Ευαγγελίας Αλιβιζάτου
Ηχούν συνεχώς στα αφτιά μου...
Ήσουν μια ενόχληση.
Μου θυμίζαν πάντα τα «πρέπει».
Κάποτε σε κούρδιζαν, κι έπειτα σαν
Έψαξα να σε βρω ξανά,
μα δεν υπήρχες.
Πάει αυτό μου λένε όλοι,
τη θέση σου
πήραν αλλά, φωτεινά, με χρώματα, κουμπιά, μουσική, δεν σε αφήνει ήσυχο ποτέ.
Σε πεθύμησα, ήσουν μια υποχρέωση.
Αλλά μου θύμιζες ότι θα ξημερώσει.
Θα βγει ο ήλιος, κι έπειτα σε κοιτούσα
πάλι πριν σουρουπώσει.
Οι δείκτες σου χόρευαν
σαν μπαλαρίνες.
Ο ένας κοντά στον άλλον κυνηγούσαν την μέρα.
Σε σκουντούσαν με γλυκό τρόπο.
Κάποια φορά έπαψες να ζεις όσο και να σε κούρδισα.
Λυπήθηκα που χάλασες.
Μετά, σε πέταξα σε ένα συρτάρι ξεχάστηκες για χρόνια.
Ήρθανε τα νέα, αυτά που σου λέω, τα φωτεινά τα μοντέρνα.
Όλοι τα φοράνε,
και χαμογελούν σαν σκεπάρνια.
Ντρέπομαι που στο λέω.
Το φόρεσα κι εγώ.
Η κοινωνία προχωράει μαζί με αυτή και ο χρόνος.
Όλα τα «πρέπει» μαζεμένα
μα δεν τα θέλω.
Την σιχαίνομαι αυτή τη λέξη.
Σε κοιτώ στο χέρι μου και σε βγάζω.
Σε πετώ στο δρόμο...
οι ρόδες από το αμάξι σε τσάκισαν, χαμογελώ.
Δεν σε χρειάζομαι.
Εγώ αγάπησα το άλλο.
Με το απαλό τικ τοκ...
συγχώρεσέ με.
Που δεν σε εκτίμησα,
τότε που ήσουν
ζωντανό...
Σε βρήκα πάλι... το ασημί σου
μπρασελέ αγγίζω με αγάπη,
«τι το φοράς»
Με ρωτούν...
«δεν βλέπεις;
δεν δουλεύει»...
Σε ακουμπώ, σε υπερασπίζομαι.
Ανήκεις σε
άλλη εποχή, μη δίνεις σημασία..
Όσο με ακουμπάς θα έχεις πάντα αξία.
🍈
Copyright © Ευαγγελία Αλιβιζάτου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Barbara Kroll