Γεωργίου Κονίδη
Το δάκρυ του κύλησε στο τρυφερό δέρμα του λαιμού του και έσταξε στο ξερό χώμα.
Τότε η βροχή έγινε πιο δυνατή και το ρυάκι έγινε ποτάμι και το ποτάμι χείμαρρος που έπληξε και κατέστρεψε τα πάντα στο πέρας του.
Ο ουρανός άγγιξε τη γη και εγώ εσένα.
Σαν βγήκε το ουράνιο τόξο, η βροχή σταμάτησε, το χώμα ρούφηξε το νερό και ξεράθηκε – μόνο υγρό το μέρος που έπεσε το δάκρυ του πρίγκιπα.
Τα χέρια σηκώθηκαν προς τον ουρανό, χιλιάδες χέρια που ζητούσαν οίκτο.
Τον οίκτο που όμως δεν αξίζαν.
Μία βροχή διαφορετική από τις άλλες επάνω στα χέρια που έλιωσαν και έμειναν μόνο κομμάτια σάρκα και κόκκαλα φαγωμένα λες και η βροχή δεν ήταν νερό μα οξύ.
Γαλάζια έμειναν και τα μάτια μου ατενίζοντας το απέραντο αυτό που ποτέ δεν μπορώ να πιάσω, τον ανεμόμυλο που φυσάει σύμφωνα με τον άνεμο.
Όνειρο, σαν τις καταραμένες ψυχές που αναπνέει η τουλίπα και μαρένεται, τουλίπα φυτρωμένη δίπλα στο ποτάμι με τα κόκκινα νερά, το χυμένο αίμα, τα χαμένα όνειρα όλων αυτών, όλων εμάς.
Όσοι νιώσουν το άδικο θα κατέβουν στον Άδη, θα σηκώσουν μαζί με τον Σίσυφο το λιθάρι που τον τιμώρησε ο Δίας να κυλάει στην ανηφόρα μέσα σε μια αιωνιότητα.
Η καρδιά μου σκίζεται σκεπτόμενος το πόσο μας λείπουν οι στιγμές που θέλουμε να νιώσουμε και ποτέ δεν θα μπορέσουμε, γιατί όλοι είμαστε δολοφόνοι του ωραίου, του καλού, της αγάπης.
Όλοι σκοτώσαμε τον Λένον, τον Κένεντι... Όλοι μας βιάσαμε το οκτάχρονο αγοράκι, κρεμάσαμε τον ήρωα του ιδανικού, σιωπήσαμε στη βία των διπλανών μας.
Όλοι μας κλέψαμε από το νερό που δεν μας ανήκε και ήπιαμε νομίζοντας ότι θα μας οδηγήσει στην ευτυχία, μα δεν το καταφέραμε ούτε αυτό.
Το δειλινό φαντάζει σταχτί, σκοτεινό και μελαγχολικό.
Οι πόρνες και οι gay ψάχνουν για πελάτη πουλώντας ό,τι έχουν να δώσουν.
Σε κάποιες γωνίες σκοτεινές, δίπλα στα κόπρανα των σκύλων, ένα δεκαεννιάχρονο παιδί χώνει τη βελόνα βαθιά μέσα στη φλέβα του βάζοντας τον θάνατο έτσι απλά, λες και έχει το δικαίωμα να τον κρατά έτσι ατιμώρητα.
Κάνει κρύο, μα το χιόνι που πέφτει δεν είναι πια λευκό, ούτε ο χειμώνας πραγματικός, τίποτα δεν είναι πια πραγματικό.
Ο αγέρας που αναπνέω όταν ανεβαίνω στο βραχάκι... Κι άλλοι ανέβηκαν μα λίγοι ταίριαξαν με αυτό.
Ένας ψίθυρος ακούγεται.
Είναι ένας ψίθυρος σαν θρήνος αλλά αυτή η φωνή... μαγική εικόνα στα μάτια ενός τυφλού παιδιού.
Η Βιολέτα δεν θα είναι πια Βιολέτα αλλά μια ζαρωμένη γριούλα... δάκρυα έχουν γίνει μία λασπωμένη λιμνούλα με σκοτωμένες βδέλες από δηλητηριασμένο αίμα κι εγώ μια σκιά που κανένας δεν πρόκειται να προσέξει γιατί το σκοτάδι είναι βαθύ απόψε.
Ξέρεις τι άσχημο είναι να ανακαλύπτεις πόσο νεκρός ήσουνα ενώ ζούσες; Ενώ έβλεπες πόσο βουλιάζεις στον βούρκο των λαθών που ποτέ δεν έκανες;
Μας στα φόρτωσαν γιατί έπρεπε.
Εσύ να είσαι ο εαυτός σου.
Έρωτας, πόθος, επαφές, κορμιά που γυαλίζουν και ενώνονται ηδονικά χωρίς ποτέ να νιώσουν.
Ένα αστέρι πέφτει και μία ευχή γίνεται ενώ κάποια μάτια δακρύζουν από ευτυχία.
Όμως το μαύρο παιδάκι, αυτό το κοκαλιάρικο σκελετωμένο πλάσμα, δεν ξέρει τι σημαίνει ευτυχία, ίσως γιατί γεννήθηκε εκεί και θα πεθάνει πριν να καταλάβει γιατί αναπνέει, πεινάει και δεν καταλαβαίνει γιατί δεν του δίνουν να φάει, γιατί το στήθος της μαμάς του δεν βγάζει άλλο γάλα.
Ένας γέρος περνά δίπλα μου αθόρυβα και σε μία στιγμή χάνεται μέσα στην ξεραμένη λάσπη ενώ μύγες γυρίζουν γύρω από το κορμί του που δεν αναπνέει πια.
Και κάπου, πολύ μακριά, το κοριτσάκι στην πολυτελή βίλα χρειάζεται παραμύθι για να κοιμηθεί κρατώντας την αγαπημένη της κούκλα, όμως τι φταίει κι αυτό; Αφού δεν ξέρει τι σημαίνει δυστυχία – μακάρι να μην το ανακαλύψει ποτέ.
Το γιατί των ανθρώπων πλανιέται σαν κατάρα που προσπαθείς μάταια να ανακαλύψεις να καταλάβεις.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα, έκλαψα για αυτό το γιατί, χτύπησα το χέρι γερά στον τοίχο μέχρι που μάτωσε μα δεν πόνεσα όσο η πέτρα που ήταν πιο πολύ καιρό εκεί από εμένα.
Ο γαλάζιος πρίγκιπας κοιμήθηκε σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα, χωρίς αναμνήσεις να τον συντροφεύουν.
Εκεί, μόνος του, σαν ένας νεκρός, που αναπνέει μυστικά και κάνεις δεν τον βλέπει.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved, 2025
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής της Άλκηστις Παντοπούλου



