Η παράσταση
Η παράσταση δεν περιορίζεται στην αναβίωση ενός κλασικού έργου, αλλά το μεταμορφώνει: η έμφαση στη σχέση –στο ζευγάρι– αποτελεί κεντρικό μοτίβο. Η λαίδη Μάκβεθ –και ο σύζυγός της– είναι ένα... πληγωμένο ζευγάρι που προσπαθεί απεγνωσμένα να κατακτήσει το μέλλον. Αυτό ανοίγει έναν δρόμο προσέγγισης που έχει σύγχρονο αποτύπωμα: η φιλοδοξία, η εξουσία, η ενοχή και η απώλεια εκφέρονται ως στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης και όχι απλώς ως ιστορικές κατηγορίες. Σε μια εποχή όπου η εξουσία αμφισβητείται, όπου οι σχέσεις αντιπαρατίθενται με τις δομές, η παράσταση βρίσκει έκφραση που αφορά και το σήμερα.
Προσωπικά, βρίσκω ότι αυτή η παράσταση προσφέρει κάτι που στο σύγχρονο θέατρο γίνεται όλο και πιο σπάνιο: την ένωση της μορφής και της ουσίας. Ο Δημήτρης Αθανίτης δεν ανανεώνει απλώς τον Μάκβεθ, αλλά τον κάνει εσωτερικό. Τον «μεταφέρει» στον θεατή. Η εστίαση στο ζευγάρι, στην κοινή πτώση τους, στην ουσία του πάθους για εξουσία, είναι πολύ κοντά στο πώς θα μπορούσε να γραφτεί σήμερα ένα έργο για «δύναμη –δίλημμα– εσωτερική σύγκρουση». Είναι ένα έργο που σου επιτρέπει να σκεφτείς: ποιος κυβερνάει τελικά; Η εξωτερική εξουσία ή η εξουσία μέσα μας; Και πόσο κοστίζει αυτή η εξουσία, αν όχι απλώς σε αίμα, αλλά σε απώλειες, σε σχέσεις, και σε αγάπη;
Η θεατρική αυτή παράσταση (που την παρακολουθώ για τρίτη φορά), με άγγιξε, γιατί δεν είναι μια «μεγάλη παραγωγή» με υπερβολές. Είναι σκηνοθεσία που σε προκαλεί να μπεις μέσα στον χαρακτήρα. Και η λαίδη Μάκβεθ δεν είναι εδώ μόνο η ενθουσιώδης σύζυγος ενός στρατηγού. Είναι γυναίκα, είναι συμπαραστάτης της φιλοδοξίας, είναι αυτόβουλη, αλλά είναι και θύμα των επιλογών της. Η παράσταση αφήνει αυτή την τραγικότητα να αναδυθεί, και αυτό είναι αρκετό για να την κάνει αξιόλογη.
Αν έπρεπε να επισημάνω ένα «αλλά», θα ήταν ότι η παράσταση απαιτεί από το θεατή να είναι παρών. Όχι απλώς να «πάει στο θέατρο», αλλά να δεχτεί να «μπει στην υπόθεση». Όποιος είναι έτοιμος για αυτό, θα φύγει με κάτι περισσότερο από την παρακολούθηση. Ίσως με μια εσωτερική ανάταση, με μια μικρή αναστάτωση· κι αυτό για μένα είναι επιτυχία. Με λίγα λόγια: αξίζει, όχι ως απλή αναβίωση αλλά ως θεατρική εμπειρία.
Η πρωταγωνίστρια
Η ερμηνεία της Ελένης Σωτηροπούλου στην Λαίδη Μάκβεθ του Δημήτρη Αθανίτη στο Θέατρο Βαφείο είναι –χωρίς υπερβολή– το κεντρικό σημείο αναφοράς της παράστασης. Εκείνη είναι που κρατάει την παράσταση όχι απλώς με την παρουσία της, αλλά με την εσωτερική ένταση και το βάθος που δίνει σε έναν από τους πιο δύσκολους γυναικείους ρόλους του παγκόσμιου θεάτρου. Η Σωτηροπούλου δεν παίζει τη Λαίδη ως «τέρας φιλοδοξίας», όπως συχνά βλέπουμε στις παραδοσιακές προσεγγίσεις. Αντίθετα, τη χτίζει βήμα βήμα ως γυναίκα που διψάει για ζωή, για έρωτα, για αναγνώριση και που οδηγείται στην σκοτεινή πράξη σχεδόν μοιραία, σαν φυσικό επακόλουθο ενός πάθους που δεν βρίσκει διέξοδο. Η μετάβαση από την αποφασιστικότητα στην ενοχή, από την κυριαρχία στην κατάρρευση είναι οργανική, εσωτερική. Δεν κραυγάζει, αλλά καίγεται σιωπηλά. Αυτό είναι ίσως το πιο δυνατό στοιχείο της: η ένταση που αναδύεται χωρίς εξωτερικά μέσα, μόνο με το βλέμμα, την αναπνοή και τη σιωπή της. Υπάρχουν στιγμές όπου η φωνή της γίνεται σχεδόν ψίθυρος – κι όμως γεμίζει τον χώρο. Άλλες φορές, μια μικρή παύση, ένα χαμόγελο που παγώνει, λειτουργεί σαν μαχαιριά. Αυτή η λεπτότητα είναι που κάνει την ερμηνεία της τόσο ενδιαφέρουσα. Συνδυάζει τη δύναμη με την ευθραυστότητα, δείχνοντας πως η Λαίδη δεν είναι μόνο η «ώθηση» του Μάκβεθ αλλά και ένα πλάσμα που καταρρέει κάτω από το βάρος της ίδιας της, της θέλησης. Ο Αθανίτης της δίνει τον χώρο να κινηθεί μέσα σε ένα πλαίσιο λιτό, σχεδόν κινηματογραφικό και εκεί η Σωτηροπούλου βρίσκει την ευκαιρία να χτίσει μια σύγχρονη λαίδη Μάκβεθ, όχι αρχετυπική, αλλά ανθρώπινη. Δεν φοβάται να δείξει την ασχήμια της, αλλά ούτε και να την αγαπήσει.
Η Ελένη Σωτηροπούλου παραδίδει μια υποδειγματική ερμηνεία, γεμάτη ένταση και εσωτερική φωτιά. Η Λαίδη της δεν είναι η μονοδιάστατη, ψυχρή και φιλόδοξη των κλασικών προσεγγίσεων. Είναι μια γυναίκα που ραγίζει από την ίδια της τη δύναμη. Με βλέμμα που κόβει, φωνή που πάλλεται ανάμεσα στη βεβαιότητα και την παράνοια και σώμα που θυμίζει ζώο έτοιμο να ορμήσει ή να σωριαστεί, η Σωτηροπούλου κρατάει τον θεατή αιχμάλωτο. Στο τέλος, η πτώση της συγκινεί όχι γιατί τιμωρείται, αλλά γιατί αναγνωρίζουμε μέσα της κάτι βαθιά ανθρώπινο: την ορμή που καταστρέφει. Αν θα έπρεπε να συνοψίσω την ερμηνεία της σε μία φράση, θα έλεγα πως η Ελένη Σωτηροπούλου δεν «παίζει» τη λαίδη Μάκβεθ, αλλά τη ζει, την αναπνέει και –στο τέλος– την αποδομεί μπροστά στα μάτια μας.
Με όλα αυτά ως πρόλογο για τη συζήτησή μας, της υπέβαλα τις ερωτήσεις που αποτέλεσαν την συνέντευξη που ακολουθεί. Ας δούμε τι έχει να μας πει...
Η συνέντευξη
Η Λαίδη Μάκβεθ είναι από τις πιο πολυσυζητημένες ηρωίδες του Σαίξπηρ. Πώς την προσέγγισες εσύ;
Ελένη Σωτηροπούλου: Ήμουν τυχερή που ο Δημήτρης, ως σκηνοθέτης, μου μετέδωσε εξ αρχής πολύ συγκεκριμένα το όραμά του ώστε να με βοηθήσει να μπω σε αυτόν τον κόσμο και στη συνέχεια να μπορώ να κινηθώ σε αυτόν.
Ποιο ήταν το πρώτο συναίσθημα που ένιωσες όταν έμαθες ότι θα υποδυθείς τη λαίδη Μάκβεθ;
Ε.Σ.: Έκσταση και τρόμος παράλληλα.
Ποιο στοιχείο του χαρακτήρα της σε γοητεύει και ποιο σε τρομάζει περισσότερο;
Ε.Σ.: Είναι ένα ακραίο πλάσμα σε όλες τις πτυχές της, τα βιώνει όλα τόσο έντονα. Δεν έχει καμία αμφιβολία τι της αξίζει και έχει όλη την επιμονή να το κατακτήσει. Θαυμάζω και τα δύο. Βέβαια δίνεται σε αυτό με όλο της το είναι και είναι τρομακτικό να δίνεσαι τόσο.
Πιστεύεις ότι η λαίδη Μάκβεθ είναι θύτης ή θύμα των συνθηκών της;
Ε.Σ.: Δεν θα ήθελα να της δώσω κανέναν από τους δύο χαρακτηρισμούς. Διασχίζει όλα τα στάδια της πορείας που επέλεξε. «Ανεβαίνει» πατώντας στους χρησμούς των μαγισσών, και «πέφτει» όντας η ίδια ανθρώπινη.
Πώς δούλεψες την ψυχολογική μετάβαση από τη φιλοδοξία στην ενοχή και την τρέλα;
Ε.Σ.: Δεν έχω ιδέα πρέπει να πω. Ακολουθείς το έργο και εύχεσαι να πηγαίνεις σωστά. Και στη συνέχεια, όταν φτάνεις σε αυτή τη φάση του έργου, κάποια πράγματα έρχονται και οργανικά. Πρέπει να εμπιστευτείς την δουλειά που έχεις κάνει.
Αν η λαίδη Μάκβεθ ζούσε σήμερα, ποια νομίζεις ότι θα ήταν η θέση της στην κοινωνία;
Ε.Σ.: Την φαντάζομαι να ταράζει τα νερά σε ανδροκρατούμενους χώρους. Να πρωτοπορεί και να επηρεάζει, αγνοώντας με πνεύμα την όποια κριτική.
Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με τον Δημήτρη Αθανίτη;
Ε.Σ.: Παρότι γνωριζόμαστε καιρό με τον Δημήτρη, η συνεργασία αυτή προέκυψε συγκυριακά αλλά και ως επακόλουθο της εμπιστοσύνης που έχουμε χτίσει αυτά τα χρόνια.
Ο Αθανίτης έχει μια έντονα κινηματογραφική ματιά. Πώς πέρασε αυτή η αισθητική στη θεατρική σκηνή;
Ε.Σ.: Με μια πρακτική λιτότητα και δουλεύοντας με το φως και τις εικόνες που γνωρίζει πολύ καλά, δημιούργησε ένα μαγικό πλαίσιο, σε έναν χώρο που δεν θα μπορούσε να είναι πιο ιδανικά επιλεγμένος, όπως το θέατρο Βαφείο.
Πώς διαμορφώθηκε επί σκηνής η σχέση ανάμεσα στη λαίδη Μάκβεθ και τον Μάκβεθ;
Ε.Σ.: Η λαίδη Μάκβεθ είναι σαν σκιά, σε μια ετοιμότητα για τις αδυναμίες του Μάκβεθ, μέχρι τη στιγμή που την καταβάλλουν οι δικές της. Και ο Μάκβεθ ακολουθεί τον δρόμο που χάραξε εκείνη μέχρι το τέλος, μέχρι να την συναντήσει και στον τελευταίο προορισμό, τον θάνατο.
Υπήρξε κάποια στιγμή στις πρόβες που θυμάσαι έντονα;
Ε.Σ.: Η πρώτη φορά που διάβασα τον τελευταίο μονόλογο της Λαίδης, στη σκηνή της υπνοβασίας. Δεν είχα όλο το κείμενο εξ αρχής, δουλεύαμε σταδιακά τις σκηνές, οπότε όταν φτάσαμε στην τελευταία της σκηνή, μετά την πρώτη πρόβα με έπιασαν τα κλάματα, κάτι που δεν ξαναέγινε στις πρόβες. Ήταν μια ανεξέλεγκτη αντίδραση.
Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο στην προετοιμασία του ρόλου;
Ε.Σ.: Να ξεχάσω τον δικό μου κόσμο και να μπαίνω σε αυτόν τον τόσο μακρινό κόσμο αυτού του έργου. Ήταν η μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα σε δύο κόσμους που έχω διανύσει ως ηθοποιός, ως τώρα.
Τι σημαίνει για σένα να παίζεις σε μια τόσο σκοτεινή, τραγική ιστορία;
Ε.Σ.: Μια φοβερή ευκαιρία να περπατήσω τέτοια μονοπάτια, με εξιτάρει. Ανακάλυψα δυνάμεις και αδυναμίες μου.
Πώς αντιμετωπίζεις το ψυχολογικό βάρος ενός ρόλου τόσο έντονου;
Ε.Σ.: Δεν το βλέπω σαν βάρος, αλλά μπορώ να πω ότι με γείωσε θετικά αυτή η εμπειρία, νιώθω πιο κοντά σε δικές μου σκοτεινές πλευρές.
Υπάρχει κάποια στιγμή στην παράσταση που σε συγκινεί κάθε βράδυ;
Ε.Σ.: Είναι η πρώτη στιγμή που σβήνουν τα φώτα κάθε βράδυ, πριν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι.
Πώς αντιδρά το κοινό στη δική σου εκδοχή της λαίδης Μάκβεθ;
Ε.Σ.: Αυτό είναι κάτι που και εγώ το ανακαλύπτω ακόμη. Μ' αρέσει να βλέπω τα μάτια τους να λάμπουν μετά την παράσταση και ας μην πουν τίποτα.
Πιστεύεις ότι το έργο αυτό έχει κάτι ουσιαστικό να πει στους θεατές του σήμερα;
Ε.Σ.: Βέβαια, είναι τα ανθρώπινα πάθη και όρια στο μεγαλείο τους. Είναι ανεξάντλητα.
Τι σημαίνει για σένα το θέατρο ως μορφή τέχνης;
Ε.Σ.: Για μένα είναι ελπίδα, είναι ανακάλυψη, είναι επαφή. Σε κάθε φάση της ζωής είναι ένας καθρέφτης που σου δείχνει τον δρόμο για να μεγαλώσεις, να διευρύνεις, να αγγίξεις και άλλα κομμάτια σου και μετά να αφήσεις να τα δουν και άλλοι.
Τι ελπίζεις να κρατήσει ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση;
Ε.Σ.: Να ξεχάσει έστω για ένα λεπτό ότι βρίσκεται σε ένα θέατρο στον Κεραμεικό, να ταξιδέψει. Είμαστε σε μια διαρκή υπερδιέγερση που δεν επιτρέπει τέτοιες στιγμές.
Πότε κατάλαβες ότι το θέατρο είναι ο δικός σου δρόμος;
Ε.Σ.: Επτά χρόνια πριν ήρθε από το πουθενά. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ πριν, δεν ξέρω πώς έγινε. Μετά από δύο εβδομάδες ήρθα στην Αθήνα και ξεκίνησε αυτή η ζωή.
Ποιοι δάσκαλοι ή εμπειρίες σε διαμόρφωσαν καλλιτεχνικά;
Ε.Σ.: Ο Νίκος Κατής (New York Acting Studio) είναι ο δάσκαλός μου. Με έμαθε να μην φοβάμαι και να δω αυτό που υπάρχει μέσα μου και όταν μου αρέσει αυτό που βλέπω και όταν δεν μου αρέσει. Και αν φοβηθώ, με έμαθε ότι όλα θα είναι εντάξει.
Υπάρχει κάποιος ρόλος που ονειρεύεσαι να παίξεις στο μέλλον;
Ε.Σ.: Λίστες ολόκληρες. Είναι δύσκολο να μην θέλω να παίξω κάποιον ρόλο. Όταν μπαίνεις στο τρυπάκι του κάθε έργου, σου ανοίγει η όρεξη.
Και τέλος, τι σου άφησε η Λαίδη Μάκβεθ ως εμπειρία, πέρα από το επαγγελματικό κομμάτι;
Ε.Σ.: Μια ανανεωμένη περιέργεια για ξένους κόσμους, μακρινούς, σκοτεινούς, φωτεινούς… όλους.
Η συζήτηση με την Ελένη Σωτηροπούλου αποκαλύπτει μία καλλιτέχνη που προσεγγίζει τη λαίδη Μάκβεθ όχι ως σύμβολο, αλλά ως άνθρωπο εύθραυστο, αντιφατικό και γεμάτο σκιές. Μέσα από τις απαντήσεις της αναδύεται η ευαισθησία μιας ηθοποιού που αναμετριέται με το σκοτάδι, όχι για να το εξωραΐσει, αλλά για να το κατανοήσει. Η Σωτηροπούλου δεν ερμηνεύει απλώς τη λαίδη Μάκβεθ. Την βιώνει, την διαλύει και τη συνθέτει ξανά, μετατρέποντας το κείμενο του Σαίξπηρ σε μια σύγχρονη κραυγή για τη φιλοδοξία, την ενοχή και την ανθρώπινη πτώση. Στον τρόπο που μιλάει για τον ρόλο, τον σκηνοθέτη, τη διαδικασία των προβών και την επαφή με το κοινό, διακρίνεται μια βαθιά πίστη στη δύναμη του θεάτρου να καθρεφτίζει την ψυχή, να μας φέρνει αντιμέτωπους με ό,τι προσπαθούμε να αποφύγουμε. Η λαίδη Μάκβεθ, μέσα από τη δική της ερμηνεία, παύει να είναι μια σκοτεινή ηρωίδα και γίνεται ένας καθρέφτης της εποχής μας, όπου το πάθος, η επιθυμία και η ενοχή εξακολουθούν να συνυπάρχουν μέσα μας. Ίσως τελικά, όπως δείχνει η Σωτηροπούλου με τη βαθιά και θαρραλέα ματιά της, η αληθινή τραγωδία να μη βρίσκεται στις πράξεις, αλλά στο βάρος της συνείδησης που ακολουθεί.
Ελένη, σε ευχαριστώ που μας διέθεσες τον πολύτιμο χρόνο σου για αυτή την όμορφη και ενδιαφέρουσα συζήτηση. Εύχομαι να σου φέρει το μέλλον ό,τι επιθυμείς.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η παράσταση Λαίδη Μάκβεθ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αθανίτη παίζεται στο θέατρο Βαφείο κάθε Τρίτη στις 21:00 έως τις 30 Δεκεμβρίου 2025



