Γεωργίου Κονίδη
Και στην προσπάθεια για να επιπλεύσουμε, μας έκαιγε το στήθος από τις κοφτές αναπνοές που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να πάρουν τα κορμιά μας.
Όταν η ζωή κύλαγε μέσα από σκιές, οι καρδιές παρέμεναν σταθερά παγωμένες με απώτερο σκοπό να μην αισθανθούν τίποτε.
Ο έλεγχος και η λογική έσβηναν όλες τις τελείες από τις προτάσεις που τελείωσαν χωρίς καμία ανάσα και χωρίς κανένα νόημα.
Όταν η ζωή κύλαγε μέσα από σκιές, ο κόσμος φάνταζε σκληρός και μόνο με δυσπιστία μπορούσαμε να τον αντιμετωπίσουμε.
Κανένας δεν μπορούσε να μας πλησιάσει, να μας αγγίξει, να μας πει και να ακούσει τα λόγια μας, τα θέλω μας και τα πιστεύω μας.
Τα φαγητά που γευτήκαμε τότε είχαν όλα την ίδια γεύση.
Οι άνθρωποι φλυαρούσαν ακατάπαυστα σε γλώσσα που δεν έβγαζε κανένα νόημα και αναγκαζόμασταν να τους χαμογελάμε συμβατικά.
Όταν η ζωή κύλαγε μέσα από σκιές, ο χρόνος κυλούσε μαρτυρικά αργά αλλά και τόσο ίδια που δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε την μέρα από την νύχτα.
Είχαμε αγνοήσει το παρελθόν και ζούσαμε το παρόν που δεν μπορούσε να δώσει καμία προδιαγραφή για το μέλλον.
Απλώς επιζούσαμε μετρώντας μέσα στα άπειρα δευτερόλεπτα τις μηδαμινές στιγμές που φαινότανε ότι είμαστε κι εμείς άνθρωποι σαν τους άλλους.
Και η ζωή, με χαρακτηριστική αδιαφορία, κυλούσε μέσα σε σκιές που ήταν τόσο σκοτεινές που δεν μπορούσε καμία λάμψη να τις φωτίσει.
Δεν ξέρω πόσο μπορούσε να κρατήσει αυτό.
Δεν γνωρίζω αν η λήθη μπορεί να διατηρηθεί για πάντα.
Αυτό που γνωρίζω είναι ότι εσύ έδιωξες 20 χρόνια σε μία μόνο ημέρα.
Λέγοντας μου είμαι εδώ και είμαι δικιά σου.
Και σαν σε κράτησα στην αγκαλιά μου, αυτόματα σταμάτησα να ψάχνω αυτό που στην πραγματικότητα δεν έλπιζα ότι θα βρω.
Ύστερα, το μόνο που περίμενα ήταν το πότε θα σε ξαναδώ γιατί τότε μόνο μπορούσα να βρω τον σωστό τρόπο αναπνοής.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved, 2025
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε