Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας
Γιάννη Σμίχελη
Το σπανακόρυζο ήταν μείζων θέμα συζητήσεων. Με λεμόνι και λάδι και μπόλικο πιπέρι ή με σάλτσα ντομάτας. Ποτέ δεν βγάλαμε άκρη, ο καθένας τον χαβά του. Μόνο ο Παύλος έπιασε το νόημα. Ντοματένιο και λεμονάτο, ακόμα και το ρύζι πάει με ψωμί, πώς αλλιώς να γεμίσει το στομάχι για να μπορεί το σώμα να μοιράσει τα πακέτα και γράμματα των προσδοκιών στους επίδοξους επιχειρηματίες της ψευδαίσθησης. Βέβαια του έλειπε πάντα ο ύπνος, αφού δεν διέθετε αρκετά φράγκα για την πληρωμή των επιχειρηματικών οφειλών, οπότε έκανε βάρδιες αϋπνίας και εκτελούσε διανομές ως κοιμώμενος αγγελιοφόρος στο τιμόνι, παραλίγο να συναντήσει τον συνάδελφό του αρχάγγελο, αλλά είχε την κωλοφαρδία για άγιο και σε ελεύθερες πτώσεις εις στα γκρεμνά ετσακίζετο το όχημα και όχι το τσερβέλο του. Ανοίγουν τα μπαούλα οι πόρνες και φοράνε την ενδυμασία της παρθένου με τρόπο υπερτιμολογημένο. Όλα έχουν την αξίωση του κέρδους και τα σπυριά στα καύκαλα των βαρεμένων είναι η τροφή της απατεωνιάς. Ο δήμαρχος οραματίζεται την πόλη του 21ου αιώνα ως ναυαρχίδα της τουριστικής βιομηχανίας. Τελικά αφού έσκαψε τον λάκκο του και το εγκεφαλικό της μνημονιακής πολιτικής τον βρήκε στα λατομεία της λογιστικής παράκρουσης, ψέλλισε ζήτω ο Κουβέλης και φυτεύτηκε στον κόσμο των ψευδαισθήσεων. Μόνο ο επονίτης τοπικός άρχοντας είχε την εκτίμηση αλλά ήταν τόσο χαμηλών τόνων και με υψηλό ανάστημα από την εποχή της αντίστασης, δεν γινόταν να μην γίνει λεία των επίδοξων γυμνοσάλιαγκων. Τον κέρωσαν με τα γλειψίματά τους τόσο επιδέξια ώστε σαν κινούμενο άγαλμα να παραμένει ζωντανή παραφωνία, μια νότα αντίστασης έτσι για να μην ξεχνούμε και το τιμημένο παρελθόν μας. Άλλωστε, είναι ο μόνος που την γλίτωσε από την ηγετική ομάδα του ΕΑΜ-Ε.Λ.Α.Σ.-ΕΠΟΝ. Κάπως έτσι το μειλίχιο περπάτημά του εξαγνίζει τις σκατούλες των νεόπλουτων, κι αφού ζυγώνει τα εκατό του ευχόμαστε να τα διακοσαρίσει μήπως και στις άγριες εποχές που κοντοσιμώνουν εμπνεύσει ως παράδειγμα προς μίμηση. Ήταν άλλωστε γέννημα της ηθικής των γενναίων στην εποχή της κόλασης, μόνο που προς το παρόν αυτό που ζούμε την ξεπερνάει σε σημείο να έχει μείνει και ο ίδιος αποσβολωμένος μες στις δάφνες του. Ο αντίζηλός του του έφαγε τον θώκο, αφού αυτός ο ίδιος δεν μπορούσε να υποκύψει στον πειρασμό της εξαργυρωμένης πουτανιάς, και αξιοπρεπώς παραιτήθηκε τιμώντας όσα οι άλλοι με παιανικά λογύδρια καταπατούσαν για το καλό της τρύπιας τσέπης τους. Ο διάδοχός του, λοιπόν, φορούσε την αρχιτεκτονική βράκα που κλείνει και μεταφέρει κρυφά ακόμη και τον διάολο, έγινε πρόβατο για θυσία μπρος στις διεθνείς αγορές. Αυτός ήταν και ο πιο επιτυχημένος από όλους γιατί επιτάχυνε το γκρέμισμα χτίζοντας νόμιμα αυθαίρετα με την ευλογία των χρηματοκιβωτίων. Την τζιμανιά των δημογερόντων ολοκλήρωσε εκείνος της δεξιάς κάνοντας πλάκα με τα γεωτρύπανα. Κι αφού άνοιξε μια τρύπα δίπλα στη λίμνη, άδειαζε το νερό της μέσα της. Είναι εκείνος που κατάφερε το ακατόρθωτο, να γεμίσει την γεμισμένη με την ήδη υπάρχουσα γέμισή της. Γέμισμα στα γεμάτα.
Χτύπησε το κουδούνι και το κωλαράκι της πετάριζε ανάμεσα στα χαρωπά βλέμματα των συμμαθητών της. Έξαλλη η γυμνασιάρχης που δεν κοίταζαν τα δικά της οπίσθια, την επέπληξε και απευθύνθηκε κεραυνοβολώντας τον υποδιευθυντή του σχολείου. «Κύριε Κλουνακακαξάκη, δεν θα τιμωρήσετε με τον δέοντα τρόπο τη μαθήτρια για την ελλιπή ένδυση της;» «Βεβαίως, βεβαίως», απαντά αυτός με τον στόμφο κρητικού ριμαδόρου. Κι ενώ από έξω του της έσουρνε τον λόγο της ποινής, από μέσα του ενέγραφε την κονδυλιά της καύλας του. «Κωλαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να σ' ακολουθώ, να σε βρίσκω στο σκολειό, να σου δείχνω γράμματα, της ψωλής τα βάσανα». Κάπως έτσι κατηφόριζε τον δρόμο όταν συνάντησε την καντηλανάφτρια διαολισμένη. «Μα τσίτσιδες να μπουν στην εκκλησία και να μην πει ο παπάς κουβέντα, να μας κάψει ο Θεός με τόση αμαρτία, θα συγκεντρωθούμε για διαμαρτυρία όλες οι χριστιανές με εξαπτέρυγα και μαυρομάντηλα για να επιβληθεί κανονισμός περιβολής κατά την είσοδο στους ιερούς χώρους». Το ένα της μάτι ήταν βουλωμένο και το δεξί της χέρι στραμπουληγμένο. Πριν ρωτήσει ο καθηγητής του απάντησε πως σκόνταψε τη νύχτα καθώς πήγαινε στην τουαλέτα και εσβολώθηκε. Δηλαδή την στιγμή που γύρναγαν στο σπίτι πατέρας και γιος από το περμπάντημά τους με τις τουρίστριες. Είχαν πιει τα σκονάκια τους και μετά από ένα όργιο στην παραλία εγύρναγαν στο σπίτι κι έπεσαν πάνω στην κυρά του σπιτιού τους. Μετά τις απαραίτητες χριστοπαναγίες και ξυλοδαρμούς σωριάστηκαν στα κρεβάτια τους κι ακόμη δεν είχαν ξυπνήσει. Ο μαντιναδοφονιάς εκάτεε τα καθέκαστα αφού συμμετείχε κι αυτός στις ίδιες κραιπάλες κι επέστρεφε μαζί τους για το ύπνο της χαραυγής. Ήταν αυτός που κάλεσε την αστυνομία ανώνυμα. Όλοι το είχαν τούμπανο κι αυτή κρυφό πλήγμα, αλλά, άλλα τα μάτια του λαγού κι αλλιώτικα του αετού, γι' αυτό και εκαμώθηκε έκπληκτος τον συμπονετικό γυρνώντας ταυτόχρονα το βλέμμα του στο επόμενο κωλομέρι του ξέχειλου από τουρίστριες σοκακιού. Μήπως είναι ανδρικός αναρωτήθηκε, πολύ σφιχτός μου φάνηκε, και τι ήθελε η αλογοουρά στην πλάτη; Μπα, μάλλον καλογυμνασμένη καυλλονή θα ήταν. Κι έξυσε τ' αρχίδια του από την εσωτερική μεριά της τσέπης του παντελονιού του. Ο κολοκυθανθός είναι πολύ ευαίσθητο υλικό και μπίζηλο φαγητό, εξηγούσε η μανάβισσα στην γραμματέα του συμβολαιογράφου. Εκείνη προσπαθούσε να κατεβάσει το μίνι της μέχρι τον τετρακέφαλο γιατί ο αέρας το είχε σηκώσει και είχαν φανεί τα λουλουδάτα βρακιά της. Μα δεν ντρέπεται η ξετσίπωτη, σκεφτόταν η κυρά Κούλα, πώς θα κάνει οικογένεια αν είναι τόσο καυλομούνα και προκαλεί τον κάθε άντρα. «Πόσα κομμάτια θέλεις θυγατέρα μου;», ρώτησε με προσποιητή οικειότητα την κοπέλα. «Σιγά μωρή μην καθίσω στην κουζίνα να φτιάχνω γέμιση και να τυλίγω αυτά τα ηλίθια ζαρζαβατικά, θα πάω στον Ίτανο να αγοράσω δυο μερίδες, ας είναι και προχθεσινοί. Θα του καθίσω του Μανωλάκη και δεν θα πει κουβέντα για το μαγείρεμά μου. Κι αν μου έχει αγοράσει το δακτυλίδι που του έδειξα στη βιτρίνα θα τον γλείψω κιόλας. Η σκατόγρια θέλει να με κάνει νοικοκυρά του κανακάρη της μα εγώ θα του φορέσω με την πρώτη τα κερατά του ταράνδου με τον Νικολή, αν μου κάνει τον καμπόσο. Με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και να μας κουνιούνται οι δεξιοί θα λάβουν το μαθηματάκι τους από την κλαδική στην επόμενη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου». Σιωπηλά και καλομελετημένα. Άνοιξε την πόρτα ο Αντώνης κι αμέσως εμφανίστηκε ο Τάσος, «ωαίο πάμα, εεεε;» δείχνοντας την σερβιτόρα, την Καλλιόπη. «Ρε βλαμμένε», του λέει, «δεν είναι πράμα, γυναίκα είναι, άνθρωπος, και θα πρέπει να είσαι ευγενικός μαζί της». «Να της πάσω τον κω, είναι τουλωτός σαν μπούλεκο, εεε». «Ρε σκάσε, ποιος σου έμαθε να λες τέτοια λόγια μπρος στην ξένη κοπέλα;» «Ο Γάννης, ο ταϊτζής».
Η κριτικός λογοτεχνίας έχει τόσο δίκιο. Στην Ελλάδα ήμουν ένας αθεράπευτα ρομαντικός ηττολάγνος. Είχα κάνει το χάσιμο ένδυμα της ελευθερίας μου, μέχρι που μπρος στην απειλή της φυσικής εξόντωσης έσπασα τα δεσμά και με τη δεινή ορμή των λέξεων, από ένα σώμα στη θαλπωρή της παρακμιακής οδυνηρής ηδονής, ξεπήδησαν τα βλαστάρια ενός άλλου ανθρώπου. Και μες σε ποιητική δίνη ελιγμών, στα βάθη του λαβύρινθου της άγνωστης ύπαρξης, ξεπήδησε ένα άλλο πρόσωπο με ένα εντελώς νέο σώμα. Εφόσον ο θάνατος νικιέται, η ήττα στα εγκόσμια είναι μια νικηφόρα πορεία προς το αέναο, όπου οι μάχες δεν έχουν στρατόπεδα, μήτε νικητές και ηττημένους, μόνο ροές προς όλες τις κατευθύνσεις σε πολλαπλά επίπεδα, διαστάσεις, και συνθέτουν μια διάχυση της ενέργειας σε μητρικές κουκκίδες φωτογενούς σκοταδιού. Το ανθρώπινο είδος δεν είναι άστρο και δεν εκπέμπει φως όπως ο ήλιος αλλά ενεργεί με μια δύναμη πρωτόγνωρη αφού μπορεί και συνειδητοποιεί την καταστροφή όταν την επιτελεί και όχι εφόσον έχει ολοκληρωθεί. Γι' αυτό κι επικρατεί στη ζωή, γίνεται η ανθρωπότητα το σύμπαν που δεν γνωρίζει, μεταμορφώνει τη φύση του για να ανακαλύψει την άγνωστη φύση της φύσης, να κάνει τον κόσμο ξανά ίδιο αλλά αλλιώτικο, παρόμοιο με διαφορετικότητα, αυτοφυεί με διαδραστικότητα και ως εκ τούτου άγριο, σαν την παρθένα φύση των ανεξερεύνητων κόσμων. Είναι καιρός να στραφούμε προς τα δέντρα για να μάθουμε την παραγωγή της αυτοτροφοδοσίας. Να εμβαθύνουμε στο νόημα του ριζώματος μέσα μας ώστε να πάψουμε να τρώμε τις σάρκες των άλλων και τις δικές μας με αψή ή ντελικάτο τρόπο, ο κανιβαλισμός δεν αλλάζει, όπως ακριβώς όταν εκτελούν τα ζώα στο σφαγείο με νανουριστική μουσική ώστε να μην σφίγγονται και αφήνουν σκληρό κρέας. Η πιο επικίνδυνη και αμετανόητη ομάδα είναι εκείνη των φιλοζωικών οργανώσεων που εκτρέφουν τα σκυλάκια και γατάκια σαν να ήταν αλιγάτορες ή τίγρεις, έτσι ώστε να θεωρούν αυτόν τον τρόπο αμετάβλητο και φυσικό αλλά και τον πιο ανθεκτικό. Η φύση όμως αλλάζει όπως και η δική μας άλλωστε και οι πρώτοι που θα εξαλειφθούν με τις τυμπανοκρουσίες κανίβαλου θα είναι οι ίδιοι από τους ομοίους τους και αποτελεσματικότερους σαρκοβόρους, γιατί οι άλλοι θα έχουν ήδη μάθει σε μια άλλη φυσική μέθοδο επιβίωσης.
Στην Γερμανία, λοιπόν, και μετά την εισαγωγή μου στην ψυχιατρική κλινική για τη θεραπεία κατά της κατάθλιψης, άρχιζα να νικώ με τον τρόπο που μου ταιριάζει. Και συνέλαβα το νόημα να είσαι κάτι που δεν είσαι, να μην είσαι για να είσαι, να είσαι και να μην είσαι ώστε να μην μπορείς για τίποτα, πως η ανυπαρξία είναι η υπαρκτή ύπαρξη της ακύρωσης του κίβδηλου εαυτού σου για τη δίκη σου αποκλειστική αλήθεια. Κι έτσι, όλα τα στοιχεία της ταυτότητάς μου υπό αίρεση και η ψυχοσυναισθηματική δομή μου προς αναίρεση. Η οικογένειά μου με γέννησε μα δεν ήξερε τι να με κάνει. Τρόμαξαν που με συνέλαβαν, δεν με περίμεναν όπως ήμουν, φανταζόντουσαν πως θα ήμουν άλλος κι αλλιώς, στο πιο βολικό τους, στα δικά τους μέτρα και σταθμά. Επειδή ήμουν παιδί τους είχαν τη βεβαιότητα πως θα τους έμοιαζα. Αμ δεν. Ακόμη αναρωτιέμαι πάνω στη φράση της μάνας μου, της βιολογικής, «δεν ήθελες να βγεις», μου τόνιζε κάθε λίγο και λιγάκι και μέχρι σήμερα δεν κατάλαβα αν εγώ δεν ήθελα ή εκείνη ενστικτωδώς από φόβο και κολυμπώντας στις φοβίες με όλες τις δεισιδαιμονίες να παρελαύνουν στο υποσυνείδητό της, δεν ήξερε τι να με κάνει μες στην κοιλιά της. Άλλωστε και ο αδελφός μου δεν είχε καλύτερη τύχη. Και οι δυο με καισαρική. Σε άλλες εποχές μπορεί να είχαμε πεθάνει και οι τρεις. Της φύσης τα καμώματα τα βλέπει ο ήλιος και χέζεται επάνω του. Ο μικρός το έπαιξε διπλωμάτης και υποδυόταν τη μαριονέτα· επιπλέον ήταν φιλάσθενος και χρειαζόταν διαρκώς περιποίηση και ταυτόχρονα ήταν και πιο ήσυχος. Αντίθετα εγώ ήμουν ένα αφηνιασμένο άλογο όπως με αποκαλούσε πάλι η γεννητόρισσά μου. Και επειδή δεν έπαιρνα από λόγια, μήτε από απειλές και ήθελα πάντα να κάνω το δικό μου γιατί το μυαλό μου ήταν τετραπέρατο από τα μωρουδιακά μου, το ξύλο είναι του Θεού το παραδεισένιο εργαλείο. Τόσο θεοσεβούμενοι ήταν οι γονείς μου. Αλλά τι λέμε τώρα; Άλλο τόσο θεάρεστοι ήταν το διδακτικό προσωπικό, μ' εξαιρέσεις φυσικά. Καλά να ήταν τα σώματα ασφαλείας που έδιναν το παράδειγμα. Κι όλοι μαζί έβλεπαν Το ξύλο από τον παράδεισο και αυτοευλογούνταν. Α, ρε Βουγιουκλοπαπαμιχάλη, τύφλα να 'χει ο Τζον Γουέιν! Αυτό μου στοίχισε αλλά και θα τους στοιχίσει, γιατί όποιος είναι επαναστάτης δεν το δείχνει με τα λόγια αλλά με τον γδούπο της σιωπής και τη σιγή των τετελεσμένων της δράσης του. Δεν εννοούμε ποτέ αυτό που λέμε και τα υπονοούμενα είναι κακά κρυμμένα μυστικά που γίνονται αντιληπτά από την ανάγκη να τα ξεφορτωθούμε για να μην μας βαραίνουν, κάτι που είναι ψευδαίσθηση. Γιατί το βάρος της ευθύνης είναι της εχεμύθειας η ευδοκίμηση. Η ουσία έγκειται στα ανομολόγητα, που μόνο οι ενέργειες φανερώνουν, εφόσον ολοκληρωθούν, γιατί συνεχίζεται η εκπομπή της ακτινοβολίας, επειδή η πράξη ξεκινά την επίδρασή της μόνο και όταν τελεσθεί για να τελείται με συνέπεια.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θανάση Μυλωνά.
Το πεζογράφημα αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Γιάννη Σμίχελη Άγιος Νεόπλουτος: Διάλογος με τον Πεσσόα - Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας, που δημοσιεύτηκε σε 42 μέρη στο koukidaki.gr από τις 25 Απριλίου 2025 και κάθε Παρασκευή. Ξεκινήστε την ανάγνωση από εδώ ή συνεχίστε στο επόμενο.
Σημ. επιμ.: Μπίζηλος, στο κριτικό ιδίωμα, είναι ο μπελαλίδικος, ο δύσχρηστος, ο ιδιότροπος, ο παράξενος ή και ο πολύπλοκος, κατά περίπτωση. Η λέξη προέρχεται από την αρχαία επίζηλος.



