Τη λέξη folk μπορεί εύκολα να την κολλάμε σε κάποια albums και να ξεμπερδεύουμε – αν κι εγώ έχω επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν γουστάρω τις ταμπέλες, αλλά όσες φορές το κάνω, τις χρησιμοποιώ ως κώδικες για να καταλαβαινόμαστε. Στην προκείμενη περίπτωση, η λέξη folk είναι υπερβολικά απλή για να την κολλήσουμε σε ένα album όπως αυτό. Μια κιθάρα που παίζεται με τα δάχτυλα και μια λεπτή, προσεγμένη φωνητική ερμηνεία λειτουργούν ως δύο σταθεροί πυλώνες για όσους σπεύδουν να χαρακτηρίσουν αυτή τη μουσική ως folk. Όμως, όπως αποδεικνύει η Ada Lea στο When I Paint My Masterpiece, αυτά που κρύβονται από κάτω είναι πολύ περισσότερα.
Το τρίτο album της Ada Lea (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Alexandra Levy) είναι η πρώτη της κυκλοφορία μετά από τέσσερα χρόνια, αφού η Καναδή καλλιτέχνης έκανε ένα διάλειμμα για να ξανασυνδεθεί με τον εαυτό της στην καθημερινότητα. Ανανεωμένη, μετά την απομάκρυνσή της από τις απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας, επιστρέφει πιο δημιουργική από ποτέ με έναν δίσκο που προέκυψε μέσα από το ξεκαθάρισμα 200 τραγουδιών. Η ηχογράφηση έγινε με τον Luke Temple των Here We Go Magic, σε μια θριαμβευτική επιστροφή στον κόσμο της τραγουδοποιίας.
Στην πορεία της αποδεικνύει ότι αυτό που πολλοί θα θεωρούσαν ως χαλαρή σύνθεση είναι απλώς μια ήπια εισαγωγή σε έναν πολύ πιο ενδιαφέροντα κόσμο. Ο χρόνος που αφιέρωσε στη ζωγραφική κατά το διάλειμμά της είναι αισθητός στις ενορχηστρώσεις, όπου τμήματα μελωδιών επικαλύπτονται, απαιτώντας από τον ακροατή να εστιάσει στις λεπτομέρειες. Οι επιμέρους ιδέες λειτουργούν σαν πρόθυμα κεφάλαια σε μια μεγαλύτερη ιστορία, που χρειάζεται υπομονή για να την κατανοήσεις, και αν την προσεγγίσεις έτσι η ανταμοιβή θα είναι πολλαπλάσια. Ναι, μπορεί να το πεις «λιτό» και να έχεις δίκιο. Αλλά αυτό σημαίνει ότι είναι απλό folk; Καθόλου. Τη μια στιγμή είναι dream pop και την επόμενη shoegaze, με τις μελωδίες να αντλούν συνεχώς αναφορές από διαφορετικά είδη, προσπαθώντας να συμβαδίσουν με την ανεξάντλητη πηγή ιδεών της Lea. Δεν είναι δύσκολο να φανταστείς ότι πίσω από τα τελικά 16 τραγούδια υπήρχαν 200, αφού η Lea έχει την ικανότητα να κάνει κάτι που φαίνεται εντελώς απλό να ακούγεται συνεχώς φρέσκο.
Όλη αυτή η «υπνωτική» δύναμη της ενορχήστρωσης μοιάζει σχεδόν να αποσπά την προσοχή από ένα κρίσιμο στοιχείο της επιτυχίας του δίσκου: τη φωνή της. Είτε πρόκειται για το προσεκτικό ψιθύρισμα στο Something in the Wind, που ακολουθεί υπάκουα τη γραμμή της παραμορφωμένης κιθάρας, είτε για τις διπλοηχογραφημένες αρμονίες στο Midnight Magic, δεν αργείς να καταλάβεις ότι η φωνή της Lea είναι το κοινό νήμα στην ήπια εξερεύνηση των ειδών. Κι έπειτα, ξαφνικά, έρχεται το Snowglobe και οι laser-εστιασμένες φωνητικές προσπάθειες χαλαρώνουν, αφήνοντας τη γοητεία τής μάλλον συγκρατημένης φωνής της να λάμψει. Αλλά και πάλι, ανανεώνεσαι όταν η κιθάρα του Down Under The Van Horne Overpass κάνει την εμφάνισή της, κάνοντάς σε να ξεχάσεις ό,τι φωνητικό γόητρο είχε προηγηθεί και να αρχίσεις να ικετεύεις απεγνωσμένα για έναν καθαρά ορχηστρικό δίσκο της Ada Lea.
Συχνά νιώθω ότι έχω μια αρνητική προδιάθεση απέναντι στα μεγάλης διάρκειας album, επειδή συνήθως αποκαλύπτουν έλλειψη φινέτσας ή αδυναμία κατανόησης μιας ευρύτερης δραματουργικής καμπύλης. Και ναι, μερικά κομμάτια στη δεύτερη πλευρά θα μπορούσαν να έχουν ενωθεί με τα υπόλοιπα 183 που έμειναν απέξω, αλλά είμαι πρόθυμος να κάνω υποχωρήσεις. Το album, αντί να είναι κουραστικό, είναι υπομονετικό. Αντί να είναι επαναλαμβανόμενο, είναι συνεκτικό, και αντί να δείχνει ανασφάλεια, αποπνέει σταθερή αυτοπεποίθηση.
Κομμάτι-ορόσημο: Και ναι Ada μου –μεταξύ μας– ήξερα πολύ καλά ότι όταν θα έφτανα στο τέλος αυτού του album, των 16 κομματιών, το Somebody is Walking Into The Water θα απειλούσε τον ανδρισμό μου και θα με έκανε υπερβολικά συναισθηματικό. Μα την αλήθεια, όμως, Ada, γιατί έπρεπε να με δικαιώσεις; Ένα συγκλονιστικό φινάλε που συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία της ομορφιάς αυτού του album.
Σχόλιο
Το When I Paint My Masterpiece της Ada Lea είναι ένα album που αποδεικνύει ότι η δημιουργικότητα δεν χρειάζεται να φωνάζει για να ακουστεί. Αντί να βασιστεί σε εύκολες ετικέτες ή σε αναγνωρίσιμες φόρμες, πλέκει έναν ηχητικό καμβά όπου το απλό συνυπάρχει με το περίτεχνο και το εσωστρεφές με το τολμηρό. Είναι ένας δίσκος που σε κερδίζει σταδιακά, ακριβώς επειδή δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει με την πρώτη ακρόαση, αλλά να δημιουργήσει έναν κόσμο στον οποίο θέλεις να επιστρέφεις. Αν ποτέ η Ada Lea αποφασίσει όντως να paint her masterpiece, όπως υπαινίσσεται ο τίτλος, μάλλον θα χρειαστούμε όλοι συναισθηματική προετοιμασία.
Μέχρι τότε, το παρόν έργο είναι ήδη μια υπενθύμιση ότι μερικές φορές η πιο δυνατή τέχνη γεννιέται από την υπομονή, την εσωτερικότητα και την άρνηση να περιοριστoύμε σε μία μόνο ταμπέλα. Είδες; Εξακολουθώ να αρνούμαι!
Το προτείνω λοιπόν, σε σένα που αγαπάς την ήρεμη αίσθηση της γαλήνης που σου δημιουργεί μια βόλτα σε μουσείο, μια αίσθηση που υπόσχεσαι ότι θα είναι το κεντρικό σου συναίσθημα στην καθημερινή σου ζωή.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου



