Ένα βροχερό, φθινοπωριάτικο απόγευμα κατέστη το ιδανικό σκηνικό για να μπω στο κλίμα της ποιητικής συλλογής Εις Άδου κάθοδος, του Αντρέα Πολυκάρπου από τις εκδόσεις Σμίλη. Η μελαγχολία της εποχής ταίριαξε γάντι με τις εξίσου θλιμμένες λέξεις του σκιερού κόσμου του. Ενός κόσμου ονειρικά πένθιμου, που υμνεί τόσο τον θάνατο, επίτηδες ίσως –θα έλεγε κάποιος υποψιασμένος– για να εξυψώσει περίτρανα το κάλλος της ζωής. Ολόκληρη η ποιητική συλλογή φαντάζει σαν γοτθικό αλληγορικό παραμύθι μεταφυσικού τρόμου, όπου οι ζωντανοί συνομιλούν με τους νεκρούς, μύστες παγανιστικών θρησκειών με αγίους, άγγελοι με διαβολικά όντα. Θα μπορούσαν να είναι οι πολλαπλές εκδοχές του σκοτεινού Εγώ, κατά μια φροϋδική ανάλυση.
Ακόμα και στο βαθύτερο σκοτάδι όμως, υπάρχει μια ανεπαίσθητη αναλαμπή φωτός, που καραδοκεί, μέσα στις αριστοτεχνικά βαλμένες λέξεις, να βρει τη δική της διέξοδο, καθώς διαβάζω στο ποίημα Ερωτικό:
Σε είδα στο νεκροτομείο.Δυο χέρια τράβηξαν το σεντόνικαι σε είδα να χαμογελάς.Γύρισα το πρόσωπο ανάστροφα.Αλλιώς τους είχα μάθει τους νεκρούς.Θλιμμένους, ψυχρούς, αφημένους στις χερσαίεςκαι άνυδρες στέπες του Άδη.
Ο μελαγχολικός ποιητής αναζητώντας στον κόσμο των σκιών να βρει απάγκιο συνομιλεί, μεταξύ άλλων, με τον κορυφαίο Κωνσταντίνο Καρυωτάκη, νιώθοντας μια κάποια ταύτιση, ενώ συγχρόνως, υπενθυμίζει στον μοναχικό εαυτό του ότι όπου κι αν βρίσκεται, θα νιώθει πάντα διαφορετικός και ξένος.
Όλα είναι ίδια.Όλοι είναι εδώ.Εσύ είσαι αλλιώτικος.Εσύ είσαι αλλού.(απόσπασμα από Διάλογος με τον Κ. Καρυωτάκη)
Το βάρος της ψυχής, αβάσταχτο πολλές φορές, η επιθυμία για ελευθερία και το φθαρτό της ύλης, της σάρκας, απασχολούν τον ποιητή, στοιχειώνοντας οδυνηρά τα αναπάντητα ερωτήματά του.
Πώς να σε κουβαλήσω, ψυχή μου;Πώς να σ' αντέξω;Το σώμα μου είναι ισχνό, η ύλη μου φθαρμένη.Φέρεις μαζί σου τόσο πόνο, τόση μαύρη θλίψηπου αδύνατο μου είναι να σε συντροφεύσω.(από Οι πενθούντες)
Φέροντας την απόγνωση όλης του της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Αντρέας Πολυκάρπου, κουβαλά τον δικό του σταυρό, σε έναν σισύφειο αγώνα αντοχής και συμβίωσης με τον ίδιο του τον εαυτό και τον ασφυκτικό κλοιό της πεζότητας που τον περιβάλλει. Ο Υιός του Θεού, τον κοιτά περίλυπος από τον σταυρό, μη δυνάμενος να απαντήσει στις ικεσίες και στη μεταφυσική του αναζήτηση, σάμπως και η ίδια η θρησκεία, η χριστιανική πίστη, να μη μπορεί να συμβαδίσει με τις κραυγές του μαρτυρίου και της θλίψης του.
Πρωτότοκε, του Θεού Υιέ, κοίτα μια σταλιά κι εμένα.Εσύ σταυρώθηκες και λυτρώθηκες.Εγώ κουβαλώ ακόμα τον σταυρό μου.Γολγοθάς για μένα δεν υπάρχει.(από Οι πενθούντες II).
Υπάρχει άραγε ελπίδα στη θάλασσα της θλίψης; Ή μήπως η πεσιμιστική μελαγχολία είναι το οχυρό των σκοτεινών ρομαντικών, απέναντι στη γενικότερη σαπίλα της κοινωνίας κι η μοναξιά που επέλεξαν ηθελημένα είναι συνάμα δικλείδα ασφαλείας και αφανισμός τους; Ποιο είναι το μερίδιο του θανάτου στον στημένο αγώνα μιας υποφερτής ζωής; Και ποιους άσους κρύβουν απελπισμένα σαν ύστατο χαίρε;
Ξεθωριάζω στο φως της θλίψηςπου εκπέμπουν τα σφραγισμένα κιβούρια.Στη χώρα του Θανάτου αιώνιος είμαι μέτοικος.Αφήνω τη ζωή να με κερδίσει σε έναν στημένο αγώνα.Κρύβω στο μανίκι μου τον άσσο της αυτοχειρίας.(Του Θανάτου IV)
Και παρακάτω:
Αυτόν τον δρόμο δεν τον φτιάξαμε εμείς, δεν τον επιλέξαμε.Αυτός μας έφτιαξε, αυτός μας επέλεξε.Βαδίζουμε σ’ αυτόν τον δρόμομέχρι να σβήσουν τα δικά μας φώτα.Οι άνθρωποι θα μας προσπεράσουνκαι η μοναξιά θα κλείσει τα μάτια μας.(Του Θανάτου VII).
Μιλώντας μεταφορικά, θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε την Εις Άδου κάθοδο με μια σκοτεινή κατάβαση στα μύχια της ψυχής, στο ζοφερό αθέατο που κρύβουμε μέσα μας. Αυτή η καλά κρυμμένη οντότητα, αφανέρωτη στα μάτια των πολλών, απελπισμένη και ανήσυχη, πάλλεται, πονά, φωνάζει, ζητά να λευτερωθεί από το έρεβος στο οποίο καταδικάστηκε να υπάρχει.
Η πόρτα της φυλακής μουδεν έχει φωτεινή χαραμάδα.Τα φτερά που είχα κάποτε χάθηκανόπως σκορπά ο άνεμος τα σύννεφα.(Η Ύβρις)
Πώς θα μπορέσει να βρει τρόπο διαφυγής, διέξοδο έκφρασης; Πώς θ' ανασάνει και θα ξανανοίξει τα φτερά; Μα αποτυπώνοντας τις σκέψεις στο χαρτί, εκεί που το πένθιμο μαύρο μεταμορφώνεται σε λαμπερό φως, εκεί που η κραυγή απόγνωσης γίνεται ιαχή χαράς και μέθης ταυτόχρονα.
Ίσως στο άσπρο χαρτί να βρω και πάλι την ταυτότητά μου.Τόσα χρόνια πέρασανκι εγώ κρυμμένος στην ετερότητα που μου όρισαν.(απόσπασμα από Αυτούς ζηλεύω)
Η έμπνευση δεν αποτελεί θείο δώρο ή προνόμιο· είναι αγώνας, πάλη, αιματοκύλισμα στον βούρκο, ξέσκισμα του πέπλου της ευθραυστότητας, με τα κοφτερά της νύχια. Γι' αυτό ο βασανισμένος δημιουργός «ζηλεύει» τη ρηχότητα των απαίδευτων ανθρώπων, χωρίς ανησυχίες και πυρακτωμένα όνειρα. Εκείνοι δεν έχουν σε καμία έμπνευση να λογοδοτήσουν, κανέναν δαίμονα να τους κατατρώει.
Ο φύλακας άγγελός του μοιάζει μ' έναν δαίμονα που σπαράζει εντός του, ηδονίζεται από κάθε λογής πειρασμούς ενώ στέκεται στο περιθώριο μακριά από τα αδηφάγα, πονηρά κι επικριτικά βλέμματα της μάζας, παραμένοντας αγνός και καθαρός, άσπιλος παντοτινός προστάτης του.
Ο φύλακας άγγελός μου, όμως, με προστατεύει.Με απομακρύνει από όλους εσάς.Με κρατάει στο περιθώριο της σάπιας κοινωνίας.Στο περιθώριο, αμόλυντος και καθαρός καθώς είμαι,αδύνατον από τους ανθρώπους να λεκιαστώ.(Φύλακας άγγελος)
Παράλληλα το ερωτικό στοιχείο, δεν φαίνεται ν' απουσιάζει από την ποίησή του. Ένα αγαπημένο πρόσωπο, γίνεται ο εξομολόγος του, όπου θα αναφερθεί στον φόβο του αποχωρισμού και της επίγνωσης ότι καμιά Ιθάκη δεν τον προσμένει.
Τρομάζω, ψυχή μου, τρομάζω.Βλέπεις, καμιά Ιθάκη δεν με προσμένει.(Σε κάποια)
Σε αυτήν την σπαρακτική ελεγεία-ξέσπασμα ψυχής, ο Αντρέας Πολυκάρπου, με τον καθηλωτικό του λόγο, απογυμνώνει τις πνευματικές του ανησυχίες από οτιδήποτε περιττό, για να φτάσει στο μεδούλι της ύπαρξής του, να συναντηθεί με τη δική του αλήθεια, τον κατά τον δαίμονα εαυτού.
Μέσα από δύσβατα μονοπάτια και αντιξοότητες, όσο κι αν πονά, πραγματώνει την κάθοδο στα πυκνότερα σκοτάδια, για να μπορέσει μετά να ξαναγεννηθεί και να αναδυθεί ολόλαμπρος στο φως. Γιατί όπως όλοι γνωρίζουμε, σκοπός της εξερεύνησης δεν αποτελεί η Ιθάκη, παρά μονάχα το ταξίδι...
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η ποιητική συλλογή Εις Άδου κάθοδος του Αντρέα Πολυκάρπου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σμίλη.



