Μαρίας Καρυτινού
Το δέντρο της σιωπής ήχησε αχνά, ως ένας λυπητερός θρήνος για κάθε λεπτό που πέθαινε κατρακυλώντας σε νεκρά όνειρα και μυστικούς καημούς. Κλωστές ένωναν διαδοχικά αυτή την αλυσίδα του χρόνου και λεπτοδουλεμένα νήματα τα δευτερόλεπτα. Οι ώρες του δέντρου θάρρευαν ξεφτισμένες μέσα σ' ένα βούρκο φρίκης και κλεμμένης πνοής. Εδώ κι εκεί ξεφύτρωναν μικρά μπουμπούκια πίστης, αλλά ράγιζαν με λυγμούς, προτού ανατείλουν. Το δέντρο αργοπέθαινε μέρα τη μέρα, ενώ το ουρλιαχτό του το κατάπινε η αγκαλιά της απληστίας και της ηδονής. Ελάχιστα χρόνια πριν, παιδικές φωνές χάριζαν μια ανάπαυλα ανάσας σ' αυτό, αλλά δυο κλαδιά πιο πέρα, ένα ρίγος σκληρότητας και σαδισμού έδινε στην κατάρρευση την πρωτιά. Ο φλοιός του σημαδεύτηκε από εκατομμύρια ονόματα που έδωσαν κάποτε όρκο τιμής χωρίς να τον τηρήσουν, θρυμματίζοντας το νήμα της ζωής των λεπτών του, ώστε άρχισε πια να σαπίζει σιωπηλά. Κανένα ξόρκι δεν έσωζε το δέντρο, αφού οι λεπτοδείκτες πέθαιναν, καθώς ραγισμένες καρδιές έκοβαν το νήμα της ζωής των ανθρώπων. Ο χρόνος, ξεφλουδισμένος, περιπλανιόταν μοναχικός, ωσάν χαμένες λωρίδες σπασμένων κλαδιών, ως πλάσμα που δραπέτευσε, ακολουθώντας ένα αιώνιο λυκόφως, επιβραδύνοντας προσωρινά εμπρός στην ανθρωπότητα και λοξοδρομώντας γοργά μακριά από τη μούχλα και την αποσύνθεσή της. Γι' αυτό και κανείς δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του θρήνου του.