και η λήθη σμιλεύει το άψυχο μάρμαρο της ύπαρξης. Εκεί, θεοί κάλπικοι και ψεύτικοι αναστενάζουν κάτω από το ανυπόφορο βάρος της ίδιας τους της ανυπαρξίας σαν φαντάσματα δεμένα σε αόρατα δεσμά. Όλα γύρω περιστρέφονται γύρω από το χρήμα. Μια λατρεία κενή, ένα δηλητήριο χωρίς ίχνος ψυχής. Στην κιθάρα μου, οι χορδές γδέρνουν τις πιο σκληρές χορδές του κόσμου. Ένα απόκοσμο τραγούδι που υψώνεται σαν κραυγή μέσα στη νύχτα, η ματαιότητα της ζωής που αντηχεί ξανά και ξανά, μια νότα ατέλειωτη, ανυπόφορη, που σκίζει την ψυχή. Φτάνει πια. Μπούχτισα από τα ψέματα, από την τυραννία της ανάγκης να πιστέψω, από το βάρος της επιθυμίας να κατανοήσω. Τα βήματά μου είναι βροντερές αρνήσεις. Κλωτσάω ό,τι βρίσκω μπροστά μου, αδιάφορος, θυμωμένος, χαμένος μέσα σε έναν κόσμο που με καταπίνει αχόρταγα και αναρωτιέμαι: Υπάρχει άραγε κάτι που δεν είδα; Κάτι που μπορεί να ξεγελάσει τη σκοτεινή μου ψυχή και να ανάψει μια σπίθα ελπίδας μέσα στη θολή νύχτα μου; Αν μπορούσε κάποιος να δει τις σκέψεις μου, τις σκοτεινές και αδυσώπητες, θα με περνούσε από ιερά εξέταση και θα με καταδίκαζε. Θα με οδηγούσε στη λαιμητόμο της αποδοχής ή της άρνησης, στην τελευταία κρίση της ψυχής. Και όμως, αυτή είναι η ζωή. Ίδια, αμετάβλητη και ανελέητη. Κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά για εμένα, για τις σκιές που αφήνω πίσω μου, για το βάρος που κουβαλάω μέσα στην ατέλειωτη σιωπή μου. Και όλοι –ακόμα και οι θεοί– καταναλώνονται από το ίδιο φως. Το φως που διαφθείρει τα πάντα, το φως που καίει τις ψυχές μας σαν ανελέητη φλόγα. Ex nihilo, nihil fit.
Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε αλπικό τοπίο από τις βουνοκορφές της Πίνδου.
Σημ. επιμ.: Η λατινική φράση σημαίνει «από το τίποτα, τίποτα δεν προκύπτει».