Η συλλογική μνήμη είναι ένα παράξενο πράγμα. Μπορεί να νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα για τον κλασικό κινηματογράφο, αλλά στην πραγματικότητα απλώς ανακυκλώνουμε την ίδια αφήγηση ξανά και ξανά, μέχρι που αυτή η αφήγηση καταλήγει να θεωρείται αλήθεια από μόνη της. Η Marilyn Monroe (1926-1962) κατέχει υπερβολικά κεντρική θέση στις συζητήσεις για τη δεκαετία του 1950, θολώνοντας το γεγονός ότι άλλες ηθοποιοί όπως η June Allyson (1917-1906), η Betty Grable (1916-1973) και η Susan Hayward (1917-1975) είχαν εξίσου μεγάλη επιτυχία εκείνη την περίοδο. Παρομοίως, η Jeanette McDonald (1903-1965), η Jane Withers (1926-2021) και η Sonja Henie (1912-1969) ήταν από τα μεγαλύτερα ονόματα του 1930, ξεπερνώντας σε δημοφιλία ηθοποιούς όπως η Bette Davis (1908-1989) και η Katharine Hepburn (1907-2003), παρ' ότι σήμερα είναι σχεδόν ξεχασμένες.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους θυμόμαστε κάποιους stars και όχι άλλους. Η Bette Davis και η Katharine Hepburn είχαν το πλεονέκτημα της μακροβιότητας, που τους επέτρεψε να παραμείνουν σύγχρονες μορφές για πολλές γενιές της pop κουλτούρας. Τα Oscars παίζουν επίσης ρόλο, παρόλο που για μεγάλο διάστημα θεωρούνταν απλώς μια υποκειμενική τελετή του χώρου, περισσότερο διαγωνισμός δημοφιλίας παρά αντικειμενικός δείκτης καλλιτεχνικής αξίας. Αν όμως αυτό το πρότυπο ισχύει, τότε η Eleanor Parker θα έπρεπε να είναι μια από τις πιο αναγνωρισμένες μορφές της παλιάς χολιγουντιανής εποχής.
Κατά τη διάρκεια της πενηντάχρονης καριέρας της, προτάθηκε τρεις φορές για Oscar Α' Γυναικείου Ρόλου (και μάλιστα σε εποχές που τα Oscars είχαν πιο σοβαρό χαρακτήρα από όσο έχουν σήμερα) και κέρδισε το πολυπόθητο Βραβείο Volpi στο Φεστιβάλ της Βενετίας (1950). Είχε ένα κλασικά όμορφο πρόσωπο και σε συνδυασμό με το ισχυρό υποκριτικό της ταλέντο, διέθετε όλα τα στοιχεία για να είναι μια θρυλική και διαχρονική star. Κι όμως, σήμερα ακόμα και λάτρεις του παλαιού Hollywood μπορεί να μην έχουν ακούσει ποτέ το όνομά της.
Η Parker ξεκίνησε την καριέρα της στις αρχές της δεκαετίας του 1940, αποκτώντας τον πρώτο της σημαντικό ρόλο στην ταινία The Pride of the Marines το 1945, δίπλα στον John Garfield. Αν και δεν ήταν ακόμα διάσημη τότε, προσπάθησε από νωρίς να έχει λόγο στις επαγγελματικές της επιλογές, αρνούμενη διάφορες ταινίες και μπαίνοντας για αυτό στον «πάγο» από το στούντιο. Παρότι δεν της άρεσε η φήμη, ήταν πολύ πιο διεκδικητική απ' ό,τι άλλες stars της εποχής. Απέρριπτε ρόλους, έκανε μεγάλες παύσεις για να μεγαλώσει την οικογένειά της και αναζητούσε πολυποίκιλους χαρακτήρες αντί για ρόλους «βιτρίνας» που συνήθως δίνονταν στις πρωταγωνίστριες.
Επίσης, αρνήθηκε πεισματικά να αλλάξει το όνομά της, σε αντίθεση με τόσες άλλες, όπως η Marilyn Monroe, η Joan Crawford (19;-1977), και η Lauren Bacall (1924-2014). Λόγω αυτού, συχνά τη μπέρδευαν με μια άλλη διάσημη Eleanor, την τραγουδίστρια και χορεύτρια Eleanor Powell (1912-1982), μία από τις πιο χαρισματικές χορεύτριες της γενιάς της. Τελικά, οι δύο γυναίκες έγιναν φίλες μέσα από αυτή τη σύγχυση.
Το 1950, η Parker απέσπασε τον πιο διάσημο ρόλο της στο film noir Caged. Υποδύθηκε μια 19χρονη που φυλακίζεται για ένοπλη ληστεία στην οποία σκοτώθηκε ο σύζυγός της. Καθώς προσπαθεί να επιβιώσει στη διαφθορά του σωφρονιστικού συστήματος, ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος. Ήταν μια ιδιαίτερα τολμηρή ταινία για την εποχή της, με ένα αμφίσημο φινάλε στο οποίο η ηρωίδα αποφυλακίζεται αλλά αποφασίζει να ακολουθήσει πλέον συνειδητά τον κόσμο του εγκλήματος – κάτι ασυνήθιστο για τα ηθικά πρότυπα του Hays Code. Οι κριτικές ήταν αποθεωτικές. Κέρδισε το Volpi και προτάθηκε για Oscar.
Η Parker συνέχισε να επιλέγει απαιτητικούς ρόλους στη δεκαετία του '50, αποσπώντας ακόμα δύο υποψηφιότητες για Oscar: το 1951 για το Detective Story, όπου έπαιξε τη σύζυγο του Kirk Douglas (1916-2020), που κρύβει ένα επώδυνο μυστικό, και το 1955 για το Interrupted Melody, τη βιογραφία της Αυστραλής υψίφωνου Marjorie Lawrence (1907-1979), η οποία προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα εν μέσω της καριέρας της. Ίσως τελικά να ήταν υπερβολικά «χαμαιλέοντας» για να γίνει διαχρονική star. Σε αντίθεση με τη Monroe, την Ava Gardner (1922-1990) ή την Lana Turner (1921-1995), η Parker ήταν ηθοποιός χαρακτήρων και ποτέ δεν προσπάθησε να δημιουργήσει μια ενιαία κινηματογραφική περσόνα. «Για μένα... πάντα ήταν η δουλειά, όχι η φήμη», είχε πει σε συνέντευξή της το 2010, στα 88 της χρόνια. Παραδέχτηκε επίσης ότι φοβόταν αφόρητα να μιλά μπροστά σε κοινό και ότι ανακουφιζόταν κάθε φορά που δεν κέρδιζε κάποιο από τα Oscars για τα οποία είχε προταθεί. «Φοβάμαι επίσης» –είχε πει– «ότι κάποιοι είναι θυμωμένοι μαζί μου επειδή έχω απορρίψει επανειλημμένες προσκλήσεις για προσωπικές εμφανίσεις και αρνήθηκα να μαγνητοσκοπηθώ για να μιλήσω για την υποκριτική και την καριέρα μου. Μόνο η σκέψη ότι θα με βιντεοσκοπούσαν να μιλάω για κάποια ταινία με κάνει να θέλω να λιποθυμήσω». Ίσως να μη νοιαζόταν για τη φήμη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αξίζει να τη θυμόμαστε.
Η περίπτωση της Eleanor Parker είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα του πώς η κινηματογραφική μνήμη δεν είναι αποτέλεσμα αντικειμενικής αξιολόγησης, αλλά επιλογής, συγκυριών και μυθοπλασίας. Η Parker είχε όλα τα εφόδια: δραματική εμβέλεια, ομορφιά, τόλμη στις επιλογές της, διεθνή αναγνώριση.
Κι όμως, σήμερα έχει σχεδόν ξεχαστεί. Αυτό οφείλεται, νομίζω, σε δύο βασικούς λόγους: πρώτον, δεν κατασκεύασε ποτέ ένα «προσωπικό brand» όπως οι stars-είδωλα της εποχής και δεύτερον επέλεξε τη ζωή πάνω από τη φήμη – πράγμα σπάνιο και ριψοκίνδυνο στο Hollywood. Η Parker ήταν ηθοποιός χαρακτήρων σε σώμα πρωταγωνίστριας. Αντί να χτίσει έναν μύθο γύρω από ένα σταθερό προφίλ, προτίμησε να εξερευνήσει την ερμηνευτική ποικιλία – και αυτό μάλλον την έκανε λιγότερο εύκολα αναγνωρίσιμη και εμπορεύσιμη. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή ακριβώς η επιλογή είναι που την καθιστά σημαντική: ήταν καλλιτέχνης και όχι περσόνα. Επέλεξε να αποσυρθεί με αξιοπρέπεια, να μην κυνηγάει τα φώτα, να λέει όχι όταν δεν ήθελε και να μην παραδοθεί ποτέ στην τυραννία της διασημότητας. Η σιωπηλή της παρουσία σήμερα δεν είναι ένδειξη αδυναμίας, αλλά αδικίας και ίσως οφείλουμε να την επαναφέρουμε στη θέση που της αξίζει, όχι επειδή «πρέπει», αλλά επειδή, εξετάζοντας τη διαδρομή της, αντιλαμβανόμαστε πόσο ασυνήθιστη –και πολύτιμη– ήταν η πορεία της σε έναν κόσμο που επιβραβεύει την υπερβολή.
Η Eleanor Parker, με μια καριέρα πενήντα ετών, τρεις υποψηφιότητες για Oscar, ένα βραβείο Volpi και επιλογές ρόλων που απέφευγαν το εύκολο και το εμπορικό, είναι μια ηθοποιός που αξίζει να επανεκτιμηθεί. Δεν ήταν ποτέ το πρόσωπο μιας εποχής – ήταν όμως η φωνή πολλών ρόλων, ενός εύρους που αρνήθηκε να περιοριστεί. Η ίδια δεν επιδίωξε ποτέ τη διασημότητα, δεν κατασκεύασε μια δημοφιλή εικόνα, δεν επέλεξε τον δρόμο της αναγνωρισιμότητας. Κι όμως, η κληρονομιά της είναι εκεί για όποιον θέλει να την ανακαλύψει: σε ταινίες που αντιστάθηκαν στις συμβάσεις του καιρού τους, σε ρόλους που έδειξαν πώς είναι να είσαι γυναίκα με αντιφάσεις, αξιοπρέπεια και πάθος.
Ίσως το σινεμά την ξέχασε. Εμείς όμως μπορούμε να τη θυμηθούμε και να τη θυμόμαστε – όχι ως θύμα λήθης, αλλά ως παράδειγμα σιωπηλής αντοχής.
Υστερόγραφο: Ίσως η Eleanor Parker να μην ξέπεσε ποτέ πραγματικά στη λήθη. Ίσως απλώς επέλεξε να κατοικεί στην πιο ήσυχη γωνιά της κινηματογραφικής μνήμης, εκεί όπου δεν φτάνει ο θόρυβος της δόξας, αλλά μόνο η αλήθεια του ταλέντου. Κι όσοι την αναζητήσουν, θα τη βρουν, όχι μέσα από εξώφυλλα και ειδωλολατρίες, αλλά μέσα από ρόλους που ακόμα ανασαίνουν στη σιωπή.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε την Eleanor Parker σε φωτογραφία της Jennifer Calfas.