Μαρίας Καρυτινού
Ηταν παραμονή Χριστουγέννων και ο ουρανός έλαμπε από ανήσυχα αστέρια που έμοιαζαν να τρέμουν από χαρά. Το χωριό κοιμόταν ήσυχα, σκεπασμένο με μια λεπτή κουβέρτα χιονιού και απ' τα τζάκια ανέβαιναν καπνοί που μύριζαν όνειρα, φύλλα δροσιάς, κανέλα και θαλπωρή. Μόνο η μικρή Αγνή δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Είχε ακουμπήσει το μάγουλό της στο παράθυρο και αγνάντευε το φως που τρεμόπαιζε από το μακρινό καμπαναριό. Από τότε που έφυγε ο παππούς της, τα Χριστούγεννα είχαν χάσει λίγη από τη μαγεία τους.
Κανείς δεν έλεγε πια τις ιστορίες του για αγγέλους που κατέβαιναν τη νύχτα, για τα δέντρα που ψιθύριζαν ευχές ή για τ' αστέρια που έκλαιγαν από χαρά.
Όμως εκείνη τη νύχτα συνέβη κάτι διαφορετικό. Ένα φως απαλό σαν ανάσα γλίστρησε μέσα από τη χαραμάδα του παραθύρου και κύλησε πάνω στα χέρια της. Δεν ήταν σαν το φως του φεγγαριού, γιατί η ζεστασιά του θύμιζε αγκαλιά. Η Αγνή ακούμπησε προσεκτικά την παλάμη της πάνω του και άφησε τα δάχτυλά της να παίξουν για λίγο μαζί του.
«Μη φοβάσαι Αγνή. Ήρθα να σου πω κάτι που μόνο τα παιδιά μπορούν ν' ακούσουν».
Η Αγνή δεν φοβήθηκε. Θυμήθηκε τα λόγια του παππού της για τους αγγέλους, όταν μιλούσε για τα φωτεινά, γεμάτα αγάπη και καλοσύνη πρόσωπά τους, τα πλάσματα του καλού Θεού που προστατεύουν τα μικρά παιδιά. Καθώς σκεφτόταν το παρελθόν, το φως άρχισε να παίρνει σχήμα, να στριφογυρίζει, ώσπου εμπρός της στάθηκε ένα πλάσμα βγαλμένο από σελίδες παραμυθιών. Ένα πλάσμα με φτερά διάφανα σαν πρωινό πάγο και μάτια που έλαμπαν σαν τον ήλιο.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε διστακτικά η Αγνή.
«Είμαι ένας άγγελος, ο άγγελος των λησμονημένων ευχών. Έρχομαι, όταν οι άνθρωποι κάνουν ευχές γεμάτες πόθο και πιστεύουν βαθιά...», απάντησε ο άγγελος γλυκά.
Η Αγνή κοίταξε τον ήλιο στα μάτια του φωτεινού πλάσματος και ρώτησε διστακτικά.
«Δηλαδή είσαι εδώ για χάρη μου;»
«Ήρθα να σου πω πως όταν κάποιος φεύγει από τη ζωή, ούτε οι ψυχές, ούτε οι ευχές, ούτε η αγάπη χάνεται. Το μυστικό αυτό μου το είπε ο άνεμος και τ' αστέρια που γνωρίζουν πως, όταν ένα παιδί αναπολεί κάποιον που ταξίδεψε στον ουρανό, τότε ένας ήχος γεννιέται στον παράδεισο. Είναι οι ψαλμοί των ψυχών που τραγουδούν τα Χριστούγεννα για χάρη του Χριστού.
«Δηλαδή, ο παππούς μου τραγουδά;» ρώτησε η Αγνή, γεμάτη απορία.
«Άκουσε!» είπε ο άγγελος, χαμογελώντας.
Κι εκεί μες στη σιωπή του χιονιού, μια μελωδία γλυκιά και αόρατη, απλώθηκε σαν λεπτά απαστράπτοντα νήματα αγάπης μέσα στη νύχτα. Ήταν η ψυχή του παππού της που της μιλούσε για την καρδιά που χτυπά, καθώς λάμπει μπροστά στον θρόνο του Θεού.
Δάκρυα κύλησαν απ' τα μάγουλα της Αγνής, μα όχι από λύπη. Τα δάκρυά της ήταν σαν το χιόνι και έλιωσαν τη θλίψη που 'χε φωλιάσει μέσα της.
«Τα Χριστούγεννα είναι ένα κερί αγάπης που κρατά τις αναμνήσεις της ζωής μας…» είπε ο λευκοφόρος άγγελος στο μικρό κορίτσι.
Με τα λόγια αυτά, το φως διαλύθηκε αθόρυβα, σκορπίζοντας μικρές σπίθες χαράς και ευωδίας σαν μέλι μέσα στην κάμαρα.
Το επόμενο πρωινό, η μητέρα της βρήκε την Αγνή να κοιμάται μπροστά στο παράθυρο, κρατώντας ένα
φτερό και ένα κερί στο χέρι της.
Το κορίτσι άνοιξε τα μάτια της και με ένα χαμόγελο είπε στη μητέρα της.
«Μαμά, ο παππούς ψάλλει στον ουρανό με γλυκιά φωνή και μας θυμάται με αγάπη! Μου το είπε ένας άγγελος…»
Κι από τότε, κάθε Χριστούγεννα, άναβε ένα λευκό κερί εμπρός στο παραθύρι της κάμαράς της, ακουμπώντας δίπλα του το φτερό του αγγέλου, για να το δει ο ουρανός…
Copyright © Μαρία Καρυτινού All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Petra Sobotta


