Ποια ή ποιος από μας, που μας αρέσει αυτή η μουσική, δεν έχει ακούσει για τις δεκαέξι παρθένες της θεάς Vesτα –τις δικές μας Εστιάδες δηλαδή– ή για το πρόσωπο της μίας απ' αυτές που πήρε μια λευκότερη απόχρωση του χλομού όταν ο μυλωνάς του Jeoffrey Chaucer έλεγε την ιστορία του στο περίφημο βιβλίο The Canterbury Tales; Αναφέρομαι φυσικά στο μυθικό πλέον τραγούδι A whiter shade of pale των Procol Harum. Είχε κυκλοφορήσει τον Μάιο του 1967 κι έχει από τότε πουλήσει πάνω από δέκα εκατομμύρια νόμιμα αντίτυπα. Έχει δε υποστεί δεκάδες εκτελέσεις· και κυριολεκτώ. Μέχρι και απορρυπαντικό είχε διαφημίσει! Το χρήμα να ρέει βέβαια.
Ακόμα και σήμερα δεν έχω αποφασίσει αν μ' αρέσουν περισσότερο οι στίχοι του Keith Reid ή η μουσική των Gary Brooker και Matthew Fisher, επηρεασμένη από το περίφημο Air on the G string της τρίτης ορχηστρικής σουίτας του J.S. Bach. Μάλλον το όλο υποθέτω. Οι Procol Harum έκαναν στη συνέχεια αξιόλογη καριέρα, ποτέ όμως δεν δημιούργησαν κάτι αντίστοιχο.
Το 1972 κυκλοφόρησε το άλμπουμ τους Procol Harum Live: In concert with the Edmonton Symphony Orchestra – ηχογράφηση μιας συναυλίας τους στην πολιτεία Αλμπέρτα του Καναδά. Γνωστά τραγούδια τους, όπως το Coquistador με την συνοδεία της συμφωνικής ορχήστρας. Κορυφαία στιγμή της συναυλίας η εικοσάλεπτη πενταμερής σουίτα τους In Held 'Twas I. Φυσικά πρόκειται για υποκειμενική εκτίμηση.
Rock και κλασική μουσική, λοιπόν, τιτλοφορώ το άρθρο. Δεν ξέρω ακριβώς τι εννοώ. Ίσως την συμβολή της ήδη καταξιωμένης μουσικής στην αναδυόμενη τότε μουσικ ή της επανάστασης, που στραγγαλίστηκε από τον ομφάλιο λώρο της λίγο μετά τη γέννα. Θα επικεντρωθούμε, με πολλές εξαιρέσεις, στην συνεργασία της συμφωνικής ορχήστρας με την rock μπάντα· κάτι σαν σύγχρονα concerti grossi. Οι εξαιρέσεις θα αφορούν μερικές εξέχουσες διασκευές κλασικών κομματιών από rock συγκροτήματα. Έχουμε ήδη ασχοληθεί με την μία. Υποχρεωτικά θ' ασχοληθούμε και με τις λιγότερο ενδιαφέρουσες διασκευές rock μουσικής από συμφωνικές ορχήστρες.
Το φλερτ άρχισε όταν μερικοί μουσικοί του rock θυμήθηκαν τις προηγούμενες σπουδές τους στα ωδεία και σκέφτηκαν –σωστά– να μας μεταφέρουν τις εμπειρίες τους. Για να μην με παρεξηγήσετε, σε καμία περίπτωση δεν εννοώ ότι οι εξέχουσες διασκευές συγκρίνονται με τις πρωτότυπες συνθέσεις. Είναι τόσο διαφορετικές όσο τα πορτοκάλια από τις φράουλες – και με τα δύο φτιάχνεις μαρμελάδα βέβαια! Ωστόσο, αρκετές/οί από μας λίγα θα γνωρίζαμε για τις πρωτότυπες συνθέσεις αν δεν είχαμε ακούσει πρώτα τις διασκευές στα νιάτα μας.
By Kind Permission of... ήταν ο φόρος τιμής του John Evans των Jethro Tull στους προγενέστερους συνθέτες μουσικής για πιάνο, με αφετηρία τον L.V. Beethoven, συνέχεια τον C. Debussy και άλλους. Τον συνόδευε με jazzy αυτοσχεδιασμούς στο φλάουτο ο Ian Anderson και στο τέλος όλη η μπάντα. Περιέχεται στην live πλευρά του διπλού LP Living in the past, ηχογραφημένη το 1970. Απολαυστικό.
Το Bourrée των Jethro Tull, που είχε κυκλοφορήσει τον Ιούλιο του 1969 στο άλμπουμ Stand up. Είναι επηρεασμένο από το ομότιτλο μέρος της σουίτας για λαούτο σε μι ελάσσονα του J.S. Bach. Ο διασκευαστής Ian Anderson είχε πει σε μία συνέντευξή του ότι το έπαιζε συνέχεια ένας γείτονάς του στην κιθάρα και του είχε έρθει η ιδέα να το διασκευάσει για φλάουτο και τετραμελή rock μπάντα για να του μπει στη μύτη. Είμαι σίγουρος ότι του μπήκε. Οι Jethro Tull συνέχισαν να δημιουργούν μουσικά αριστουργήματα για δεκαετίες. Το Bourrée πάντως παραμένει στον πυρήνα του ρεπερτορίου τους. Το είχα ακούσει και στη συναυλία τους στο Παλλάς· το 1992 νομίζω.
Το 1985 ηχογράφησαν το άλμπουμ A Classic Case με την London Symphony Orchestra και μαέστρο τον –τότε– David και νυν Dee Palmer, τον επί μία σχεδόν εικοσαετία συνεργάτη και μέλος του συγκροτήματος. Οι πιο μεγάλες επιτυχίες τους σε πιο πομπώδη διασκευή. Δεν με τρελαίνει.
Ο Ian Anderson επέμενε όμως και το 2017 ηχογράφησε το άλμπουμ Jethro Tull - The string quartets, με το Carducci string quartet. Ο τίτλος Jethro Tull είναι ευφημισμός γιατί δεν έπαιζε κανείς από το συγκρότημα. Αυτός φλάουτο και διάφορα άλλα και ο John O' Hara –που είχε κάνει και τις ενορχηστρώσεις– πιάνο. Μία από τα ίδια δηλαδή ή για να βγαίνει το μεροκάματο.
Ο Keith Emerson είχε ξεκινήσει τις διασκευές κομματιών κλασικής μουσικής, με το συγκρότημα The Nice, από το 1967. Στο, όχι και τόσο κλασικό, America του L. Bernstein είχαν προσθέσει στοιχεία από την Συμφωνία του Νέου Κόσμου του A. Dvořák. Έκαναν κι άλλα λίγο αργότερα. Διασκεύασαν L. Janáĉek, J. Sibelius, P.I. Tchaikovsky, J,S, Bach και βάλε.
Η μεγάλη επιτυχία ήταν πάντως το ηχογραφημένο ζωντανά άλμπουμ Pictures at an Exhibition με το σούπερ γκρουπ Emerson, Lake and Palmer (ELP). Βασισμένο στο ομότιτλο έργο του Modest Mussorgsky είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το 1970 και συνεχίζει ν' ακούγεται ευχάριστα· από εμένα τουλάχιστον! Περιέχει τέσσερις από τους δέκα πίνακες της έκθεσης που συνδέονται μεταξύ τους με το πασίγνωστο Promenade σε τρεις διαφορετικές εκδοχές: για εκκλησιαστικό όργανο, για rock τρίο και για hammond όργανο και φωνή. Περιέχει επίσης ένα όμορφο κομμάτι του Greg Lake και κλείνει με την διασκευή Nut Rocker, το Nutcracker του P.I. Tchaikovsky αν δεν μαντέψατε!
Οι ELP είχαν μανία με την κλασική μουσική και συνέχισαν να ηχογραφούν πρωτότυπα ή διασκευασμένα έργα της μουσικής αυτής. Το διπλό LP Works Vol. 1 του 1977 περιλαμβάνει το διάρκειας δεκαοκτώ λεπτών Piano Concerto No. 1 του Keith Emerson, με τον John Mayer να διευθύνει την London Philharmonic Orchestra. Περιλαμβάνει επίσης και διασκευή του έργου του Aaron Copland Fanfare for a Common Man. Έχουν ηχογραφήσει κι άλλα πολλά.
Ο Keith Emerson υπήρξε σπουδαίος μουσικός και βιρτουόζος πιανίστας-οργανίστας. Ήταν και από τους πρωτοπόρους της χρήσης των moog synthesisers στην rock μουσική. Σε μερικές ζωντανές συναυλίες όμως είχε –για κάποιο περίεργο λόγο– την τάση να μαχαιρώνει ή να καίει τα πανάκριβα μουσικά του όργανα. Έκανε και διάφορα ακροβατικά που του είχαν κοστίσει μερικά κατάγματα. Άγνωστη παραμένει, σ' εμένα τουλάχιστον, η συνδρομή αυτής της φιγουρατζίδικης πλευράς του στο αδιαμφησβήτητο μουσικό του ταλέντο.
Οι Caravan ήταν ένα από τα εξέχοντα συγκροτήματα της σκηνής του Canterbury. Έχουμε απολαύσει εξαιρετικές ηχογραφήσεις τους εμπνευσμένες από σοφιστικέ στιλ μουσικής και με την συμμετοχή μουσικών της κλασικής σχολής. Ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα, ίσως γιατί ήταν κι ένα από τα πρώτα που είχα ακούσει και δει· αυτά το 1973 στο Bordeaux.
Το 1974 κυκλοφόρησαν το ηχογραφημένο ζωντανά LP Caravan and the New Symphonia. Την ορχήστρα διηύθυνε ο Martyn Ford. Η συναυλία δόθηκε στο θέατρο Drury Lane του Λονδίνου. Περιλαμβάνει αποδόσεις γνωστών κομματιών τους με την συνοδεία της εντός «κλίματος» συμφωνικής ορχήστρας New Symphonia. Κορυφαία, κατά την άποψή μου, τα μακροσκελή The love in your eye και For Richard· έτσι κι αλλιώς σπουδαία κομμάτια.
Οι Ekseption ήταν ένα συγκρότημα από την Δανία. Είχαν ξεκινήσει, όπως τόσοι άλλοι, το 1967 και θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρωτοπόροι του μουσικού αυτού αμαλγάματος ή συνοικεσίου όπως το αποκαλέσαμε. Δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερη απήχηση όμως· κακώς ίσως. Στα μέρη μας ήταν σχετικά γνωστοί στις αρχές των '70s. είχαν διασκευάσει πολλά γνωστά, ή και όχι τόσο, κομμάτια κλασικής μουσικής. Είχαν ξεκινήσει με την 5η συμφωνία του L.V. Beethoven και στη συνέχεια διασκεύασαν J.S. Bach, A. Khachaturian, G. Gershwin, T. Albinoni και πολλούς άλλους, Ίσως είχαν γεννηθεί σε λάθος χώρα! Το πάλεψαν όμως κι αυτό πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε.
Μια και βρισκόμαστε στα μέρη αυτά, οι –πιο διάσημοι– Ολλανδοί Focus είχαν κυκλοφορήσει επτά χρόνια αργότερα το άλμπουμ Hamburger Concerto. Το ομώνυμο εικοσάλεπτο κομμάτι είναι βασισμένο σε μία σύνθεση του Johannes Brahms. Στο προηγούμενο διπλό άλμπουμ τους Focus 3 είχαν ήδη δώσει κάποια δείγματα επιρροής από την κλασική μουσική, με αρωγό και το φλάουτο του ιδρυτή τους Thijs van Leer.
Ο Αυστραλός –αλλά περισσότερο Άγγλος– John Williams είναι ένας από τους κορυφαίους κλασικούς –και όχι μόνο– κιθαρίστες της εποχής μας. Μουσικός με ανοιχτό μυαλό και ευρεία παιδεία, έχει παίξει σχεδόν τα πάντα και τους πάντες. Τώρα που γράφω την παράγραφο αυτή, για παράδειγμα, ακούω την σειρά The Guitarist στην οποία αποδίδει –μεταξύ πολλών άλλων γνωστών Ισπανών και Λατινοαμερικάνων κλασικών– τους λιγότερο κλασικούς N. Rota, S. Myers και Μ. Θεοδωράκη (από την Ευρώπη), S. Joplin (τον βασιλιά του ragtime από τις ΗΠΑ), E. Sontonga (από την Ν. Αφρική), R. Rahasimanana (από την Μαδαγασκάρη), όπως και το παραδοσιακό El condor pasa από τις Άνδεις. Τι άλλο να παίξει ο άνθρωπος δηλαδή; Πόσο ακόμα να μας ανοίξει τ' αφτιά; Τον είχα απολαύσει στο ΜΜΑ να αποδίδει το πρώτο –του M. Giuliani– και το τελευταίο τότε –του L. Brouwer– κονσέρτα για κιθάρα και ορχήστρα. Αυτές όμως είναι άλλες ιστορίες.
Νωρίτερα, το 1978, έχοντας ήδη αρχίσει το φλερτ με την ηλεκτρική κιθάρα, συμμετείχε στην μπάντα Sky. Αυτό κράτησε μέχρι το 1984. Πέντε δεξιοτέχνες με κλασική παιδεία που είχαν τη διάθεση να φλερτάρουν με τις πιο σύγχρονες τάσεις της μουσικής. Τα κατάφεραν, γιατί ο πρώτος τους δίσκος είχε ανέλπιστη επιτυχία με τη διασκευή της Gymnopedie No.1 του E. Satie, αλλά και άλλων ονομαστών συνθετών. Υπήρξε, φυσικά, και συνέχεια. Στη διάρκεια της καριέρας τους είχαν διασκευάσει επίσης J.S. Bach, A. Vivaldi, J.P. Rameau, G.F. Handel και πολλούς ακόμα. Οι δικές τους συνθέσεις είχαν κι αυτές κλασική οσμή με τζαζ άρωμα. Αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, πείτε το και σε μένα!
Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν διαφωνίες. Εμένα πάντως μ' αρέσει –ίσως και για τον τίτλο– η διάρκειας είκοσι τεσσάρων λεπτών και αποτελούμενη από έξι μέρη σουίτα Atom Heart Mother των Pink Floyd, η πρώτη πλευρά του LP με την –πασίγνωστη από τότε στους μη κτηνοτρόφους– αγελάδα της γαλακτοπαραγωγής ράτσας Holstein στο εξώφυλλο. Αυτό έγινε το 1970, τρία χρόνια πριν μας ταξιδέψουν στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού και –από την πλευρά τους– την φωτεινή πλευρά της διασημότητας. Δεν έχουν συμφωνική ορχήστρα για συνοδεία, αλλά χορωδία, σύνολο πνευστών κι ένα τσέλο. Είχε βάλει βέβαια το χεράκι του κι ο φίλος τους, ο Σκοτσέζος μουσικός Ron Gessin. Απολαμβάνω ιδιαίτερα όμως το αιθέριο hammond όργανο του Richard Right και την ρέουσα fender κιθάρα του David Gilmour.
Το 2006 ηχογραφήθηκε ζωντανά η συναυλία του τελευταίου Live in Gdansk, για την επέτειο της ίδρυσης του γνωστού συνδικάτου των τοπικών ναυπηγείων Αλληλεγγύη, που άλλαξε τα δεδομένα του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού. Την Polish Baltic Philharmonic Orchestra διηύθυνε ο σπουδαίος Πολωνός συνθέτης Zbigniew Preisner, γνωστός και από τις μουσικές επενδύσεις του στις ταινίες ενός άλλου σπουδαίου Πολωνού, του σκηνοθέτη Krzysztof Kieslowski. Έχουν κάτι ονόματα κι αυτοί! Γλωσσοδέτες. Πάντως κάθε φορά που ακούω τα φωνητικά από την ταινία Η διπλή ζωή της Βερόνικα κάτι παθαίνω.
Στην συναυλία εμφανίστηκε, για τελευταία ίσως φορά, ο Richard Wright ο οποίος απεβίωσε λίγες ημέρες πριν κυκλοφορήσει το ομότιτλο άλμπουμ το 2008. Νωρίτερα, το 1995, είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ Us and Them: Symphonic Pink Floyd, αποδόσεις γνωστών επιτυχιών τους από την London Philharmonic Orchestra με μαέστρο τον Peter Scholes. Μόνο τους βιοποριστικούς λόγους ενός τέτοιου εγχειρήματος μπορώ να κατανοήσω.
Δεν ξέρω πολύ κόσμο μιας κάποιας ηλικίας που να μην έχει χορέψει το σαγηνευτικό Nights in White Satin. Που να μην έχει καρδιοχτυπήσει ακούγοντας το φλάουτο του Ray Thomas. Τον ποταμό Πακτωλό δηλαδή του συγκροτήματος The Moody Blues που περιλαμβάνεται στο LP τους, του 1967, Days of Future Passed. Στην ηχογράφηση συμμετέχει, με διάσπαρτα ιντερλούδια, η συμφωνική ορχήστρα London Festival Orchestra, με μαέστρο τον Peter Knight. Περιγράφει την ημέρα ενός καθημερινού προσώπου σε επτά μέρη. Θεωρείται –και είναι– εξαιρετικό και πρωτοποριακό έργο. Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε να παραπέμψει στην Φανταστική συμφωνία του H. Berlioz, η οποία έχει υπότιτλο Επεισόδιο από τη ζωή ενός καλλιτέχνη... σε πέντε μέρη. Γενικά οι Moody Blues είχαν μία τάση προς το συμφωνικό, ιδιαίτερα χάρη στο mellotron του Mike Pinter.
Φαίνεται περίεργο αλλά οι πατριάρχες του hard rock Deep Purple, τον Σεπτέμβριο του 1969, ηχογράφησαν, στο περίφημο Royal Albert Hall του Λονδίνου, το τριμερές Concerto for Group and Orchestra, σύνθεση του μέλους τους Jon Lord. Διευθυντής της ορχήστρας Royal Philharmonic Orchestra ήταν ο σπουδαίος Άγγλος συνθέτης Malcolm Arnlord· όχι Sir ακόμα. Το πρόγραμμα της συναυλίας άνοιγε η Symphony No. 6 του Malcolm Arnold, ακολουθούσαν τέσσερα τραγούδια των Deep Purple και έκλεινε με το εν λόγω κονσέρτο. Έναν χρόνο αργότερα ηχογράφησαν στο Royal Festival Hall την πενταμερή Gemini Suite του ίδιου συνθέτη, με τον ίδιο μαέστρο και την Orchestra of the Light Music Society. Μετά ήρθε η καταιγίδα με τα στούντιο άλμπουμ In Rock, Fireball και Machine Head.
Το 1971, ο Jon Lord ηχογράφησε την σουίτα στο στούντιο με δύο από τα μέλη της μπάντας και μερικούς ακόμα αξιόλογους μουσικούς, μεταξύ των οποίων και η Yvonne Elliman στα φωνητικά μέρη. Διευθυντής της London Symphony Orchestra, που συμμετείχε σ' αυτήν την ηχογράφηση, ήταν και πάλι ο Malcolm Arnold. Ο συνδετικός κρίκος των Deep Purple με την κλασική μουσική.
Μια και λέμε για τον λαμπρό αυτό μουσικό δεν νομίζω ότι θα ήταν εκτός θέματος ν' αναφερθούμε σύντομα σε κάποιες πτυχές του έργου του. Εκτός από συμφωνίες και διάφορα άλλα έργα, έχει συνθέσει χορούς (από την Αγγλία, την Σκωτία, την Ουαλία, την Κορνουάλη και την Ιρλανδία) καθώς και κονσέρτα. Ένα –για κιθάρα– είναι αφιερωμένο στον σπουδαίο Julian Bream κι ένα άλλο –για τσέλο– στον περίφημο Julian Lloyd Webber, τον αδελφό του Andrew που θα συναντήσουμε σε λίγο. Το Όσκαρ πάντως το κέρδισε για το μουσικό θέμα της ηρωικής ταινίας Η γέφυρα του ποταμού Κβάι. Μας το παίζανε στις παρελάσεις στο σχολείο. Τότε βέβαια ούτε που τον είχα ακουστά.
Ανέφερα προηγουμένως την Yvonne Elliman γιατί το 1970 είχε τραγουδήσει τον ρόλο της Μαρίας Μαγδαληνής στο LP της ροκ όπερας Jesus Christ Superstar του –βαρόνου πλέον– Andrew Lloyd Webber. Τον ρόλο του Ιησού τραγουδούσε ο Ian Gillan των Deep Purple. Κοιτάξτε τώρα κάτι συμπτώσεις!
Ο πολύς Luciano Pavarotti δεν θα ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές του τίτλου, είναι όμως το κερασάκι στην τούρτα μας. Ήταν επιτυχημένος τενόρος σε όπερες, αλλά έγινε παγκόσμια γνωστός από δραστηριότητες που αφορούσαν άλλου είδους μουσική. Άρχισε το φλερτ του με την σύγχρονη μουσική τραγουδώντας το εξαιρετικό Caruso του Lucio Dalla· φόρο τιμής στον πρώτο ηχογραφημένο διάσημο τενόρο. Από το 1992 μέχρι το 2003 διοργάνωνε, στην γενέτειρά του Modena, ανθρωπιστικές συναυλίες με τον γενικό τίτλο Pavarotti and Friends στις οποίες συμμετείχε το ανφάν γκατέ των ποπ και ροκ αστέρων της εποχής. Δεν αναφέρω ονόματα γιατί θα πάρει πολύ χώρο χωρίς λόγο. Οι συναυλίες είχαν σκοπό να συνδράμουν οικονομικά –μέσω των Ηνωμένων Εθνών ή άλλων διεθνών οργανισμών– ενέργειες για πρόσφυγες, παιδιά και κατατρεγμένους πληθυσμούς. Σχεδόν όλες έχουν κυκλοφορήσει σε DVD.
Άσχετο, αλλά θυμήθηκα τώρα ότι η πρώτη συναυλία με τέτοιο σκοπό ήταν το ιστορικό The Concert for Bangladesh που είχε διοργανώσει ο George Harisson το 1970 μετά τη διάλυση των Beatles. Ακολούθησαν εκατοντάδες με πρώτο και καλύτερο το Live Aid, το 1985. Έμπνευση του ροκ μουσικού Bob Geldof, τα δύο ταυτόχρονα κονσέρτα υπολογίζεται ότι είχαν παρακολουθήσει δορυφορικά και τηλεοπτικά 1,9 δις θεατές. Ανεξάρτητα από τις καλές προθέσεις των μουσικών και το ενδιαφέρον που έδειξε το ακροατήριο σε παγκόσμια κλίμακα, το μέγεθος της οικονομικής συμβολής τους αμφισβητείται από τους όχι ευκολόπιστους στα λογιστικά τερτίπια!
Νομίζω ότι κάπου εδώ καλό είναι να σταματήσω, το τοπίο άλλωστε είναι αχανές. Προφανώς και μου διέφυγαν πολλά... καλή μας ακρόαση πάντως. Μερικά έργα την αξίζουν, άλλα την απαιτούν και μ' όλα έχουμε μεγαλώσει. Όσες κι όσοι έχουμε δηλαδή!
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου