Ποιος δεν θα κοιτούσε λίγο παραπάνω μια νεαρή γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά και έντονα γαλανά μάτια; Αυτή η ερώτηση μου γεννήθηκε αβίαστα όταν άρχισα να διαβάζω τις πρώτες σελίδες του βιβλίου και να προσπαθώ να βουτήξω μια ώρα αρχύτερα στα άδυτά του, όταν το σκηνικό αλλάζει άρδην και μια ομάδα εγκληματολόγων κατακλύζουν κάθε σελίδα του.
Ο Πιτ Λάρσεν είναι επικεφαλής της ομάδας και εργάζεται πλάι στην Ούμα. Είναι έξυπνος, κλειστός χαρακτήρας, ευγενής, πειστικός και αρκετά ικανός. Η Ούμα είναι αναλύτρια προφίλ και ερμηνεύει επάξια σημάδια συμπεριφοράς, ζει με τον πατέρα της και έναν γάτο και λατρεύει να σημειώνει συνεχώς σε post it. Και οι δύο ανήκουν στην ελίτ ομάδα της αστυνομίας και τώρα καλούνται να ταξιδέψουν μακριά από τον τόπο διαμονής τους και να εξιχνιάσουν μια σειρά εξαφανίσεων νεαρών γυναικών που έχει αρχίσει να προκαλεί φόβο και αγωνία.
Στο παρελθόν είναι πάντοτε θαμμένες αλήθειες που οι άνθρωποι δεν θέλουν να θυμούνται.
Τα φυλαχτά που αναπαριστούν λιβελούλες, ο τρόμος της Ούμα για τις καταιγίδες, η εξαφάνιση των τριών κοριτσιών από τον οικισμό των τσιγγάνων και οι ελλιπείς έρευνες της τοπικής αστυνομίας, η αίσθηση η οποία νιώθεις όταν κάποιος σε παρακολουθεί και το αλλόκοτο και εχθρικό σκηνικό στο μπαρ Μαύρος βάλτος εισάγουν τον αναγνώστη στην ιστορία και του υπόσχονται μια συνέχεια ξέχειλη αγωνία, τρόμο και μυστήριο.
Τα κορίτσια των τσιγγάνων χάνονται. Η αστυνομία φαίνεται να μην συνδράμει δυναμικά. Η ομάδα πλαισιώνεται με νέα πρόσωπα. Οι έρευνες κλιμακώνονται. Τα λάθη καραδοκούν. Τα μυστικά επιμένουν να μένουν αθέατα και ο Πιτ με την Ούμα νιώθουν στην ατμόσφαιρα αδιόρατα και απελπισμένα μηνύματα που πρέπει πάση θυσία να βγουν στο φως.
Θα διαβάσουμε για ένα τελετουργικό τσιγγάνων συνοδεία θλιμμένης μουσικής, για τη μάνα Πέρλα και τις μαντικές της ικανότητες, για τον θρύλο του Θεού των βάλτων, για ένα μικρό τοτέμ σε σχήμα κροκόδειλου, αλλά και για τις πολύχρωμες λιβελούλες που εποπτεύουν το δάσος τους.
Ώρα είναι να γνωρίσουμε τη Μάγια. Η Μάγια είναι η αστυνομικός της πόλης και έχει ανάγκη να κρατάει την πόλη ασφαλή. Η συμπεριφορά της συχνά πυκνά ξενίζει, ιδιαίτερα τον Πιτ, και ως φαίνεται επιδιώκει να κρύψει σημαντικά στοιχεία ή να τα αφήσει να περάσουν απαρατήρητα.
Όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να ελέγξουν τα συναισθήματά τους λένε τις μεγαλύτερες αλήθειες τους.
Σειρά έχει η δύσβατη περιοχή του βάλτου και τα μυστικά του, ένα πλέον άψυχο ερπετό που λίγο πριν αποτελούσε απειλή για την ομάδα των αστυνομικών, ένα πλάνο πορείας των θυτών που ακολουθεί το ίδιο μοτίβο, τα αιωνόβια δέντρα έτοιμα να κρύψουν τον ήλιο και όχι μόνο, μια επίσκεψη σε γηροκομείο αλλά και μια ακόμη σε νοσοκομείο.
Η Ούμα πασχίζει να βρει μια άκρη, πασχίζει να σώσει τα νεαρά κορίτσια των τσιγγάνων και συνάμα πασχίζει να αποκωδικοποιήσει τα σημάδια που σφίγγουν γύρω της σαν κλοιός. Ο Πιτ δίνει τη δική του ματιά στην υπόθεση και η Μάγια υπερασπίζεται τόσο τον εαυτό της όσο και τους προκατόχους της στο σώμα.
Η βόλτα στο δάσος πλάι στα ορυχεία, ένα είδος ομερτά ανάμεσα στους κατοίκους, ένα ημερολόγιο θυμάτων, μια γυναίκα που φορά πάντα μακριά σκουλαρίκια, μια ανακοίνωση ικανή να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά και μια φράση που πυροδοτεί περιέργεια και αγωνία, δίνουν τη σκυτάλη στους τίτλους τέλους και στις απανωτές αποκαλύψεις που σοκάρουν ακόμα και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση που μου κίνησε το ενδιαφέρον για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο της Nατάσας Γκουτζικίδου, ένα σύντομο βιογραφικό της οποίας θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
Η αλήθεια είναι ο μόνος δρόμος, το φως που διώχνει μακριά το έρεβος.
Οι μάσκες πέφτουν. Η ομίχλη του τοπίου καταλαγιάζει και βρισκόμαστε σε μια καλύβα-ορμητήριο στην άκρη του βάλτου. Εκεί θα γραφτεί η τελευταία πράξη του δράματος, πλάι σε ένα μήνυμα γραμμένο με αίμα. Εκεί, μια κόρη θα αγκαλιάσει με σθένος τον πατέρα της, εκεί η μνήμη θα απελευθερωθεί από το σεντούκι της λήθης, εκεί μια ψυχή θα μπορεί πλέον να ησυχάσει και οι λιβελούλες πλέον θα απολαύσουν ολοκληρωτικά το μέρος που τους ανήκει.
Μην περιμένετε να πω περισσότερα. Οι διάσπαρτες φράσεις μέσα στο κείμενό μου και η προσωπική μου σφραγίδα νιώθω ότι έδωσαν στον αναγνώστη πολλά, αλλά κυρίως το έναυσμα να αναζητήσει το βιβλίο.
Συναισθηματική φόρτιση, αγωνία και αμείωτο ενδιαφέρον για τη συνέχεια και φυσικά μια έξυπνη κεντρική ιδέα πλαισιωμένη με την πένα της συγγραφέως, μας οδηγούν σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα για τους λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας και όχι μόνο!
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αυγέρη.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρει:
Ένας χτύπος σε κάποιο από τα παράθυρα.
Μια λιβελούλα χτυπάει ξανά και ξανά στο τζάμι.
Θα έπαιρνα όρκο ότι με κοιτάζει. Επιμένει. Θέλει να μπει μέσα.
Πατάω τη σκανδάλη. Μία, δύο φορές. Μετά σιωπή.
Το μόνο που ακούγεται είναι το φτερούγισμά της.
Καθώς η ομίχλη πλανάται πάνω από τη μικρή επαρχιακή πόλη και τα θύματα αυξάνονται, μόνο η ειδική ομάδα του Πιτ Λάρσεν μπορεί να λύσει την υπόθεση και να ανακαλύψει τον δολοφόνο. Μαζί με τη συνάδελφό του Ούμα, ειδικό στη δημιουργία προφίλ, καλούνται να ξεδιπλώσουν το κουβάρι, ενώ ο δολοφόνος παραμένει αόρατος, να απολαμβάνει το κακό που σκορπά.
H Nατάσα Γκουτζικίδου γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα. Μοιράζει την καρδιά της μεταξύ Αθήνας και Διδυμοτείχου από όπου κατάγεται. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Ελληνικό Πολιτισμό στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Από το 2006 εργάζεται στον χώρο των εκδόσεων αδιάλειπτα. Μεταξύ άλλων γράφει ταξιδιωτικά κείμενα για να ταξιδεύει το μυαλό της, κάνει copywriting για λογαριασμό μεγάλων εταιρειών και επιμέλειες κειμένων, λογοτεχνικών και μη. Συνολικά κυκλοφορούν είκοσι βιβλία της. Κάποια από αυτά έχουν φιλοξενηθεί σε εφημερίδες πανελλαδικής εμβέλειας, με μεγάλη αποδοχή από το κοινό ενώ διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς. Έχει έναν γιο και μία κόρη. Πιστεύει ότι η οικογένειά της είναι η έμπνευσή της. Ο Ιανός είναι το 21ο βιβλίο της. Το λες και blackjack.