Γεωργίου Κονίδη
Απέραντα νερά, βάθη απάτητα αναμάρτητα.
Η ντροπή δεν έχει μέρος στα μάτια μου, μία μέρα σαν να ξύπνησα από τον ύπνο του θανάτου μου, αντίκρισα τα μάτια σου.
Τότε, σαν με αντίκρισαν υγρά, αισθάνθηκα αυτό που λένε σ' αγαπώ.
Η ειρήνη έκρυψε το πρόσωπό της στην παλάμη μου και έκλαψε. Μια σταγόνα βροχής ξέφυγε από το την πορεία της και πότισε το πρόσωπό μου, ενώθηκε με τα τόσα δάκρυα που έχυσα εκείνη την ημέρα, ενώθηκε με την ελπίδα που έφυγε από το ξεψυχισμένο μου κορμί.
Και τώρα τι;
Τι άραγε ελπίζω, εγώ που τόσο αγάπησα τον ήλιο;
Σταματήστε επιτέλους, σταματήστε τη γη για να κατέβω, κουράστηκα να γυρίζω μαζί της έτσι άσκοπα και να ζαλίζομαι στον τρελό χορό της, τρελό και άσκοπο. Χορός που γίνεται για να περνάει ο χρόνος, ο καιρός, τα απαλά πρόσωπα γεμίζουν ρυτίδες και γερνάνε οι άνθρωποι, σκοτώνονται σε πολέμους, σε αρρώστιες, τα δέντρα γερνάνε και αυτά, και μαραίνονται τα λουλούδια των αγρών, ο ήλιος ζεσταίνει όλο και λιγότερο τις ψυχές μας, τις καρδιές μας, μέχρι να παγώσουμε και να μην αισθανόμαστε άνθρωποι που γεννιούνται χωρίς σκοπό, άνθρωποι που κάνουν έρωτα μόνο για τον πόθο και άνθρωποι που πεθαίνουν χωρίς να έχουν κάνει τίποτα για να τους θυμούνται. Ένα τίποτα που γεννήθηκε και πέθανε ένα τίποτα, ο κόσμος, οι μάζες που τρομάζουν και εγώ, εσύ, ο δίπλα σου, ένα τίποτα, ένα μηδέν, ένας καπνός τσιγάρου που σε λίγο θα διαλυθεί στο απέραντο δωμάτιο. Τραγούδησε τη λύπη σου, μπορείς άραγε; Τώρα τι;
Εδώ μόνος μου, επιτέλους μόνος μου, σε αυτό τον χώρο, ο κόσμος, η φασαρία αντικαταστάθηκαν από τον απαλό θόρυβο, ένα μπλουζ που παίζει αδιάφορο, μια λάμπα καίει για να φωτίζει το χαρτί και μάτια, χέρια και ψυχή να συνεργάζονται για να γράφουν κάτι, οτιδήποτε.
Σε μία άλλη διάσταση εγώ, που έχω γεράσει πολύ από τότε που γέλασα ξένοιαστος για τελευταία φορά και ίσως πραγματικά τότε να ήταν η τελευταία φορά.
Τι κρίμα να μην είμαστε πάντοτε παιδιά, χωρίς έννοιες, χωρίς αυτό το κάτι που μας φαρμακώνει τη ζωή, αυτούς που ήθελαν το καλό μας και μόνο για αυτό δεν νοιάστηκαν, αυτούς που μας κοιτάζουμε λυπημένοι γιατί δεν γίναμε αυτό που ποθούσαν και τέλος αυτούς που μας αγαπούν πραγματικά κι όμως βαθιά μέσα μας δεν μας άγγιξαν ποτέ.
Γιατί άραγε;
Γιατί αυτή η ταλαιπωρία, να αναπνέεις και να ζεις απλώς για να βλέπεις να περνούν τα χρόνια και να βλέπεις μετά τον εαυτό σου γερασμένο και μόνο, σε μία αναπηρική καρέκλα ενός γηροκομείου, αβοήθητο, γερασμένο, δακρυσμένο και ανίκανο, περιμένοντας τίποτα καλύτερο από τον θάνατο.
Λοιπόν, το βλέπω, θα κάνω αυτό που θέλω και ύστερα θα πεθάνω· ίσως φαίνεται ανόητο κι όμως! Μήπως και κάθε ζωντανό πλάσμα που γεννιέται για κάποιο σκοπό και πεθαίνει όταν τον εκπληρώσει... γιατί να μην παραδεχόμαστε το ίδιο και για τον άνθρωπο;
Όμως, ας είναι.
Δεν θα αλλάξω εγώ τα πράγματα σε ένα κομμάτι χαρτί, θα είμαι απλά ένας ακόμα ασυνήθιστος, κρυμμένος στα θέλω μου και ανυποχώρητος να κάνω οποιαδήποτε ειρήνη με λάφυρα που δεν ζήτησα, παρά μόνο με αυτά που μου ταιριάζουν... αντικριστά σε αυτό που οι περισσότεροι, αναμφίβολα, περνούν και νομίζουν ότι έχουν κερδίσει χάνοντας τα όνειρά τους, για πάντα εγκλωβισμένοι σε μια ανίατη και ψεύτικη αλήθεια που μέσα της υπνοβατούν μέχρι να χαθούν στη λήθη.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved, 2025
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Νίκου Ρεζίτη