Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθοπλασίες: Ασμοδαίος * Ετοιμόρροποι: Αναζητώντας τα μυστικά της σύντηξης * Ο κύριος Σάλβο και η πριγκίπισσα που ταξίδεψε στο φως * Ταξίδι προς την ελευθερία: Αξίζει(;!) * Η εφημερίδα της λέσχης των φαντασμάτων * Άμμος και Λιανή = Αμμουλιανή * Στο Camping: Πυρ, γυνή και θάλασσα * * Ακατάσχετη ψυχορραγία * Ο άνεμος χορεύει ανάμεσα στις καλαμιές * Πέρα από το σύμπαν των χρωμάτων ** Ποίηση: Οδυσσέας * Ναι, αρνούμαι * Ανθρακωρύχοι ψυχών

Merry Christmas

Στεφανίας Τσουκαλίδου

Πίνακας της Καλλιόπης Λέρτα [Αναμονή]

Φορούσα εκείνον τον κόκκινο σκούφο με το λευκό γουνάκι, τον εορταστικό. Έπρεπε να τον φοράμε όλοι στη βάρδια την τελευταία βδομάδα. Κάθε τόσο ξυνόμουν κάτω από τα μαλλιά, είχα πάθει μια μεγάλη αλλεργία από το συνθετικό, έτσι όπως ίδρωνα πάνω από την ψηστιέρα.

Είχαμε κόσμο, αν και παραμονή Χριστουγέννων. Μα δεν έχουν σπίτια να φάνε, εδώ στο μπεργκεράδικο βρήκαν; θύμωνα. Είχα κάτι νεύρα, χρονιάρες μέρες, δεν μιλιόμουν. Άφησα τον μικρό με πυρετό στη μάνα μου. «Μια κουταλιά της σούπας Παναντόλ» της είπα «κάθε τέσσερις ώρες, και μόλις ιδρώνει, θα τον αλλάζεις. Κι αν χρειαστεί, αν ανεβάσει πάνω από 39, κάτω από το ντους». «Μα θα πουντιάσει» μου λέει. «Κάνε αυτό που σου λέω και δεν θα πουντιάσει». Αυτή η γυναίκα δεν καταλαβαίνει Xριστό. Τη Χριστίνα την άφησα στην αδελφή μου, από πάνω, μην κολλήσει τη γρίπη του μικρού. Κι είναι η γιορτή της αύριο, το κοριτσάκι μου. Έτσι, κάθε μέρα «πακέτα» τα κάνω, μ' ένα σακίδιο στην πλάτη το καθένα, κι έξω απ' την πόρτα. Σαν τα γυφτάκια, πότε δω και πότε κει. Μου λέει η μάνα μου να σταματήσω τη δουλειά. Πώς να τη σταματήσω από τότε που μας άφησε ο προκομμένος μόνο με τα χρέη του, να τον θυμόμαστε; Ο άθλιος, ο τζογαδόρος. Να πιάνει χρυσάφι και χώμα να γίνεται. Τον έχω ένα άχτι. Μου ήθελε και γκόμενα το ρεμάλι. Την τύχη της έκανε μαζί του κι αυτή. Μια απ' τα Σελήνια, δουλεύει σουπερμάρκετ, εκεί θα τη γνώρισε. Τρομερός στο φλερτ, α, αυτό του το αναγνωρίζω. Κάτι λόγια… Πού τα μάθαινε όλα αυτά τα λόγια; Ή ήταν απ' το φυσικό του, δεν ξέρω. Κάτι γλύκες και φιοριτούρες, και να κάνει σαν τζέντλεμαν, ποιος τώρα, ο απατεώνας. Έτσι θα τη θάμπωσε κι αυτήν και τυφλώθηκε όπως εγώ.

Στάθηκε μπροστά μου. «Τι είναι αυτό;» μου λέει, και τραβάει την άκρη της, και τραβάει και τραβάει και τελειωμό δεν είχε. Την κουνούσε σαν εκκρεμές μπρος στα μάτια μου.
«Ε… μια τρίχα, συγγνώμη, θα σας το αλλάξω αμέσως». Πλησιάζω στο μικρόφωνο. «Ένα διπλό τσιζ στον κύριο, φρι, παρακαλώ».
«Δικιά σου;» με ρωτάει.
«Τώρα… δικιά μου, ίσως, τι να σας πω, κύριε. Είπα συγγνώμη, θα σας δώσουμε άλλο».
«Φέρε μου γρήγορα τον υπεύθυνο του καταστήματος».
«Εντάξει, κύριε, εντάξει, μη φωνάζετε, σας είπα, θα…»
«Φέρ' τον μου γρήγορα, σου λέω, μην τα κάνω όλα λίμπα εδώ μέσα».
«Μα, κύριε, γιατί μιλάτε έτσι, χρονιάρα μέρα;»

Τρέχοντας μπαίνει μέσα από τον πάγκο και με αρπάζει απ' το μαλλί βρίζοντάς με. Άσε, τι να σου λέω τώρα, τέτοιες βρισιές ούτε να τις ξεστομίσω. «Δεν ντρέπεσαι, μωρή βρομιάρα, να μη μαζεύεις τη μαλλούρα σου, να μασάμε τις τρίχες σου; Που είσαι έτσι, που είσαι αλλιώς».

Έρχεται κι ο διευθυντής, τον μαζεύει, τον πάει παραπέρα και του δίνει το τσιζ και τέσσερα μάφιν δώρο. Τον έδιωξε ευγενικά, ξέρεις, με τον τρόπο του. Έρχεται μετά σε μένα, με αγριοκοιτάζει.
«Άκου» μου λέει «τελευταία σου μέρα εδώ. Σου έχω πει να τα μαζεύεις, τόσο μακριά μαλλιά. Τι έχεις, κοπέλα μου, τριχόπτωση έχεις; Γιατί; Πέσαν τα καράβια σου έξω; Έχεις άγχος, στενοχώριες; Να πας σε γιατρό, να σου δώσει θεραπεία. Κοίταξε, πάντως, τρίτη φορά γίνεται, δεν έχεις άλλη ευκαιρία, δεν θα μας το κλείσεις εσύ το μαγαζί. Να βγούμε πάλι στην ανεργία».
«Μη μου το κάνετε αυτό, σας παρακαλώ. Φταίει ο σκούφος, μου φέρνει φαγούρα, ιδρώνω. Σας παρακαλώ, δεν θα ξαναγίνει. Μη μου το κάνετε τέτοια μέρα, είναι γιορτές, δεν μπορείτε να μου το κάνετε τώρα αυτό».

Με κοίταζε, έσπασε λίγο το βλέμμα του. Πήγε πάνω κάτω δυο φορές το μαγαζί. Άφωνοι οι συνάδελφοι, ούτε που κοίταζαν, δήθεν ότι κάτι έκαναν όλοι. Είχα παγώσει, ντρεπόμουν, φοβόμουν, δεν είχα αίμα. Γύρισε, στάθηκε μπροστά μου.

«Φύγε τώρα» μου λέει. «Δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο μπροστά μου. Έλα κανονικά μεθαύριο. Άντε, πήγαινε σπίτι σου, Καλά Χριστούγεννα» μουρμούρισε.
Έβαλα το παλτό μου.
«Καλά Χριστούγεννα» ψέλλισα σε όλους δίχως να τους κοιτάξω.

Οδήγησα Κορυδαλλό - Πέραμα, κι ούτε ξέρω πώς έφτασα ως εκεί – όλα θολά. Μπήκα στο καραβάκι. Έβγαλα τον σκούφο, έγειρα στην κουπαστή, πήρε ανάσα το κεφάλι μου, άφησα τον αέρα να μου στεγνώσει τα μαλλιά. Ή Σαλαμίνα έρημη, κάτι καλοντυμένοι μόνο επέστρεφαν από ρεβεγιόν. Πήγα κατευθείαν στη μάνα μου και πήρα κοιμισμένο τον μικρό, τον έβαλα στο αμάξι και συνέχισα για το σπίτι. Πήρα και τη Χριστίνα απ' της αδελφής μου, έτσι, με τις πιτζάμες. Όλα καλά, τα φίλησα, τα έβαλα για ύπνο. Μπήκα στο μπάνιο. Με το ψαλίδι έκοψα τα πολλά, γέμισε από τα μαλλάκια μου τούφες τούφες ο νιπτήρας. Έπειτα, με το ξυραφάκι που κάνω τα πόδια, πήρα και τα υπόλοιπα. Κοιτάχτηκα. Merry Christmas.


Copyright © Στεφανία Τσουκαλίδου All rights reserved
Επιμέλεια ανάρτησης: Τζένη Κουκίδου
Το διήγημα περιέχεται στη συλλογή της Στεφανίας Τσουκαλίδου Παλμαρέ, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Καλλιόπης Λέρτα [Αναμονή]