Γεωργίου Κονίδη
Μια μαύρη σταγόνα ελευθερίας κύλησε, κατρακύλησε και κατέληξε στα βρόμικα νερά ενός υπονόμου. Ο κύκλος της ζωής έχει ολοκληρωθεί. Δεν υπήρχε παρά μόνο μια σταγόνα αίμα στο μπροστινό μέρος της μικροσκοπικής κιλότας. Δεν ήταν κακό, αλλά πόνεσε.
Η λάμψη, ο κεραυνός ήταν πιο δυνατός, πιο ανθρώπινος, δεν τον φοβόταν πια, μόνο τα έντομα κρύβονται στη βροχή, μόνο ο θάνατος κρύβεται και φαίνονται τα άπληστα μάτια του στο σκοτάδι, μα είναι όμορφα μάτια, γυναικεία... μήπως ο θάνατος είναι μία πανέμορφη κοπέλα και όχι ένας κακάσχημος γέρος με ένα δρεπάνι;
Αναρωτηθήκατε ποτέ τι γεύση έχει η λύπη πάνω στα χείλια μας;
Η διαφθορά μας, που απλώνεται και διώχνει την αγάπη μας, καλύπτοντας τα πρόσωπα στα μάτια, τα πάντα με το ντύσιμο της υποκρισίας.
Μία αλυσίδα κρέμεται από το πόδι του νέγρου φυλακισμένου, μία αλυσίδα που θα έχει μία ζωή όμως τρέχει, τρέχει ενώ ματώνει ο αστράγαλος, η σάρκα του τρίβεται συνεχώς στο σίδερο και το αίμα αρχίζει να τρέχει.
Το τρένο δεν είναι μακριά.
Πιο πέρα και πίσω τα σκυλιά, που μυρίζονται το αίμα και σε λίγο θα τον τσακώσουν· το τρένο δίπλα του τρέχει, τρέχει... στην άκρη της αλυσίδας κρέμεται ένα μεγάλο κυνηγόσκυλο.
Ο νέγρος όμως γελάει αφού έχει πια πιαστεί από τα κάγκελα και έχει γλιτώσει, σηκώνει τα χέρια του στον ουρανό σε μια σιωπηλή προσευχή ευγνωμοσύνης προς τον Θεό του.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved, 2025
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Natalia Gonstarova [Πάνω από το τρένο, 1913]