Μαρίας Καρυτινού
Η Κατερίνα ήταν καθισμένη στο αναπηρικό της αμαξίδιο, αφήνοντας το απαλό αεράκι του φθινοπωρινού απογεύματος να τρυπώσει απ' το παράθυρο του θαλάμου και να χαϊδέψει τις κοντές καστανόξανθες τούφες των μαλλιών της.
Οι νοσηλεύτριες πηγαινοέρχονταν φουριόζες ανάμεσα στις κλίνες, αλλάζοντας τα σεντόνια, τις κουβέρτες, μιλώντας σιγανά στους ασθενείς και παρηγορώντας τους. Ήξερε πως η μέρα της θα ήταν επώδυνη και κοπιαστική, γι' αυτό και δεν στράφηκε στη νοσοκόμα, όταν την πλησίασε και τακτοποίησε την κουβέρτα πάνω στα νωθρά και αδύναμα πόδια της. Άγγιξε μονάχα το μπουμπούκι της γαρδένιας που 'χε αρχίσει να ξεπετάγιεται απ' τη μικρή γλαστρούλα, δώρο του Μάνου για τα γενέθλιά της. Έφερε στη μνήμη της το βλέμμα του σαν στάθηκε στα πράσινα μάτια της, χωρίς να σχολιάσει το ρούφηγμα των οστών στις παριές της και τις φλέβες της που διαφάνιζαν ως άκαρπες ρίζες ξερών βλαστών στο δέρμα της. Κανείς τους δεν μίλησε, παρά κοιτάζονταν για αρκετή ώρα σιωπηλοί. Εκείνος αμήχανος κι εκείνη βουτηγμένη σ' ένα πέπλο αχανούς αβεβαιότητας για το αύριο. Άλλωστε, τι να έλεγαν; Η μυρωδιά του αιθέρα και των φαρμάκων πλανιόταν στον χώρο σαν χοάνη που ξερνούσε μαύρο μελάνι... Μια νεκρή σκιά πάνω απ' τα ακίνητα σώματα των ασθενών. Κάποια στιγμή, ο άντρας σκέπασε το λιγνό της χέρι με το δικό του, κρατώντας την ιδρωμένη παλάμη της μες στη δροσιά της δικής του. Φεύγοντας, άφησε πίσω του το μπουμπούκι της γαρδένιας ν' ατενίζει περήφανα τον κήπο του νοσοκομείου απ' το περβάζι του παραθύρου.