Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Όταν το μαζί πληγώνει * Δίχως ένα αντίο * Κλουαζονέ * Οι Ελληνίδες: Η υποδόρια επανάσταση * Οι μοίρες της αστροφεγγιάς, Οικογένεια Πελτιέ, Η κατάρα, Ροζ, Ανθοπωλείον ο Έρως * Το δάσος των ψυχών * Ρε μπαγάσα * Σε είδα * Μέθεξη * Άννα * Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες ** Ποίηση: Δεύτερη φωνή Ι * Εν αρχή ην ο έρως ** Διηγήματα: Ταρτάν το άλογο, Θεατές και δράστες και Η αγωνία του μέτρου * Στερνό μελάνι * Τέσσερις συλλογές διηγημάτων από τις εκδόσεις Βακχικόν * Ένα πιο σκοτεινό φως * Η οργή του Θεού και άλλες ιστορίες ** Διάφορα άλλα: Οι πουτ@νες κι εγώ * Πέντε βιβλία από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Μουσικό άλμπουμ: Worthless Treasures

Η υπόθεση του ταλαντούχου ηθοποιού [το τέλος]

Μια περιπέτεια του Αντώνη Γιοφύρη

Γράφει ο Γιώργος Ζώτος
ΟΙΚΙΑ ΟΛΓΑΣ ΤΣΕΡΝΟΒΑ
16 Ιουλίου 22:11

Η Όλγα άργησε να μου ανοίξει και με είχαν ζώσει τα φίδια. Τελικά αποδείχτηκε ότι έκανε μπάνιο μιας και βγήκε τυλιγμένη σε μια μικροσκοπική πετσέτα προς μεγάλη μου ευχαρίστηση. Με μία κατά πολύ μεγαλύτερη πετσέτα είχε τυλίξει τα μαλλιά της. Στο τσακ ήμουν να της πω ότι μάλλον χρησιμοποίησε ανάποδα τις πετσέτες αλλά μετά το ξανασκέφτηκα πιο σοβαρά.
Ακόμα πιο σοβαρά το σκέφτηκα όταν και οι δύο πετσέτες γλίστρησαν καθώς πήδηξε πάνω μου και με αγκάλιασε φιλώντας με από τη χαρά της που της έδωσα το διαβατήριο της.
Ήξερα ότι είχα αρκετές δουλειές να κάνω ακόμα, όμως τελικά ο πειρασμός ήταν μεγάλος.
Με ξύπνησε το τηλέφωνο και πετάχτηκα από το κρεβάτι σαν ένοχος. Κοίταξα το ρολόι απέναντι μου: 08:39. Το κινητό μου έγραφε «ΜΠΑΚΑΣ σας καλεί» και χτυπούσε σαν μανιασμένο. Απάντησα νυσταγμένα.

-Ναι;
-Έλα λεβέντη μου, Τι κάνεις;
-Κοιμάμαι, είπα ενώ χασμουριόμουνα.
-Φαίνεται θα πέρασες καυτή νύχτα λόβερ μπόι!

Κοίταξα την Όλγα δίπλα μου που άνοιγε τα μάτια της σιγά σιγά. Έβαλα τον δείκτη στο στόμα μου κάνοντας νόημα να μην μιλήσει και απάντησα στον Μπάκα.

-Ναι με μια δίμετρη, ξανθιά, πρασινομάτα κούκλα.
-Ε, μπαγασάκο κάνουμε και χιουμοράκι στον φίλο σου ε;
-Τι θες ρε Γιώργη πρωί πρωί; ρώτησα εκνευρισμένος.
-Ε, να μωρέ, είχες έναν αριθμό κινητού για να ελέγξουμε.

Σηκώθηκα όρθιος. Ήμουν ολόγυμνος άλλα ήταν το λιγότερο που με ένοιαζε αυτή τη στιγμή. Είχα δώσει τον αριθμό του άλλου κινητού του Μάρκελλου στον Μπάκα αλλά δεν είχε πει ότι θα τον κοίταζε. Και όπως είχαν έρθει τα πράγματα καλύτερα να μην το κοίταζε. Πρώτον γιατί μέσα στους αριθμούς ήταν και το κινητό της Όλγας και δεύτερον γιατί ήταν πολύ πιθανόν να ήταν κι άλλο ένα κινητό, που ούτε κι αυτό θα ήθελα να αποκαλυφθεί. Έκατσα ξανά στο κρεβάτι και σκεπάστηκα διακριτικά με το σεντόνι πριν ρωτήσω δήθεν αδιάφορα:

-Ε, τι; Το έλεγξες;
-Εεε, να ρε συ, Αντώνη, το είχα γράψει εδώ σ’ ένα χαρτί και… τι να πω αυτή η μαλάμω η καθαρίστρια θα το πέταξε, δεν βρίσκω άλλη εξήγηση. Βέβαια της τα ‘ψαλλα ένα χεράκι, όμως η ουσία είναι ότι…
-Έχασες το νούμερο, τον συμπλήρωσα προσπαθώντας να μην ουρλιάξω από χαρά.
-Και πάνω που με ειδοποίησαν ότι η συνεργασία μας με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας είναι τζαμάτη τελευταία. Αύριο, μη σου πω και σήμερα δηλαδή, θα ξέρουμε τα πάντα.
-Δεν πειράζει Γιώργη, δεν νομίζω ότι χρειάζεται αυτή τη στιγμή. Μάλλον είχες δίκιο τελικά, δεν άξιζε να το ψάξουμε.
-Πάντως, ότι χρειαστείς, να ξέρεις ότι έχεις το φιλαράκι σου ε;
-Δηλαδή, δεν θα με κλείσεις μέσα μέχρι να τελειώσει η υπόθεση;
-Άντε ρε, όλα τα παίρνεις στα σοβαρά πια! Τι άνθρωπος είσαι εσύ ρε! Πωωωω!
-Καλά τότε, αν χρειαστώ κάτι θα σε ενημερώσω.
-Έγινε κούκλε, καλή σου μέρα!

Τελικά ο στρατηγός τον έκανε αρνάκι τον Μπάκα. Ένα πρόβλημα λιγότερο. Γύρισα προς την Όλγα και της είπα:

-Ντύσου γρήγορα, πάρε τα απολύτως απαραίτητα και φύγε για την πατρίδα σου το συντομότερο.

Με κοίταξε με ένα ηλίθιο ύφος που μου έδωσε να καταλάβω τι έφταιγε. Έπιασα τα ρούχα της από το πάτωμα και της τα έδωσα λέγοντας:

-Ντύσου, βαλίτσα φάστ, και αεροπλάν βζζζουτ, έκανα το χέρι μου σαν αεροπλάνο, Ουκρανία σήμερα, ντα;
-Σήμερα; Νιεεεε.
-Ντα, σήμερα, τουντέι, πολίς σε κυνηγάει.
-Πολίτσια; Γκιατί; Ντεν έκανα φόνο εγκώ. Νο ουμπίστβα!

Εγώ το ξέρω μωρό μου όμως θα στον φορτώσουν και ούτε νιετ δεν θα προλάβεις να πεις κακομοίρα μου.
Έψαξα γύρω για οτιδήποτε θα μπορούσε να δώσει στοιχεία του ονόματος της. Θυμήθηκα τα κουδούνια και βγήκα έξω να βγάλω τα χαρτάκια που έγραφαν το όνομα της. Γυρίζοντας, της τα έδειξα και την ρώτησα αν υπήρχε κάτι άλλο που να φανερώνει την ταυτότητα της. Σκέφτηκε για λίγο και τελικά απάντησε αρνητικά. Μετά έβγαλε τα κλειδιά του διαμερίσματος του Μάρκελλου και τα κούνησε μπροστά μου.

-Μαρτσέλο ντόμα, είπε.

Τα πήρα και τα έβαλα στην τσέπη με σκοπό να τα πετάξω στο πρώτο κάδο απορριμμάτων που θα έβρισκα.
Πήρα τηλέφωνο το αεροδρόμιο και ζήτησα να κλείσω ένα εισιτήριο με το πρώτο αεροπλάνο για Ουκρανία. Μου απάντησε μια κυρία ότι υπήρχε πτήση στις 2 το μεσημέρι για Κίεβο. Ρώτησα πόσο κάνει χωρίς επιστροφή, μου είπε 230 ευρώ και της είπα να κάνει κράτηση στο όνομα Όλγα Τσερνόβα. Μου είπε ότι θα πρέπει να είναι μέχρι τις 12 στον γκισέ του αεροδρομίου για να παραλάβει το εισιτήριο της και να επιβιβαστεί.
Γύρισα στην Όλγα και με χίλια ζόρια της έδωσα να καταλάβει τι ώρα θα πρέπει να βρίσκεται που, της έδωσα και 250 ευρώ που δεν ήθελε να τα κρατήσει με τίποτα, όταν όμως την ρώτησα αν έχει να πληρώσει το εισιτήριο μου απάντησε «νιετ». Τελειώνοντας, σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου για να της δώσω ένα θερμό φιλί χωρίς να αναγκαστεί να σκύψει και να πληγώσει την αξιοπρέπεια μου, έκανα την καρδιά μου πέτρα και την αποχαιρέτησα μια και καλή.

-Σπασίμπα, μου φώναξε καθώς έβγαινα από την πόρτα.
-Πριβέτ ταβαρίς φώναξα κι εγώ χωρίς πραγματικά να είμαι σίγουρος ότι ήταν η σωστή απάντηση.


Πάει κι αυτό σκέφτηκα. Μένει το βασικότερο. Μπήκα απέναντι στην καφετέρια Puerto Rico και κάθισα για να πιω καφέ και να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη.

📌

ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ PUERTO RICO
17 Ιουλίου 09:31

Ευτυχώς ούτε ο φίλος μου ο Κώστας, ούτε η επίδοξη ηθοποιός-σερβιτόρα ήταν εκεί κι έτσι είχα την ευκαιρία να πάρω τα πράγματα από την αρχή χωρίς παρεμβάσεις.

Η Ηρώ Μαυρογένους γύρω στις 23:00 έλαβε ένα τηλεφώνημα από ένα κινητό με απόκρυψη. Ο καλών μπορεί να μαθευτεί εύκολα με τις διασυνδέσεις του στρατηγού, όμως δεν είχα καμία αμφιβολία για την ταυτότητα του. Ξέχασε μάλιστα να επαναφέρει το κινητό του ώστε να φαίνεται ο αριθμός του κι έτσι το πρωί πήρε και τον Μάρκελλο με απόκρυψη. Δεν νομίζω ότι χωράει αμφιβολία πως αυτός που έκανε τις αποκαλύψεις στην Ηρώ ήταν ο Ηλίας Μοντσενίγος.
Γιατί; Γιατί η Ηρώ στην ουσία απομάκρυνε τον Μαστρογιάννη από τις σκοτεινές υποθέσεις του. Γιατί είδε ότι έχανε τον τύπο που του έφερνε γυναίκες και κατ’ επέκταση χρήμα. Ο Μαστρογιάννης όπως είχε πει και ο ίδιος ο Μοντσενίγος ήταν «ιδανικός να κάνει τις γυναίκες να τον ερωτεύονται. Θέλει τέχνη ξέρεις…»
Και γιατί ένας τύπος σαν τον ηθοποιό Μαστρογιάννη δέχεται να δεσμευτεί με γάμο με μια ξινή και εντελώς αντίθετη με τον ίδιον γυναίκα; Γιατί πάνω απ’ όλα ήταν χαραμοφάης, τεμπέλης και μιας και κατάφερε να κάνει την Ηρώ να τον ερωτευτεί, προτίμησε τα εύκολα και σίγουρα λεφτά της οικογένειας Μαυρογένους από τα παράνομα και ριψοκίνδυνα του Μοντσενίγου. Έπειτα, δεν θα μπορούσε να κάνει για πάντα μια τέτοια δουλειά, κάποτε δεν θα περνούσε πια η μπογιά του.

Ο Μοντσενίγος μαζί με τον Καραπιπέρη είχαν στήσει ολόκληρο κύκλωμα προώθησης γυναικών από το ανατολικό μπλοκ και κύριος προμηθευτής τους ήταν ο ηθοποιός. Ο Μαστρογιάννης τις έφερνε εδώ πουλώντας τους έρωτες και κινηματογραφικές καριέρες και οι κακόμοιρες κατέληγαν είτε να γυρίζουν ταινίες πορνό στην καλύτερη περίπτωση, είτε να δουλεύουν σε μπουρδέλα και σε μπαράκια της κακιάς ώρας που τα περισσότερα άνηκαν στην δικαιοδοσία του άλλου καλόπαιδου, του Πολύστροφου.
Ο Μοντσενίγος λοιπόν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να πει ανώνυμα μια δυο μισές αλήθειες στην μνηστή του για το τελευταίο απόκτημα του Μάρκελλου, την Όλγα ώστε να την κάνει να τον χωρίσει. Φυσικά δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα έπαιρναν τέτοια τροπή τα πράγματα, όμως όταν κανείς παίζει με τη φωτιά, πρέπει να τα περιμένει όλα.
Η Ηρώ αφού πείστηκε με αυτά που της είπε ο σκηνοθέτης, πήγε στο σπίτι του Μαστρογιάννη και στην ουσία, έστω και με βίαιο τρόπο, έκανε πράξη αυτό που επιζητούσε ο Μοντσενίγος. Τον χώρισε και για να το γιορτάσει του έφερε κι ένα κρυστάλλινο τασάκι στο κεφάλι. Ως εδώ το σχέδιο του Μοντσενίγου πήγε περίφημα. Από κει και μετά όμως τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.

Η Ηρώ έφυγε και ο Μάρκελλος κάποια στιγμή συνήλθε. Ζαλισμένος όπως ήταν από το χτύπημα, πήγε στο μπάνιο έβρεξε μια πετσέτα, την έβαλε στο μέτωπο του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ζαλιζόταν, πονούσε, πιθανόν να μην θυμόταν και πολλά λόγω της διάσεισης, οπότε έκανε μια προσπάθεια να πάρει τηλέφωνο κάποιον για να τον βοηθήσει. Κι αυτός ο κάποιος ήταν η Όλγα που είχε και κλειδιά κι έτσι δεν θα αναγκαζόταν να σηκωθεί κι απ’ το κρεβάτι! Όμως η Όλγα κοιμόταν και δεν το σήκωσε. Τότε του ήρθε στο μυαλό ένα δεύτερο πρόσωπο που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Πράγματι το πήρε και όταν εκείνο το πρόσωπο του απάντησε αμέσως νόμισε ότι η βοήθεια ερχόταν. Γι' αυτό και όταν η Όλγα τον πήρε μετά, της είπε «άστο άργησες τώρα». Ο ίδιος ο Μαστρογιάννης κάλεσε τον δολοφόνο του σε βοήθεια! 

Και καθώς η διάσειση φέρνει υπνηλία, μπορεί και να τον είχε ξαναπάρει ο ύπνος όση ώρα θα περίμενε. Ο δολοφόνος του, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πάει στην κουζίνα, να διαλέξει ένα όμορφο κουζινομάχαιρο και να το καρφώσει στην καρδιά του χωρίς ιδιαίτερο κόπο!

Η Όλγα όμως δεν ήθελε να τον αφήσει αβοήθητο και πήρε ταξί για το σπίτι του. Στην διαδρομή τον έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο για να του πει ότι ερχόταν. Την πρώτη φορά χτύπησε χωρίς να το σηκώσει. Μετά σταμάτησε να χτυπάει. Το πιο πιθανό είναι να ήταν ήδη νεκρός όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Και το ακόμα πιο πιθανό είναι να θύμισε στον δολοφόνο ότι υπήρχε η κλήση από εκείνο το κινητό και προς το δικό του τηλέφωνο. Και τότε πολύ απλά το έκλεισε, το έβαλε στην τσέπη και το ξεφορτώθηκε στον πρώτο υπόνομο που βρήκε. Ίσως δε, να ήξερε ότι το συγκεκριμένο τηλέφωνο δεν ήταν καταχωρημένο στο όνομα του Μαστρογιάννη και ότι το χρησιμοποιούσε για τις γκομενοδουλειές του, συμπεριλαμβανομένης και της μνηστής του!

Η Όλγα μπήκε στο σπίτι, είδε το πτώμα κι έφυγε τρέχοντας και τρέμοντας πάλι για το σπίτι της χωρίς να ακουμπήσει τίποτα. Ούτε καν το πορτατίφ που το βρήκε αναμμένο όπως είπε και το άφησε έτσι.

Ο δολοφόνος λοιπόν έπρεπε να είναι κάποιος από το πολύ κοντινό περιβάλλον του Μαστρογιάννη, κάποιος που να ζήτησε την βοήθεια του ο ίδιος και που μπορούσε να προλάβει να πεταχτεί στο μεσοδιάστημα που ο ηθοποιός πήρε την Όλγα τηλέφωνο και εκείνη έφτασε στο σπίτι του. Επίσης κάποιος που να είχε κλειδί του διαμερίσματος μιας και ο ηθοποιός κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν σε θέση να ανοίξει την πόρτα.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα και μοναδικό πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που, αν και πάτησε μέσα στο δωμάτιο δεν δημιούργησε υποψίες καθώς μόνο έτσι θα άναβε το πορτατίφ -το πορτατίφ που θα έπρεπε να ήταν αναμμένο- για να φωτιστεί ο χώρος. Όμως μου ήταν αδιανόητο να φανταστώ ότι έδρασε έτσι. Με τον τρόπο που το περιέγραψε ο Μπάκας: «με πολύ μίσος», «του κάρφωσε το μαχαίρι σαν σημαία», «τσακ μπαμ», «δολοφονία εν ψυχρώ», «κρύο αίμα».
Όλα αυτά δεν σκιαγραφούσαν την κοπελίτσα που γνώρισα εγώ. Όχι δεν μπορούσε η Μαρία να έκανε ένα τέτοιο έγκλημα, δεν ήταν στην φύση της. Ή μήπως ήταν;

Η Μαρία, όπως τα περισσότερα κοριτσόπουλα της ηλικίας της ήταν ερωτευμένη με τον ηθοποιό Μαστρογιάννη. Φανταζόμουν την χαρά της όταν την προσέλαβε για καθαρίστρια στο σπίτι του. Θα έβλεπε κάθε μέρα το είδωλο της. Θα ακουμπούσε ό,τι ακουμπούσε και αυτός. Θα ανάσαινε τον αέρα που ανάσαινε κι εκείνος. Και τελικά όλο αυτό το όνειρο κάποια μέρα κατέρρευσε.

Του Μοντσενίγου κάποια στιγμή του ξέφυγε κάτι για το βλαχαδερό. Άρα ήδη ο Μαστρογιάννης είχε κάνει προσπάθεια να την προωθήσει και αυτήν. Λίγο έρωτα να της πουλούσε θα το ‘χαβε σαν χάνος. Και γιατί να μην το προσπαθούσε άλλωστε; Συμπαθητική ήταν, νέα, καλλίγραμμη, η οικογένεια της δεν βρισκόταν κοντά ώστε να την επηρεάζει ή να την έχει μαζεμένη, είχε όλα τα στοιχεία για να κάνει «καριέρα». Εκτός από ένα: την ομιλία. Η προφορά της ευτυχώς για κείνη, ήταν απαγορευτική για τέτοιου είδους καριέρες.
Όμως το κακό είχε ήδη γίνει. Ο «έρωτας» που ο Μάρκελλος πούλησε στην αθώα Μαρία με σκοπό να την ξεπουλήσει την αποτέλειωσε. Κατάλαβε ότι το επί τόσα χρόνια είδωλο της ήταν ένα στυγνός μαστροπός, ένα νταβατζής χωρίς ίχνος τσίπας πάνω του. Μα πάνω απ’ όλα κατάλαβε ότι η αθώα ματιά που έβλεπε το είδωλο της ήταν πέρα για πέρα λαθεμένη. Συν τοις άλλοις, όσο γνώριζε, τόσο συμπαθούσε την Ηρώ καθώς έβλεπε που πήγαινε να μπλέξει. Είχα την εντύπωση ότι ο λόγος που έπλυνε το ποτήρι με το κραγιόν δεν ήταν επειδή η ίδια είχε πιεί νερό, ήταν επειδή φοβήθηκε ότι θα την ενοχοποιούσε.
Κι έτσι, η Μαρία, το αθώο πλασματάκι από την κάτω Ραχούλα που ήρθε να σπουδάσει στην πόλη μας, έγινε ο στυγνός δολοφόνος που κάρφωσε ένα μαχαίρι στο στήθος ενός ανήμπορου άντρα την ώρα που κοιμόταν. Ο Μαστρογιάννης έφτιαξε ένα δολοφόνο, τον δικό του δολοφόνο. Και τα κατάφερε πολύ καλά.

Κανένα έγκλημα δεν νομίζω ότι πρέπει να μένει ατιμώρητο. Πόσο μάλλον ένας φόνος εν ψυχρώ. Αν ήμουν δικαστής, ίσως και να αθώωνα τη σκυθρωπή και βασανισμένη Μαρία που γνώρισα εγώ, αν άφηνε τα αποτυπώματα της στο μαχαίρι και δεν έπαιρνε το κινητό. Το γεγονός ότι προσπάθησε να καλύψει τα ίχνη της δυστυχώς κάνει το έγκλημα στυγερό, χωρίς ελαφρυντικά.
Παρόλα αυτά, ούτε δικαστής είμαι, ούτε ο θεός. Επίσης δεν είμαι ο Μπάκας. Κι αυτός ο τελευταίος δεν είναι σίγουρα ο Σέρλοκ Χολμς. Με βάση αυτά, και έχοντας εμπιστοσύνη στην βουλωμένη μύτη του Μπάκα σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να του δώσω για μάρτυρα τον ταξιτζή που μετέφερε την Όλγα στο σπίτι του Μαστρογιάννη και να ψάχναμε μαζί τον ένοχο σε κάποια Ρωσίδα ή Ουκρανή δίμετρη, ξανθιά, πρασινομάτα. Η μαρτυρία της σερβιτόρας στην καφετέρια, εδώ ακριβώς που καθόμουν, θα οδηγούσε σε ένα πολύ καλό κίνητρο ενώ στο διαμέρισμα της Όλγας, αν ο Μπάκας το ‘βρισκε πριν ο ιδιοκτήτης του το ξανανοικιάσει, θα ταυτοποιούσε τα αποτυπώματα της με αυτά που σίγουρα θα είχε αφήσει κάποια στιγμή η Όλγα στον διαμέρισμα του Μάρκελλου. Κι έτσι θα είχαμε έναν αγνώστου ταυτότητας ύποπτο που για τον Μπάκα θα ήταν ιδανικός δολοφόνος και που δυστυχώς θα ήταν άφαντος.
Ήλπιζα μόνο να μην κάνει το λάθος και ξαναγυρνούσε στην Ελλάδα η Όλγα γιατί μπορεί τα στοιχεία να μην επαρκούσαν για να την καταδικάσουν όμως ποτέ δεν ξέρεις τι θα μπορούσε να εμφανίσει ο Μπάκας προκειμένου να δικαιωθεί ο εγωισμός του. Αν και νομίζω ότι είχε πάρει το μάθημα της και δεν είχε σκοπό να δει την Ελλάδα ούτε από την τηλεόραση.

Όσο για την Μαρία, είχε ήδη φορτωθεί τις τύψεις της. Αν εξακολουθούσε να μένει στο χωριό της και έβρισκε και κανένα συγχωριανό της να παντρευτούν θα τη βοηθούσε να ξεχάσει. 

Είχα να κάνω μια τελευταία επίσκεψη πριν γυρίσω σπίτι. Έπρεπε να περάσω από το σπίτι του στρατηγού για να του πω τι ανακάλυψα παραλείποντας τις λεπτομέρειες της Μαρίας. Με μια δεύτερη σκέψη ίσως και να μην παρέλειπα τίποτα. Ήμουν σίγουρος ότι η Ηρώ ιδίως θα καταλάβαινε, και όλο και κάποιο χρηματικό ποσό θα έμπαινε στον λογαριασμό της Μαρίας για να την βοηθήσει να ξεχάσει πιο εύκολα. Αν και προσωπικά ήμουν σίγουρος ότι τα χρήματα δεν θα της ελάφρυναν καθόλου τις τύψεις.

Ιδιαίτερα περίεργος ήμουν για το που θα κατέληγε η υπόθεση των Μοντσενίγου και Καραπιπέρη. Είχε την δύναμη ο στρατηγός Μαυρογένους να τους διαλύσει; Και τον Πολύστροφο μαζί. Τα στοιχεία που είχα μαζέψει δεν αρκούσαν να τους κρατήσουν ούτε για 2 ώρες στο τμήμα, και ήμουν σίγουρος ότι ήδη θα είχαν ξεφορτωθεί οτιδήποτε ενοχοποιητικό στοιχείο μπορούσε να υπάρξει στα γραφεία και στα σπίτια τους. Όσο για τις μαρτυρίες των γυναικών που εκμεταλλεύτηκαν, ας μην γελιόμαστε, σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο φόβος δεν τις αφήνει να μιλήσουν δυστυχώς.

Όσο για μένα, θα είχα πια λίγη περισσότερη εκτίμηση και σεβασμό από τους πρώην συνάδελφους μου στο τμήμα. Είχα πλέον και «κολλητό» τον στρατηγό, όλα προμήνυαν ένα λαμπρό μέλλον και μια ενδιαφέρουσα καριέρα ως ιδιωτικός ντετέκτιβ.

Με αυτές τις σκέψεις χτύπησα το κουδούνι της οικίας Μαυρογένους.

ΤΕΛΟΣ

Copyright © Γιώργος Ζώτος All rights reserved

Η υπόθεση ξεκίνησε από εδώ!

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Νόστος, Εν ονόματι της μούσας Ερατώς, Διόρθωση Ημαρτημένων, Η χρυσή κληρονόμος και ΦρουτίνοWorthless Treasures, Temple Music΄Σε είδα, Ιωάννη ΜαρίνουΗ οργή του Θεού και άλλες ιστορίες, Ιωάννας ΣερίφηΈνα πιο σκοτεινό φως, Μαρίας ΣυλαϊδήΟ καπετάνιος τση ΖάκυθοςΔίχως ένα αντίο, Γωγώς Ψαχούλια
Ρε μπαγάσα, Θεόδωρου ΟρφανίδηΤέσσερις συλλογές διηγημάτων από τις εκδόσεις ΒακχικόνΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΚλουαζονέ, Λίνας ΒαλετοπούλουΤο δάσος των ψυχών, Ιωάννη ΜαρίνουΟι πουτ@νες κι εγώ, Γιάννη Ράμνου
Μέθεξη, Μαρίας ΠορταράκηΟι Ελληνίδες: Η υποδόρια επανάσταση, Χρύσας ΜαρδάκηΡοζ, Ανθοπωλείον ο Έρως, Οικογένεια Πελτιέ, Οι μοίρες της αστροφεγγιάς, Η κατάραΣτερνό μελάνι, Άγγελου Αναγνωστόπουλου
Εν αρχή ην ο έρως, Ευαγγελίας ΤσακίρογλουΆννα, Μαρίας ΚέιτζΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη