Οι κινηματογραφικές σειρές (franchises) κρατούν σήμερα το Hollywood όρθιο. Όλοι αγαπάμε να ξαναβλέπουμε παλιούς αγαπημένους χαρακτήρες σε νέες περιπέτειες και τα franchises το επιτυγχάνουν αυτό. Μας επιτρέπουν να επιστρέφουμε σε χαρακτήρες που λατρεύουμε, αλλά σε νέες καταστάσεις. Το καλύτερο; Κάθε franchise έχει διαφορετική επιτυχία: το Marvel Cinematic Universe είναι τεράστιο, αλλά λίγα έχουν την πολιτιστική βαρύτητα του James Bond, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960.
Ο James Bond είναι το απόλυτο βρετανικό είδωλο: κομψός, γοητευτικός, τολμηρός και έτοιμος για δράση. Έχουμε δει πολλούς ηθοποιούς να τον ενσαρκώνουν. O πιο εμβληματικός ήταν ο Sean Connery. Ακολούθησαν οι Roger Moore, Pierce Brosnan, Daniel Craig κ.ά., πάντα με παραγωγή των Albert R Broccoli και Harry Saltzman. Όμως, πριν αυτοί δημιουργήσουν το franchise, υπήρξε ένας άλλος υποψήφιος Bond και ήταν Αμερικανός.
Ο James Bond έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση στην τηλεόραση το 1954, στην αμερικανική σειρά Climax, όπου ο Barry Nelson έπαιξε τον πράκτορα 007. Λίγο αργότερα, ένας άλλος ηθοποιός απέκτησε τα δικαιώματα για το βιβλίο Moonraker από τον Ian Fleming, με όνειρο να γυρίσει ταινία και να ξεκινήσει το franchise. Ο John Payne (όχι ο Wayne), σταρ του Hollywood και γνωστός από το Miracle on 34th Street, αγάπησε τον χαρακτήρα και αγόρασε τα δικαιώματα για το Moonraker το 1955. Ήθελε να συνδυάσει το ταλέντο του με ένα εκλεκτό cast. Ο Payne ήθελε πλήρη βρετανική προσέγγιση: γυρίσματα στο Λονδίνο, πλήρες βρετανικό cast και πλησιέστερη στο βιβλίο μεταφορά, κι ας ήταν εκείνος Αμερικανός. Ο σκηνοθέτης Delbert Mann πρότεινε να μετατρέψουν τον Bond σε Αμερικανό πράκτορα (FBI ή OSS), αλλά ο Payne και πάλι επέμεινε στη βρετανική ταυτότητα.
Παρά το πάθος και την επιλογή του δικού του σκηνοθέτη (του Mann), το έργο δεν προχώρησε. Ο Payne δούλεψε πολύ πάνω σε αυτή την ιδέα, αλλά τα σχέδια εγκαταλείφθηκαν. Ο Mann πιστεύει ότι ακόμα κι ως Αμερικανός, ο Bond του Payne θα ήταν επιτυχημένος: «Δημιουργικά ήταν στον ίδιο δρόμο με τους Broccoli και Saltzman. Η ιστορία ήταν συναρπαστική και κανείς δεν θα ενοχλούνταν για την εθνικότητα.». Σίγουρα, θα ήταν ένας Bond διαφορετικός από όσους είδαμε και ίσως ακόμα πιο βαθύς. Σίγουρα, θα ήταν αλλιώτικος. Τελικά, κανείς δεν ξέρει τι θα είχε γίνει αν ο Payne είχε ανοίξει τον δρόμο για το franchise. Ίσως είναι καλύτερο που δεν προχώρησε, διαφορετικά θα είχαμε έναν Αμερικανό Bond.
Αυτά μας λέει η Aimee Ferrier αφού, μέχρι εδώ, μεταφράζω το άρθρο της στο περιοδικό Far Out. Ας δούμε όμως και την προσωπική μου γνώμη.
Αν και διαφωνώ με την ιδέα πως μόνο ένας Βρετανός θα μπορούσε να υπηρετήσει τον χαρακτήρα του James Bond, επειδή θεωρώ ότι η ουσία του Bond δεν είναι τόσο η υπηκοότητα όσο το πνεύμα δράσης, η ευγένεια, η πνευματώδης δίψα για περιπέτεια και η ισχυρή ηθική στάση, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ: Μήπως αυτά είναι χαρακτηριστικά μιας αγγλικής ιδιοσυγκρασίας; (Αντιλαμβάνομαι, φυσικά, ότι το ερώτημά μου γίνεται σήμερα εκ των υστέρων.) Ο John Payne –όπως λέει ο Mann– είχε αυτή την αφοσίωση και η επίμονη προσήλωση στην πιστότητα δεν θα ήταν μειονέκτημα. Αν βάδιζε στα δικά του βήματα, ίσως να είχαμε δει έναν Bond πιο σκοτεινό, πιο noir αλλά εξίσου συναρπαστικό. Προσωπικά, θεωρώ πως η επιλογή ενός Αμερικανού Bond θα ήταν μάλλον ενδιαφέρουσα, πιο ευέλικτη ή και αντισυμβατική, αν και η επιτυχία του φιλμ σε παγκόσμιο επίπεδο θα εξαρτιόταν από το πόσο καλά θα ήταν γραμμένο και σκηνοθετημένο. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η ιστορία δείχνει πόσο κοντά ήμασταν σε μια διαφορετική αρχή για το franchise. Η προσπάθεια του John Payne δείχνει πόσο κρίσιμη είναι η διαχείριση των δικαιωμάτων και της οπτικής, σε μεταφορές διάσημων χαρακτήρων. Όταν ένας ηθοποιός επενδύει τόσο συναισθηματικά στον ρόλο, όπως εμφανίζεται να έκανε ο Payne, το αποτέλεσμα μπορεί να έχει μεγάλη συναισθηματική απήχηση, ακόμα και αν τελικά δεν κυκλοφόρησε. Η επιλογή ανάμεσα στο πιστό και στο καινοτόμο ήταν –και πάντα θα είναι– ζήτημα ζωής και θανάτου στην ιστορία του κινηματογράφου.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου



