Πέτρου Βαζακόπουλου
Δεν ήταν πολύ αργά όταν άρχισα να τον βλέπω μπροστά μου ή μάλλον δίπλα μου. Όταν λέω να τον «βλέπω» νομίζω ότι εκείνος δεν υπήρχε καθώς εμφανίστηκε μέσα από το σκοτάδι και την ομίχλη στην άκρη του δρόμου να κάνει οτοστόπ.
Για να τα ξεκαθαρίσουμε όλα, θα σας πω από την αρχή την ιστορία μιας· εκείνος νόμιζα πως ήταν κάποιος που «πετάχτηκε» μέσα από το μυαλό μου ξαφνικά, απότομα. Και μάλλον έτσι είναι, ειδικά όταν οδηγείς πάρα πολλές ώρες, μόνος, στις επαρχιακές λεωφόρους με μόνο συνοδηγό τον μονότονο νωχελικό ήχο που κάνουν τα λάστιχα του φορτηγού επάνω στον δρόμο. Κάποια στιγμή τρελαίνεσαι και αρχίζεις να μιλάς πραγματικά με τον εαυτό σου.
Νομίζω πολλοί οδηγοί σαν κι εμένα το έχουν περάσει αυτό ειδικά μετά από χρόνια στο επάγγελμα. Μερικοί έχουν πραγματικά ακούσει να τους μιλά πίσω η φαντασίωσή τους κάνοντας διάλογο. Άλλοι, πλέον, έχουν σαλέψει στο μυαλό τους και βέβαια είναι τόσο παλιοί στο επάγγελμα που κοντεύουν να πάρουν την τέταρτη σύνταξη, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Είναι όπως ο χούφταλο Τζον, που μιλάει ακόμα στο μπαρ μόνος του και πιστέψτε με αυτό δεν είναι παρενέργεια του ποτού.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, με το που είδα τον ταξιδιώτη να βγαίνει μέσα από τα δέντρα στο πλάι του δρόμου, σταμάτησα και τον ανέβασα στο φορτηγό. Σκέφτηκα ότι εκείνος ο άνθρωπος είχε ανάγκη από κάποιου είδους βοήθεια καθώς το σημείο που τον βρήκα ήταν πάρα πολύ μακριά από κάθε είδος πολιτισμού ακόμα και για εμένα με το φορτηγό μου.
Βέβαια, κάποιο μέρος του μυαλού μου μίλαγε λέγοντας μου να μην τον πάρω, να τον αφήσω εκεί πέρα κάνοντας ότι δεν τον είδα. Κι αν ήταν κάποιος παρανοϊκός δολοφόνος; Τότε την κάτσαμε. Βασικά τον κοίταξα και μου φάνηκε καλός τύπος και εγώ ξέρω πότε κάποιος έχει στριμμένη βίδα – με καταλαβαίνετε. Πίστεψα λοιπόν ότι εκείνος ήταν OK. «Για την ώρα», έλεγε μια φωνή στο πίσω μέρος του μυαλού μου κρατώντας την ισορροπία στη λογική και την τρεμάμενη φαντασία μου, καθώς δεν είχε απόλυτα καθησυχαστεί.
Σταμάτησα το φορτηγό. Ο ξένος ανέβηκε επάνω και μπήκε μέσα στην καμπίνα. Αφού τον ρώτησα πού πάει, μου είπε τον προορισμό που πήγαινα κι εγώ, την πόλη όπου θα άφηνα τις προμήθειες. «Πολύ βολικό», φώναξε πάλι εκείνη η φωνή «και γιατί δεν πήγαινε σε οποιοδήποτε άλλο μέρος; Τόσα υπάρχουν εδώ γύρω».
— «Καταλαβαίνω φίλε πως φαίνεται λίγο παράξενο που κάποιος σαν εμένα βρέθηκε εδώ στο πουθενά αλλά να που συναντηθήκαμε και θα έλεγα ότι είναι πολύ ευχάριστο το γεγονός που κάποιος καλοσυνάτος σαν εσένα με πήρε. Σε ευχαριστώ, κάποιος άλλος δεν πιστεύω να σταμάταγε».
Ο τύπος ήταν αληθινός και όταν μίλησε κατάλαβα ότι δεν ήταν κάποιος τρελός. Απλά βρέθηκε σε κατάσταση ανάγκης όπως όλοι μας μερικές φορές. Η αλήθεια είναι ότι τον κοίταγα όσο μπορούσα καθώς το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο επάνω στον δρόμο μην πεταχτεί κάποιο ζώο και έχουμε προβλήματα. Πολλές φορές, μου έχει τύχει στο παρελθόν και κάποια στιγμή κόντεψα να βγω εκτός δρόμου. Δεν είναι τόσο δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο, ειδικά σε έναν επαρχιακό δρόμο με υγρασία και χαλίκια καλυμμένα, από πευκοβελόνες, από τα δέντρα.
Η διαδρομή, που κάνω συνήθως και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, είναι ένα μεγάλο ταξίδι που ξεκινά από ένα παραλιακό μέρος και καταλήγει σε μία πόλη επάνω στο βουνό. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που είχα τις διασυνδέσεις και έπειτα από τόσα χρόνια κατάφερα να «καβαντζώσω» τα συγκεκριμένα δρομολόγια. Ξέρω, απέκτησα κακή φήμη και κάποιοι βρέθηκαν να λένε άσχημα λόγια με περίεργες εκφράσεις, μα δεν με ένοιαξε καθόλου. Είμαι κι εγώ σκληροτράχηλος και ξέρω πότε να αρπάζω ευκαιρίες στη ζωή. Γιατί να νοιαστώ; Εγώ έκανα το κουμάντο μου. Τώρα πάω στο δρομολόγιό μου και είμαι μια χαρά. Βέβαια είναι λίγο μονότονο το ίδιο συνέχεια αλλά δεν βαριέσαι, το παραδάκι να πέφτει.
— «Το πιο περίεργο δρομολόγιο πήρες, από τον παλιό τον δρόμο. Γιατί δεν πήρες τον πιο καινούργιο;», μου είπε ο ταξιδιώτης και φαινόταν περίεργο που έμοιαζε να γνωρίζει τα κατατόπια. Ναι, είχε δίκιο, είχα πάρει τον παλιό επαρχιακό δρόμο και τον ακολουθούσα τις τελευταίες φορές ενώ μπορούσα να έπαιρνα τον νεότερο δρόμο που ούτε τόσες παγίδες είχε και πιο σύντομη ήταν η διαδρομή.
— «Δεν θέλω να τους πληρώνω τους καργιόληδες εκεί στην οδοποιία και πιστεύω ότι παλιά τα έφτιαχναν καλύτερα. Με καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
Ένευσε θετικά και χάθηκε για λίγο στις σκέψεις του. Ένιωσα να γίνεται η στιγμή λίγο αμήχανη και είπα κάτι που σε κάποιους θα ακουγόταν λίγο αδερφίστικο αλλά δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε να συνεννοούμαστε όση ώρα είχαμε για τον προορισμό μας και αυτό ήταν αρκετό. Τον ρώτησα το όνομα του.
— «Τζον» μου είπε, «με λένε Τζον Ντάγκερς».
— «Σαν τα μαχαίρια;», είπα και ήταν το μόνο που είχα βρει να ξεστομίσω. Αυτό κι αν ήταν αμηχανία, μετά πήγα να το αλλάξω να το «προσγειώσω» και νομίζω κατάφερα κάτι.
— «Έχουμε το ίδιο όνομα Τζον».
— «Όχι όμως το ίδιο επίθετο».
Η αμηχανία άρχισε να εξαπλώνεται, πέρασαν μερικά αιώνια δευτερόλεπτα και μετά μίλησε γελώντας.
— «Πλάκα σου κάνω Τζον, ηρέμησε, δεν κουβαλάω μαχαίρια πάνω μου, χαχαχα».
— «Νόμιζα πως, δεν ξέρω... κάτι... άστο να πάει» είπα και χαμογέλασα αμήχανα αφού δεν καταλάβαινα το σχόλιό του.
— «Μπορώ να καπνίσω Τζον;»
— «Ναι μπορείς, αλλά να πετάξεις έξω το τσιγάρο, δεν θέλω να λερώσουμε εδώ μέσα την καμπίνα του φορτηγού».
— «Οκ, βλέπω ενδιαφέρεσαι για το περιβάλλον».
Δεν απάντησα, νομίζω ότι καταλάβαινε.
— «Λοιπόν, νομίζω ότι δεν έχει σημασία αλλά μιας που λέμε τα ονόματά μας, δεν σου είπα το δικό μου επώνυμο, είναι Ντάγκλας».
— «Τζον Ντάγκλας. Χάρηκα», του ξαναείπα και σαν λόξιγκας το φορτηγό κουνήθηκε πάνω κάτω από κάποια λακκούβα στον δρόμο.
— «Τι έγινε και βρέθηκες εδώ στα μέρη; Δεν είναι μακριά από τον πολιτισμό Τζον;»
— «Στον εαυτό σου μιλάς; Μήπως εσύ είσαι έξω από τα νερά σου;», μου αντιμίλησε και με πολύ θάρρος μάλιστα. Δεν το περίμενα κάτι τέτοιο από έναν άνθρωπο που μου ζήτησε ελεημοσύνη, να τον πάρω στη μέση του πουθενά. Πραγματικά με τσάντισε τόσο που σκέφτηκα για μια στιγμή να τον αφήσω εδώ πέρα να πεθάνει από το κρύο μέχρι να περάσω να τον ξαναπάρω αφού το μόνο φορτηγό που περνάει είμαι εγώ και το επόμενο δρομολόγιο θα αργήσει πάρα πολύ.
— «Τι εννοείς; Δεν σε καταλαβαίνω», του μίλησα σκυθρωπός αφήνοντας να φανούν τα νεύρα μου και ότι είχα πειραχτεί που με είχε προσβάλλει έτσι. Δεν ήξερα τι ήταν εκείνο που με ανέβασε στα κόκκινα αλλά φαινόταν να με έχει πειράξει εκείνη η απλή πρόταση που είχε πει. «Μήπως είσαι έξω από τα νερά σου;»
— «Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε πληγώσω Τζον».
Και πάλι διέκρινα μια ειρωνεία στον τόνο της φωνής του και μια «μικρή» αλήθεια μέσα σε αυτά.
Έμεινα αμίλητος καθώς ένιωθα ότι τώρα η λάβα από το βουνό ήταν έτοιμη να εκτοξευτεί, να σταματήσω το φορτηγό και να τον κατεβάσω μέσα στο κρύο να μάθει τρόπους.
— «Συγγνώμη που σε κάνω να αισθάνεσαι έτσι αλλά εσύ δεν είσαι "εκείνος"; Ή μια απλή συνωνυμία είναι το επώνυμο σου; Ντάγκλας δεν λέγεσαι;»
— «Nαι, έτσι λέγομαι», απάντησα μέσα από τα δόντια μου.
— «Εκείνος, συγγνώμη που το λέω, δεν ήταν ο γνωστός συγγραφέας που ακουγόταν τελευταία; Και μάλιστα είχε κατηγορηθεί για κάποια πράγματα; Αν θυμάμαι καλά, είχε κατηγορηθεί για κλοπή ενός συγγραφικού έργου ή μήπως κάνω λάθος Τζον; Εσύ δεν είσαι εκείνος; Νομίζω μάλιστα ότι είχα δει και κάποια φωτογραφία σου στις εφημερίδες, ήσουν νεότερος, μα τώρα έχεις αλλάξει, έχεις γεράσει και πράγματι έχεις αλλάξει το στιλ σου».
— «Νομίζω με μπερδεύεις με κάποιον άλλο, φίλε, τι σχέση έχω εγώ με εκείνο τον συγγραφέα; Εγώ ήμουν, από τότε που θυμάμαι, μέσα στα φορτηγά και τις μετακινήσεις, ίσα που ξέρω να γράφω το όνομά μου».
— «Μπορεί να κάνω και λάθος», είπε απλά και σιώπησε. Χάθηκε στη γωνία του και όπως τον έβλεπα –αν και δεν ήθελα– από την δεξιά πλευρά του ματιού μου, χανόταν στο σκοτάδι. Το έρεβος τον έπαιρνε και ο αέρας τον πέταγε στα μαύρα πελάγη της αβύσσου.
Κάποια στιγμή ένιωσα έναν πονοκέφαλο. Οι λέξεις εκείνες έβγαιναν από το μυαλό μου ή, μάλλον, πετάγονταν σαν μνήμες από ένα παρελθόν που ήθελα να ξεχάσω και μέχρι εκείνη την ώρα πάλευα να κρατήσω κλειστό το καπάκι. Την επόμενη στιγμή κόντεψε να μου φύγει το τιμόνι με αποτέλεσμα να πάρουμε μια στροφή του δρόμου πολύ απότομα καλύπτοντας ολόκληρο τον δρόμο με το φορτηγό. Αν ερχόταν κανείς απέναντί μας θα τον είχαμε σκοτώσει σίγουρα. Κανένα περιθώριο διαφυγής.
«Κανένα περιθώριο διαφυγής», εκείνη η έκφραση που σκέφτηκα και μου θύμισε εκείνη την ημέρα. Τότε που εκείνος ο τρελός τύπος ήρθε και μου μίλησε. Μου είπε ότι του είχα κλέψει το βιβλίο εκείνο και είχα μάλιστα βάλει και το όνομά μου πάνω τυπώνοντάς το. Εγώ γέλασα καθώς δεν είχα ακούσει ξανά κάτι τέτοιο να γίνεται και αφού του είπα ότι ήμουν απλά ένας φορτηγατζής, τον άφησα να με κοιτά με κατάρες στα μάτια και έφυγα.
Πράγματι, εκείνη τη μέρα είχα βρει τυχαία στον δρόμο το χειρόγραφο ή μάλλον εκείνο ήρθε και με συνάντησε. Είχε ξεγλιστρήσει από τα χέρια του αφηρημένου ιδιοκτήτη του πέφτοντας στο πλακάκι του πεζοδρομίου και πήγα και το μάζεψα. Αν και το σωστό ήταν να μην το κοιτάξω και απλά να φωνάξω τον ιδιοκτήτη του, εγώ έκανα το αντίθετο. Κοίταξα τι έγραφε μέσα και έπειτα το παρέδωσα στον ιδιοκτήτη από τύψεις. Πράγματι, δεν ξέρω γιατί είχα κάνει το μοιραίο λάθος να κοιτάξω στις απόκρυφες σκέψεις εκείνου του αγνώστου για μένα ανθρώπου αλλά δεν είχα νιώσει έτσι για τίποτα άλλο στον κόσμο. Ούτε, ακόμα, και για τη γυναίκα μου. Ακόμα χειρότερα, με το που διάβασα τις πρώτες παραγράφους εκείνα τα πολύτιμα δευτερόλεπτα ένιωσα να παρασύρομαι από τη μαγική γραφή του και ήταν για μένα σαν να μου μιλούσε ένας αλλόκοτος κόσμος στο αφτί μου. Το γραπτό, θα έλεγα, κυριάρχησε επάνω μου ολοκληρωτικά και πλέον είχα τυφλωθεί από έπαρση. Ήθελα πάση θυσία να το κάνω δικό μου και έτσι μια νύχτα μπήκα στο σπίτι του ιδιοκτήτη και... το έκλεψα. Το ίδιο βράδυ το διάβασα και για μένα ήταν σαν να ξύπνησε ένας άλλος άνθρωπος μέσα μου. Το αποστήθισα σχεδόν όλο και το επόμενο πρωί άρχισα να γράφω. Η σκέψη μου γινόταν γραφή και δεν σταμάταγε. Ήταν κάτι σαν τη δύναμη του νερού, έρρεε από την πηγή και ήταν αστείρευτη.
Την επόμενη μέρα σχεδόν έγραψα ένα ολόκληρο βιβλίο. Δεν ξέρω πώς βγήκε από το μυαλό μου όλο το σχέδιο σαν να ήταν κρυμμένο. Η γραφή μου ήταν παρόμοια με εκείνης του χειρόγραφου μα δεν γινόταν αλλιώς. Ήταν σαν να μου υπαγόρευε εκείνο, στο υποσυνείδητό μου, τι να γράψω κι εγώ είχα γίνει ο υπηρέτης του. Το αποτέλεσμα ήταν, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να εκδοθεί και να γνωρίσει τεράστια επιτυχία.
— «"Τζον Ντάγκλας, ένας δρόμος ζωή" ήταν ο τίτλος». Μίλησε ξαφνικά εκείνος ο τύπος που ήταν συνεπιβάτης μου. Σκέφτηκα μήπως μιλούσα τόση ώρα δυνατά γιατί αυτό που είπε ήταν σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη μου.
— «Τζον, γιατί δεν λες την αλήθεια; Το να κρύβεσαι πέρα μακριά από την γενέτειρά σου κάνοντας δρομολόγια δεν θα κάνει τον κόσμο να ξεχάσει ποιος ήσουν. Μήπως αυτός ο λόγος είναι που σε φωνάζουν κλέφτη στα μπαρ και σε κοιτάνε με μισό μάτι; Γιατί η κακή φήμη σου προηγείται».
— «Κοίτα, φίλε, το όνομα είναι μια απλή συνωνυμία, δεν ξέρω για ποιον μιλάς. Μπορεί να έχουμε το ίδιο όνομα ίσως και παρόμοιο παρουσιαστικό αλλά σε διαβεβαιώ ότι...» Εκείνη τη στιγμή άλλη μια δύναμη με χτύπησε στο κεφάλι σαν δυνατός πονοκέφαλος και με έκανε να πω κάτι που με πρόδωσε. Σαν να ξεστόμισε όλη την αλήθεια από μέσα μου. Απήγγειλα ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου σαν να ήθελα να κάνω επίδειξη γιατί κάτι μέσα μου με έτρωγε να πω την δική μου αλήθεια. «Ναι ρε φίλε τι θες τώρα; Το βιβλίο πίσω; Να ξέρεις το τύπωσα και μάλιστα με το δικό μου όνομα και είναι δικό μου».
Είχα κοκκινίσει και κοίταγα τον καθρέφτη έξω από το φορτηγό καθώς ήθελα να τον αφήσω έξω στην ερημιά. Δεν με ένοιαζε τι θα πάθαινε και πόσο μακριά ήταν από την πόλη.
— «Εσύ ρε φίλε», είπα με θυμό, «δεν μου είπες ποιος είσαι και κάνεις ότι ξέρεις τόσα;»
— «Με λένε Τζον Ντάγκερς και ήρθα να εισπράξω το χειρόγραφο, εκείνο που κρύβεται μέσα σου και όσο να προσπαθείς να το κρύψεις εγώ μπορώ να το βλέπω από μίλια μακριά και είμαι ο πραγματικός συγγραφέας του».
Τότε σταμάτησα απότομα και το φορτηγό, κόντεψε να σκάσει, με τα λάστιχα να ουρλιάζουν από τη μεγάλη ταχύτητα που προσπαθούσε να εξομαλυνθεί αλλά και τον θυμό μου που τώρα είχε μετατραπεί σε λάβα ηφαιστείου έτοιμη να καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά της.
Στιγμές πέρασαν, που φάνηκαν σαν αιώνες. Μέσα από αυτές, κάτι φάνηκε να είπα στον ταξιδιώτη και εκείνος άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε έξω στην ερημιά. Καθόλου τύψεις δεν ένιωθα για την στιγμή εκείνη. Κάποιες φορές, ο σωστός άντρας πρέπει να παίρνει τις κατάλληλες αποφάσεις και μόλις το είχα κάνει. Τον είχα πετάξει έξω από την καμπίνα και τον είχα παρατήσει στη μέση του πουθενά. Έξω έκανε κρύο και άρχιζε να χιονίζει. Σκέφτηκα κάποια στιγμή μήπως είχα κάνει λάθος μα δεν έδωσα σημασία. Τον είχα ξεφορτωθεί και τώρα θα σταμάταγε να μιλά.
— «Πάρ' τα Ντάγκερς, για να δούμε τώρα τι θα κάνεις μες στο κρύο. Επιτέλους ηρεμία και μοναξιά, μόνο εγώ, το φορτηγό μου και το κρύο, φίλε».
Οι ώρες πέρναγαν και η διαδρομή φάνταζε ατελείωτη. Η αλήθεια ήταν πως με την κουβέντα το δρομολόγιο έφευγε κάπως καλύτερα από τον νου. Οδηγούσα όμως ασταμάτητα πάρα πολλές ώρες και νόμιζα κάποια στιγμή πως είχε αρχίσει να μου στρίβει. Μόνος κι έρημος στο τιμόνι έβλεπα τον δρόμο να χάνεται και να αλλάζει. Ίσως και να αρχίζει ξανά το δρομολόγιο και πάλι πίσω. Μα δεν το βάζω κάτω, είμαι άνθρωπος που φέρνει εις πέρας την αποστολή του και θα το κάνω όπως έκανα πάντα. Μόνο πρέπει να αποφύγω εκείνη την πόλη, εκείνη που ξεκίνησα και άφησα κάποια στιγμή στο παρελθόν με το πρόσχημα μιας δουλειάς, μιας οποιασδήποτε δικαιολογίας για να φύγω από εκείνο το μέρος όσο γινόταν πιο γρήγορα. Δεν ήθελα κανείς να μάθει το μυστικό μου και το φορτίο που κουβαλούσα πίσω μου ήξερε καλύτερα ποιο ήταν αυτό.
Μπροστά μου ξεδιπλώθηκε εκείνη η μέρα που είχα φύγει από την πόλη με μόνη αποσκευή το πρωτότυπο χειρόγραφο στο χέρι. Δεν με ένοιαζε αν είχα κάνει επιτυχία με το βιβλίο και αν θα αποκαθιστούσα το χειρόγραφο ώστε να το βρει ο πραγματικός του ιδιοκτήτης. Το ήθελα δικό μου. Μόνο αυτό. Ολόδικό μου. Πράγματι, εκείνος ο ξένος, ή μάλλον γνωστός μου, που είχα πάρει οτοστόπ, έλεγε την αλήθεια. Εκείνος ήταν ο ιδιοκτήτης και εγώ του το είχα κλέψει. Τον αναγνώρισα από την πρώτη στιγμή μα δεν ήθελα να σας το πω. Είχα σχεδιάσει από την αρχή να τον πέταγα έξω καθώς ήταν το τέλειο σχέδιο. Επιτέλους να σταμάταγε να με καταδιώκει ακόμα και στο υποσυνείδητό μου. Μάλιστα, πολύ απλά θα τον άφηνα εκεί στην ερημιά όπως και έγινε. Τέρμα πια οι τύψεις μου.
Είμαι ελεύθερος.
Μα δεν νιώθω καλά. Δεν ξέρω, σαν κάτι περίεργο να συμβαίνει και αυτό το δρομολόγιο φαίνεται πολύ μακρύτερο από ότι ήταν. Αισθάνομαι ότι δεν φτάνω ποτέ στον προορισμό μου και συνέχεια παίρνω τις ίδιες στροφές οδηγούμενος σε έναν αέναο κύκλο. Πάντα είναι σκοτάδι και ο ήλιος ποτέ δεν ανατέλλει όπως θα έπρεπε. Η διαδρομή έπρεπε να έφτανε στο τέλος της όταν θα ήταν πια πρωί μα εκείνη η ώρα φαίνεται να μην έρχεται ποτέ.
Τα μάτια μου έκλειναν από την κούραση πάνω στο τιμόνι και όταν τα άνοιγα ξανά τον έβλεπα μπροστά μου. Μία στον δρόμο να κάνει οτοστόπ, την άλλη να βρίσκεται δίπλα μου και την επόμενη να μιλάμε και να γελάμε στο εσωτερικό της καμπίνας, σαν φίλοι από παλιά.
Σκέφτηκα ότι μέσα σε εκείνο το χειρόγραφο ήταν όλη μου η ζωή. Δεν μπορούσα να το αφήσω στα χέρια κάποιου ξένου ακόμα και αν αυτός ήταν ο θάνατός μου με τη μορφή του Τζον Ντάγκερς. Έτσι καταδικάστηκα να ζω σε μια επαναλαμβανόμενη στιγμή φυγής και τύψεων όπου, έστω για λίγο, κράταγα ζωντανή την ύπαρξή μου.
— «Τζον έχουμε και το ίδιο όνομα», φώναζα την τελευταία στιγμή πριν η ψυχή μου μπει και εκείνη στο βιβλίο που κράταγε ο Ντάγκερς. Τώρα, είχα γίνει επιτέλους ένα με το χειρόγραφό μου καθώς το φορτηγό γινόταν κομμάτια κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και το επερχόμενο έρεβος. Πόσο όμορφο ήταν να τον κοιτώ παίρνοντας του τη ζωή του μέσα από τα χέρια του! Να κλέβω τις στιγμές της ύπαρξής του, τη ζωή ολόκληρη, το έργο του.
Τζον Ντάγκερς.
Διάβαζα για αυτόν, για εκείνον τον οδηγό που κάποτε έκλεψε το χειρόγραφο και από μέσα μου μια δυσπιστία γεννιόταν κάθε φορά. Ότι εκείνος δεν μπορούσε να υπάρχει, δεν γινόταν να γράφει τόσο υπέροχα, τόσο αληθινά, τόσο δημιουργικά. Μαζί με αυτό γεννήθηκε ο φθόνος μου για εκείνον. Ότι μόνο εγώ μπορούσα να αναδείξω το χειρόγραφό του, τη γραφή του και μόνο εγώ μπορούσα να αναδείξω την ταυτότητά του αφού ήμουν σχεδόν σίγουρος πως εκείνος γεννήθηκε μέσω εμού.
Φαινόταν πως βρισκόμουν μέσα σε μια ίδια συνεχόμενη, επαναλαμβανόμενη στιγμή με τον εαυτό μου να κάνει οτοστόπ μέσα στο κρύο. Κάθε φορά του έλεγα ότι είχε κλέψει το χειρόγραφο και εκείνος να μην μπορεί να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τη φαντασία.
Τζον Ντάγκλας είναι το όνομά μου, του είχα πει κάποτε και ήταν τότε που του είχα δώσει το όνομά του. Εκείνο που του ταίριαζε απόλυτα. Έπειτα τον έκανα να περιφέρεται μέσα σε ένα συνεχόμενο δρομολόγιο και συνέχεια προσπαθούσα να τον πείσω για το γεγονός που έδειχνε ότι εγώ ήμουν ο ένας, ο μοναδικός, και έπρεπε να το καταλάβει, ότι εγώ ήμουν το χειρόγραφο. Η μετουσίωσή του.
Copyright © Πέτρος Βαζακόπουλος All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε



