Είναι εύκολο να βλέπει κανείς τη ζωή του Brian Wilson μέσα από στιγμιότυπα, όπως τη γέννηση των Beach Boys, την αποθέωση που γνώρισε με το Pet Sounds και την θριαμβευτική επιστροφή του στη σκηνή δεκαετίες αργότερα. Αυτή, όμως, η οπτική αδικεί βαθύτατα την ιστορία ενός ανθρώπου που, ενώ χαιρετίστηκε ως μουσική ιδιοφυΐα, πάλεψε με τεράστιες δυσκολίες και δοκιμασίες για να κατοχυρώσει το όραμά του. Το ταξίδι του μόνο ήρεμο surf δεν ήταν. Καθώς κοιτάμε πίσω στη ζωή του μετά τον θάνατό του στις 11 Ιουνίου 2025, σε ηλικία 82 ετών, είναι φυσικό που καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο τον τίμησαν ως έναν πρωτοπόρο μουσικό καθοδηγητή.
Η μουσική διαπότιζε κάθε στιγμή, παλμό και ρυθμό της ζωής τού Wilson – αλλά υπήρξε επίσης γιος, αδελφός, σύζυγος και πατέρας, που ήξερε καλύτερα από τους περισσότερους πώς είναι να κοιτάς τον κόσμο στα μάτια στις πιο σκοτεινές σου ώρες.
Ο Wilson γεννήθηκε στις 20 Ιουνίου 1942 στο Inglewood της California, πρώτος γιος της Audree και του Murry Wilson – οι αδελφοί του και μελλοντικοί του συνεργάτες Dennis και Carl γεννήθηκαν το 1944 και 1946 αντίστοιχα. Είχε μια παιδική ηλικία γεμάτη αντιθέσεις. Έντονος οικογενειακός δεσμός, αλλά και στιγμές βίας και κακοποίησης από τον ευέξαπτο πατέρα του. Η σωτηρία του, ωστόσο, βρέθηκε στη μουσική, χάρη στην επιμονή των γονιών του να μάθει να παίζει, και εκεί ο πρωτότοκος διέπρεψε: παρά την κώφωση στο ένα αφτί, είχε μια ενστικτώδη, σχεδόν προφητική ικανότητα με τα όργανα. Έγινε επιδέξιος στο ακορντεόν και στο πιάνο και ο διευθυντής της χορωδίας της εκκλησίας τον αναγνώρισε ως άτομο με απόλυτο μουσικό αφτί πριν καν βγει από την παιδική ηλικία. Η πορεία προς τη μουσική δόξα φαινόταν σαν να ήταν γραμμένη στ' άστρα.
Η δημιουργία των Beach Boys ήρθε αργότερα, αφού ο Wilson ολοκλήρωσε το λύκειο, παριστάνοντας για λίγο τον αθλητή και τον άριστο μαθητή, μέχρι να επιστρέψει στο πάθος του: τη μουσική. Το 1961, μαζί με τους δύο αδελφούς του, τον ξάδερφό του Mike Love και τον φίλο Al Jardine, χρησιμοποίησε τα 250 δολάρια που του είχαν αφήσει οι γονείς του για φαγητό στις διακοπές του – τα ξόδεψε σε μουσικό εξοπλισμό και χτύπησε φλέβα χρυσού. Ηχογραφώντας μαζί με τους υπόλοιπους το Surfin', των Wilson και Love, πέτυχαν ένα μικρό τοπικό hit στην California και ξεκίνησαν μια οικογενειακή επιχείρηση – με μάνατζερ τον Murry Wilson. Το 1962 υπέγραψαν με την Capitol Records και κυκλοφόρησαν τα πρώτα τους δύο albums, Surfin' Safari και Surfin' USA. Σαν με το πάτημα ενός διακόπτη, οι Beach Boys έγιναν το απόλυτο pop φαινόμενο στην Αμερική – με τον Wilson επικεφαλής.
Η ευφυΐα του δεν άργησε να τραβήξει τα βλέμματα της μουσικής βιομηχανίας. Πέρα από τα τραγούδια για τους Beach Boys, έγραψε άλλα 42 hits για διαφορετικούς καλλιτέχνες μέσα στη δεκαετία του '60. Όλα έμοιαζαν ιδανικά, αλλά κάτω από την επιφάνεια μια καταιγίδα ωρίμαζε. Το 1964, απέλυσε τον πατέρα του από μάνατζερ, έγραψε τρία albums, και μετά ήρθε η Βρετανική Εισβολή. Όπως ομολόγησε δύο χρόνια αργότερα: «Η εισβολή των Beatles με ταρακούνησε πολύ. [...] Οπότε πατήσαμε γκάζι.» – αλλά το γκάζι έφερε σοβαρά προβλήματα. Η πίεση αυξήθηκε όταν, παρόλο που το συγκρότημα είχε πέντε μέλη, όλοι θεωρούσαν ότι ο Wilson ήταν η ουσία του, η καρδιά του και η ψυχή του. Ο αδελφός του, ο Dennis, το είπε πιο ωμά: «Ο Brian Wilson είναι οι Beach Boys. Είναι το συγκρότημα. Εμείς είμαστε οι αγγελιοφόροι του. Είναι τα πάντα. Τελεία. Εμείς δεν είμαστε τίποτα. Αυτός είναι τα πάντα.». Το βάρος αυτής της αντίληψης οδήγησε τον Wilson, μόλις στα 22 του, σε αλλεπάλληλες νευρικές κρίσεις και τελικά στην απόφαση να αποσυρθεί από τις περιοδείες. Η μπάντα έπαιζε στις συναυλίες με αντικαταστάτη. Η αποχώρηση από τις ζωντανές εμφανίσεις ήταν το πρώτο βήμα, αλλά εκείνο που χρειαζόταν πραγματικά ήταν μια καλλιτεχνική αναγέννηση, μακριά από τα ηλιόλουστα surf ηχοτοπία που τον καθιέρωσαν.
Παραδόξως, η πηγή του άγχους του –οι Beatles– του έδωσαν την έμπνευση να εξερευνήσει νέους μουσικούς δρόμους, ιδίως μετά την ακρόαση του Rubber Soul το 1965. Έτσι ξεκίνησε η πιο δημιουργική του περίοδος. Το Pet Sounds, που κυκλοφόρησε το 1966, αναγνωρίστηκε άμεσα ως αριστούργημα. Κομμάτια όπως τα God Only Knows και Wouldn't It Be Nice τον έβαλαν σε ένα τρομακτικό βάθρο – αλλά άλλαξαν για πάντα τον κόσμο της μουσικής. Πίσω από τη λάμψη όμως, υπήρχε μια σκοτεινή αλήθεια: το album στηρίχτηκε εν πολλοίς στη χρήση ουσιών, που είχε ενταθεί μετά τις ψυχικές του καταρρεύσεις. Η φθορά του γάμου του με τη Marilyn Rovell (με την οποία απέκτησε τις Carnie και Wendy) επιδείνωσε την κατάσταση. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό και η συνέχεια του Pet Sounds άργησε... 37 χρόνια.
Οι επόμενες τρεις δεκαετίες σημαδεύτηκαν από καλλιτεχνική πτώση και προσωπικό σκοτάδι: εξάρτηση από ναρκωτικά, απομόνωση και εγκατάλειψη του φιλόδοξου Smile. Δοκίμασε διάφορα, ακόμα και να ανοίξει κατάστημα βιολογικών προϊόντων στο Hollywood, – αλλά τίποτα δεν τον ανέβασε ξανά. Η ρήξη με τον Mike Love χειροτέρευσε τα πράγματα – ο Love, ενοχλημένος από τις πειραματικές του τάσεις και τα προβλήματα εξάρτησης, ξεκίνησε δικαστικό αγώνα που κράτησε δεκαετίες και ποτέ δεν επιλύθηκε πλήρως. Οι αδελφοί του Carl και Dennis ζήτησαν τη βοήθεια του ψυχολόγου Eugene Landy, ο οποίος όντως τον βοήθησε περιστασιακά να επανέλθει στη μουσική τη δεκαετία του '70 και '80 – μέχρι που υποτροπίασε ξανά. Τη δεκαετία του '90 η σχέση τους έληξε οριστικά όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Landy είχε εμπλακεί στα οικονομικά του Wilson και είχε επιβάλει κηδεμονία. Ο Wilson είχε φτάσει στον πάτο· και για οποιονδήποτε άλλον η επιστροφή θα ήταν αδύνατη.
Κι όμως, κατάφερε να επιστρέψει στις αρχές της δεκαετίας του '90, ηχογραφώντας ξανά κλασικά των Beach Boys, ως σόλο πλέον καλλιτέχνης. Ξεπερνώντας αυτό το εμπόδιο, είχε έρθει η ώρα για τη μεγαλύτερη πρόκληση απ' όλες. Επέστρεψε στη σκηνή για πρώτη φορά από τα 20 του· απρόσμενα αλλά θριαμβευτικά. Η σκηνή τού έδωσε ξανά ζωή και τελικά τόλμησε να αγγίξει ξανά το Smile. Το 2004 παρουσίασε την αναθεωρημένη του εκδοχή Brian Wilson Presents Smile στο Royal Festival Hall του Λονδίνου. Ήταν το οριστικό κλείσιμο ενός τραύματος. Η συνέχεια του Pet Sounds είχε πια υλοποιηθεί, έστω και μισό αιώνα αργότερα.
Οι τελευταίες δύο δεκαετίες της ζωής του σημαδεύτηκαν από αναγέννηση. Κυκλοφόρησε album, επανενώθηκε με τους Beach Boys το 2012, έγινε θέμα της βιογραφικής ταινίας Love and Mercy το 2014 και επιτέλους αναγνωρίστηκε παγκοσμίως ως η ιδιοφυΐα που πάντα ήταν. Συνεργάστηκε με παλιούς και νέους καλλιτέχνες και το 2016 δήλωνε πως δεν σκοπεύει να αποσυρθεί. Καθώς όμως έμπαινε στα 80, ήρθε η ώρα για επιβράδυνση. Το 2022 σταμάτησε τις περιοδείες. Το 2024 έχασε τη δεύτερη σύζυγό του Melinda Ledbetter και λίγο αργότερα ανακοινώθηκε πως πάσχει από άνοια και τέθηκε υπό κηδεμονία από την οικογένειά του.
Κι όμως, το ερώτημα παραμένει: ο Wilson εργαζόταν για ένα νέο album, το Cows in the Pasture, που ήταν βασισμένο σε ακυκλοφόρητο υλικό του 1970. Θα κυκλοφορήσει άραγε ποτέ ή θα αρκεστούμε να υμνούμε το έργο που μας άφησε;
Όπως απέδειξαν οι παγκόσμιες εκδηλώσεις θλίψης και τιμής για τον θάνατό του, είναι αδύνατο να υπερεκτιμήσει κανείς το πόσο ριζικά άλλαξε τη μουσική. Το πιο σπουδαίο όμως, δεν είναι καν η μουσική του ιδιοφυΐα αλλά ότι ο δρόμος προς αυτήν ήταν γεμάτος μάχες και όχι εύκολος. Από την pop του surf μέχρι το Pet Sounds, η ζωή του Brian Wilson αποδεικνύει πως κανένα εμπόδιο δεν είναι ανυπέρβλητο όταν έχεις επιμονή, όραμα και ταλέντο.
Brian, σε ευχαριστούμε που ήσουν μαζί μας. Τώρα που φεύγεις για την Μπάντα του Ουρανού, ένα πράγμα είναι βέβαιο – και θα το γράψω τώρα που τελειώνω αυτό το άρθρο: Άνθρωπο σαν κι εσένα, δεν θα ξαναδούμε!
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε τον Brian Wilson σε φωτογραφία του Michael Ochs