Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασίες: Οι Μαζαράκηδες, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Τα πέντε φαντάσματα * Έξι τίτλοι πεζογραφίας των εκδόσεων Ελκυστής * Το χάλκινο νησί: Η δημιουργία των ανθρωποειδών * Labirinto * Επτά τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Το παιχνίδι της νύχτας: Η αφύπνιση των θρύλων * Το αγόρι * Έξι τίτλοι των εκδόσεων Ελκυστής * Ασμοδαίος ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Για όλα φταις εσύ * Η Κιμ ξέρει και άλλες ιστορίες * Στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου * Στιγμές ζωής * Ακατάσχετη ψυχορραγία ** Ποίηση: 62 ποιήματα * Ανατέλλουσα ψυχή * Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια * Τριθέκτη Ώρα * Οδυσσέας *** Μουσικό άλμπουμ: The 12 Kalikatzari of Christmas *** Δοκίμιο: Εν αρχή ην ο λόγος

Ο άντρας και το γεράκι

Μαρίας Καρυτινού

Πίνακας Εύας Μπρατοπούλου

Ο άντρας έριξε πάνω στο τραπέζι της τσόχας το τελευταίο του χαρτί... Ρήγας καρό. Τα πρόσωπα μέσα στο καπηλειό κοίταξαν ερωτηματικά ο ένας τον άλλον, ενώ το βουητό ήχησε βάναυσα μέσα του. Βρισκόταν σε τούτη την τσόχα δύο μερόνυχτα και ο όχλος τον έπνιγε. Τα περιθώρια είχαν στενέψει, καθώς τ' αρχοντικό και τα χωράφια του ήταν ρημαγμένα, ενώ το κορίτσι που 'χε αφήσει πίσω του έστεκε δίπλα στον θάνατο.
Όλοι στο κάστρο αγαπούσαν τη Δάφνη, μα τα όνειρα χάθηκαν όταν το κακό κούρνιασε στη σάρκα της. Η ανάσα της αιμορραγούσε, ρημάζοντας και τη δική του ζωή. Ο λαός του έλεγε: «Πάρε ό,τι θέλεις λέει ο Θεός, πάρε και πλήρωσε γι' αυτό.». Και ο άντρας ήταν εδώ, για να πληρώσει.
Ξάφνου, ένιωσε τη δίνη του αγέρα που ξεσπά και ο χώρος γύρω του ψιθύρισε κρυμμένα μυστικά. Φτερούγες γερακιού που αιωρούνταν ψηλά, ακούστηκαν. Η στέγη του καπηλειού σκίστηκε σαν το παραπέτασμα του προαιώνιου ναού.
«Γηλ!», φώναξε ο άντρας στο γεράκι κι εκείνο κάθισε πάνω στο γαντοφορεμένο χέρι του.
«Τι βλέπεις Γηλ; Ντάμα κούπα ή δέκα σπαθί;»
Το πλήθος γύρω του γέλασε. Ο άντρας οσμίστηκε τον αέρα σαν τον αετό που εισπράττει τις σταγόνες της βροχής στη ράχη του και πετά σε απόκρημνους βραχότοπους, που ανθρώπινο πόδι αδυνατεί να πατήσει. Τα μάτια του κόκκινα απ' το ξενύχτι έσκισαν αργά τον χώρο, κοιτάζοντας ολόγυρα, καθώς η σιωπή βάρυνε. Έξω από το καπηλειό ακούστηκε χλιμίντρισμα αλόγου.
«Μα τον Βάαλ, τι γυρεύει εδώ το άλογο της Δάφνης;» Σηκώθηκε γρήγορα από την καρέκλα του, αναποδογυρίζοντας την κανάτα με το κρασί, καθώς αισθάνθηκε τον θάνατό της.
«Ε! Πού πας;» του 'πε ένας γεροδεμένος άντρας και του 'κλεισε με το θώρακά του τον δρόμο.
«Κάνε πέρα χωριάτη. Πρέπει να βγω έξω!»
«Μου χρωστάς. Δεν τελειώσαμε. Είπες πως ήρθες να τα πάρεις όλα. Μετάνιωσες; Φοβάσαι;»
«Κάνε πέρα... Το χνότο σου βρομά. Μην ανησυχείς δεν θα βγεις απόψε χαμένος. Άλλωστε κρατάς το κλειδί του κάστρου μου...»
Τραβήχτηκε, νιώθοντας το βάρος των δυο νυχτιών στα μάτια και στα σωθικά του. Αν πέθανε, δεν έχω λόγο να βρίσκομαι εδώ. Άραγε εκείνη να γνώριζε; Κι όμως με άφησε να φύγω, αναλογίστηκε.
Ο χωριάτης, με το βρόμικο πρόσωπο και το χνότο που μύριζε μπόχα, του έφραξε για δεύτερη φορά την έξοδο. Ο άντρας με το γεράκι αναμετρήθηκε μαζί του. Μια παράξενη αίσθηση απλώθηκε μέσα του, ιχνηλατώντας την απόγνωση του άλλου. Το γεράκι ξέφυγε από το χέρι του, κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο γύρω από την αίθουσα και κατεβαίνοντας με ορμή ξέσκισε το μάγουλο του άντρα με την μπόχα στο στόμα.
«Δαίμονα! Τι μου 'κανες;» Το αίμα κυλούσε άφθονο πάνω στο μάγουλό του.
«Αντρέ!» Φώναξε η γυναίκα που ήταν πίσω απ' τον πάγκο και παρακολουθούσε σαν αρπακτικό τους δύο άντρες τα τελευταία λεπτά. Πάνω στη βιασύνη να τρέξει κοντά του, παρέσυρε στο διάβα της δυο μεγάλες κούτες που ήταν στοιβαγμένες δίπλα στο μικρό πορτάκι του μπαρ. Άπλωσε το χέρι της και κόβοντας ένα κομμάτι ύφασμα από τη μακριά της φούστα σκούπισε το αίμα που έρρεε άφθονο από την πληγή του χωριάτη. Το γεράκι κοιτούσε ολόγυρα, χωρίς ν' αφήσει από το οπτικό του πεδίο κανένα από τα πρόσωπα της σάλας. Άντρες και γυναίκες απομακρύνθηκαν φοβισμένοι βλέποντας τον Αντρέ να χάνει την ισορροπία του και να γέρνει βαρύς στο ξύλινο δάπεδο. Η γυναίκα έσκυψε από πάνω του, ακούμπησε το μέτωπό του κι ένιωσε τον ιδρώτα να έχει ποτίσει το κορμί του.
«Τι στο διάβολο! Ποιος είσαι ξένε; Γιατί ήρθες φέρνοντάς μας τον θάνατο;» ρώτησε η γυναίκα. Το πλήθος απομακρύνθηκε περισσότερο, ακούγοντας τη λέξη θάνατο.
«Φύγε! Πάρε και ό,τι μας άφησες...» ούρλιαξε, βλέποντας τον άντρα που είχε αποκαλέσει Αντρέ να ξεψυχά μες στα χέρια της.
«Εμπρός! Τι κάθεσαι; Ξεκουμπίσου!»
Η γυναίκα σηκώθηκε στα πόδια της, νιώθοντας εξαντλημένη, σαν η πνοή του θανάτου να 'χε αγγίξει τη δική της ύπαρξη.
«Φύγε και μην ξαναπατήσεις στο χωριό μας. Πάρε το όρνιό σου μακριά μας!» σύριξε, καθώς η πνοή της έβγαινε κοφτή.
«Δεν σε θέλουμε!» Του πέταξε τα κλειδιά και την πράσινη πέτρα, που είχε αφήσει ο παράξενος άντρας πάνω στον πάγκο της την προηγούμενη νύχτα ενώ έμπαινε στη σάλα με το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι. Όποιος καθόταν τελικά σ' αυτή την τσόχα μόνο νεκρός έφευγε από κει μέσα.
«Μπρος πάρε την πραμάτεια σου!» του πέταξε ειρωνικά, κρύβοντας τον φόβο που είχε φωλιάσει στα σωθικά της.
Ο άντρας με το γεράκι στο χέρι βάδισε ασθμαίνοντας και άνοιξε την πόρτα του καπηλειού.
Για μια στιγμή κοντοστάθηκε, έβγαλε από την κάπα του ένα μικρό πουγκί και το πέταξε στη γυναίκα.
«Πάρ' το. Δεν ευθύνομαι για τον θάνατό του!»
Ο βραδινός αγέρας όρμησε μέσα και παρέσυρε μακριά την ψυχή του άτυχου Αντρέ. Το γεράκι αφουγκράστηκε την ψυχή να πετά ψηλά και τις μαύρες κουρούνες να την αρπάζουν και να την κατασπαράζουν βίαια. Κουνήθηκε για λίγο πάνω στο χέρι του αφέντη του. Άντρας και γεράκι κοιτάχτηκαν για λίγα λεπτά μέσα στη σπείρα του χρόνου τους. Σαν να δόθηκε ένα σύνθημα, άντρας και γεράκι ενώθηκαν ως μια σκοτεινή ύπαρξη και χάθηκαν μέσα στη νύχτα.
Η γυναίκα έκανε τον σταυρό της, αν και δεν πίστευε πουθενά. Ανάσανε κι έκρυψε το τρέμουλο των χεριών της. Πριν από λίγες μέρες κάποιος έμπορος της μίλησε για έναν άντρα που κρατούσε ένα κλειδί και ένα πράσινο πετράδι. Η γυναίκα ρώτησε τον περαστικό τι είδους κλειδί ήταν αυτό, αλλά εκείνος της είπε μονάχα πως ο άντρας είχε πάντα μαζί του ένα γεράκι και οι φήμες, που έρχονταν από μακριά, έκαναν λόγο για τον θάνατο που σκορπούσαν στο πέρασμά τους.
Όταν είδε τον ξένο πριν δυο νύχτες στο καπηλειό της δεν φαντάστηκε πως ο έμπορος από τη μεγάλη χώρα έλεγε την αλήθεια. Όμως απόψε είδε μπροστά της τον θάνατο. Οι θαμώνες την κοιτούσαν παράξενα.
«Τι συμβαίνει; Ας φωνάξει κάποιος τον ιερέα του χωριού... Τι κάθεστε; Ο Αντρέ είναι νεκρός. Πρέπει να πάρει μια προσευχή στον τάφο του!» μουρμούρισε λαχανιασμένη.
Ένα νεαρό αγόρι βγήκε μπροστά λέγοντας «Άσε, θα πάω εγώ κυρά. Τι να πω στον πάτερ;»
«Την αλήθεια. Πως το θανατικό χτύπησε την πόρτα μας...»


Copyright © Μαρίας Καρυτινού All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Εύας Μπρατοπούλου