Επτά διαβολικές περικοπές (Δεκ. 20-Φεβ. 21)
Γιώργου Καριώτη
— Πάλι μέθυσες;
— Μεθάει το νερό;
— Άστα αυτά, πού ήσουνα όλο το βράδυ και τρεκλίζεις; Εσύ μπεκρούλιαζες κι εγώ ντάντευα τα μπάσταρδά σου.
— Σ' έναν γάμο, θα σου είχα πει να έρθεις αλλά είσαι ακόμα λεχώνα και είναι γρουσουζιά.
— Σε ποτίσανε καλά βλέπω. Το τελευταίο σου έχει χρονίσει. Είχες πάρει δώρο τουλάχιστον ή μας έκανες πάλι ρεζίλι;
— Σιγά μη με ποτίσανε οι τσιφούτηδες. Δυο πιθάρια είχανε για τόσο κόσμο κι ευτυχώς που είχα και μια στάμνα εγώ. Μετά φέρανε το νερό, μεταλλικό φυσικά γιατί είναι αρχοντόσογο τρομάρα τους.
— Πώς κι έγινες φέσι τότε;
— Ήρθε αργοπορημένο ένα νιάνιαρο που ήτανε υποτίθεται παράνυμφος. Τον κράταγε η μαμά του από το ένα χέρι και στο άλλο είχε μια άδεια κούπα. Γκρίνιαζε. «Θέλω να πιω το αίμα μου». Ντράπηκε η κακομοίρα η μαμά του και ζήτησε να του βάλουνε στην κούπα νερό μπας και σταματήσει να κάνει τον βρικόλακα. Εξαιρετική κοπέλα μιας και το έφερε ο λόγος αν και λίγο παρθενόπη.
— Ν' ακούσω τι άλλο παραμύθι θα πεις.
— Αλήθεια σου λέω. Κάτι έκανε το μούλικο στο νερό, μου έδωσε να πιω κι άρχισα να τρεκλίζω. Το πήρανε είδηση οι άλλοι, που είχανε χαρμανιάσει, πέσανε πάνω κι έγινε το έλα να δεις.
— Ο γάμος, πώς κατέληξε τελικά;
— Ο γαμπρός, που δεν είχε προλάβει να ξεπαρθενέψει τη νύφη, ξέρναγε όλο το βράδυ κι αυτή η ξελυσσάρα πηδιότανε με όποιον περίπου ξενέρωτο έβρισκε μπροστά της.
— Πάντως όχι μ' εσένα ευτυχώς! Όταν στανιάρεις θα 'ρθω να σε φτιάξω για να με περιποιηθείς. Να θυμηθώ την πρώτη λευκή νύχτα του γάμου μας.
Copyright © Γιώργος Καριώτης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε λιθογραφία Φίλιππου Τσιαρά (Η.Π.Α.)
Διαβάστε την επόμενη Διαβολική Περικοπή