Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθοπλασίες: Έξι τίτλοι των εκδόσεων Ελκυστής * Ασμοδαίος * Ετοιμόρροποι: Αναζητώντας τα μυστικά της σύντηξης * Ο κύριος Σάλβο και η πριγκίπισσα που ταξίδεψε στο φως * Ταξίδι προς την ελευθερία: Αξίζει(;!) * Η εφημερίδα της λέσχης των φαντασμάτων * Άμμος και Λιανή = Αμμουλιανή * Στο Camping: Πυρ, γυνή και θάλασσα * * Ακατάσχετη ψυχορραγία * Ο άνεμος χορεύει ανάμεσα στις καλαμιές * Πέρα από το σύμπαν των χρωμάτων ** Ποίηση: Τριθέκτη Ώρα * Οδυσσέας * Ναι, αρνούμαι * Ανθρακωρύχοι ψυχών

Πεζοπορία στις νεφέλες

Γιώργου Καριώτη Πεζοπορία στις νεφέλες

Υπάρχουν συγγραφείς που αφηγούνται ιστορίες και υπάρχουν άλλοι που αφηγούνται το ίδιο το πέρασμα του χρόνου μέσα από τις ιστορίες. Ο Γιώργος Καριώτης ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Από τις πρώτες του ποιητικές συλλογές μέχρι την τωρινή του συλλογή Πεζοπορία στις νεφέλες, η γραφή του διατηρεί τη νηφάλια θέρμη του ανθρώπου που στοχάζεται την απώλεια χωρίς όμως να παραδίδεται στη μελαγχολία της.

Υπάρχουν βιβλία που τα διαβάζεις και υπάρχουν άλλα που σε καλούν να αφήσεις πίσω σου τον χρόνο, να μπεις σιωπηλά στον ρυθμό τους και να τα περπατήσεις όπως θα περπατούσες ένα μονοπάτι μετά τη βροχή, με τα σύννεφα να χαμηλώνουν και τον αέρα να μυρίζει χώμα και μνήμη. Η συλλογή αυτή των διηγημάτων του Γιώργου Καριώτη, από τις εκδόσεις Φίλντισι, της κυρίας Σύσσης Καπλάνη, ανήκει σ' αυτή τη δεύτερη κατηγορία. Είναι ένα βιβλίο που δεν ζητάει εντυπωσιασμούς. Ζητάει από τον αναγνώστη μόνο προσοχή, χρόνο και μια μικρή δόση τρυφερότητας, γιατί δεν είναι μια απλή συλλογή διηγημάτων. Είναι μια διαδρομή μνήμης, ένα είδος ενδοσκοπικού οδοιπορικού. Ο τίτλος του λειτουργεί κυριολεκτικά αλλά λειτουργεί και μεταφορικά. Η «πεζοπορία» παραπέμπει στη σωματική εμπειρία, στο βήμα που αφήνει αποτύπωμα, ενώ οι «νεφέλες» εισάγουν το στοιχείο του ονείρου. Ο Γιώργος γράφει σαν να κινείται ανάμεσα στη στέρεη γη και στον άυλο ουρανό. Ανάμεσα στην ανάμνηση και στην επινόηση, στην πραγματικότητα και στη φαντασία. Κάθε διήγημα μοιάζει να αποτελεί μια στάση σε αυτό το οδοιπορικό.

Πρόσωπα καθημερινά, εσωστρεφή περιδιαβαίνουν τον κόσμο του συγγραφέα – έναν κόσμο που δεν είναι ούτε εντελώς ρεαλιστικός ούτε εντελώς ονειρικός. Τότε τι είναι; Θα αναρωτηθείτε. Είναι ο ενδιάμεσος τόπος της ύπαρξης: εκεί όπου η ανάμνηση γίνεται χώμα και η απώλεια μετατρέπεται σε φως. Η γλώσσα του Καριώτη παραμένει λιτή, αλλά ποτέ φτωχή. Κάθε λέξη κουβαλάει το βάρος της σιωπής που προηγείται και κάθε πρόταση είναι ακριβής όπως η παύση της μουσικής. Η σύνταξή του ακολουθεί τον ρυθμό της σκέψης και όχι της αφήγησης. Τα διηγήματά του θυμίζουν συχνά αφηγήσεις εν προόδω, όπως η ίδια η ζωή, που δεν ολοκληρώνεται, αλλά συνεχίζεται. Η Πεζοπορία στις νεφέλες είναι, τελικά, μια περιπλάνηση στο ενδιάμεσο, μεταξύ ζωής και λήθης, μεταξύ φωτός και σκιάς, μεταξύ ουρανού και γης. Ένα βιβλίο που μας καλεί να θυμηθούμε, να στοχαστούμε, να περπατήσουμε μέσα στις δικές μας νεφέλες με τη διακριτική καθοδήγηση ενός συγγραφέα που ξέρει πως η αλήθεια δεν κατοικεί στις εξάρσεις, αλλά στις λεπτές μετατοπίσεις του βλέμματος. Ο Καριώτης μάς δείχνει ότι το σημαντικό δεν είναι να φτάσουμε κάπου, αλλά να περπατήσουμε συνειδητά, γνωρίζοντας πως το μονοπάτι, όσο και αν χάνεται μέσα στα σύννεφα, είναι εκεί και μας περιμένει.

Ένα ταξίδι είναι, λοιπόν, αυτή η συλλογή και ο συγγραφέας μας προϊδεάζει να το αντιληφθούμε, ήδη από το κείμενο που βρίσκεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Αλλά ο Γιώργος, σαν τον καλό τον καπετάνιο που φαίνεται στη φουρτούνα, μας οδηγεί να συνειδητοποιήσουμε, ότι το ταξίδι –είτε πραγματοποιείται σε έναν παραμυθένιο ουρανό, είτε στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής– αποκαλύπτει ότι η αλήθεια και η ομορφιά δεν βρίσκονται στον προορισμό, αλλά στην ίδια την περιπλάνηση, στη λεπτή στιγμή όπου το πραγματικό συναντάει το ονειρικό.

Γνωρίστηκα με τον Γιώργο Καριώτη πριν μερικά χρόνια, στην παρουσίαση του βιβλίου ενός κοινού μας φίλου και μας έφερε κοντά η αγάπη μας για τη μουσική – έχοντας κοινές σχεδόν προτιμήσεις. Συνηθίζουμε, από καιρού εις καιρόν, να βρισκόμαστε πίνοντας μια μπίρα και να συζητάμε για μουσική, για εκδότες, για βιβλία, για ό,τι τέλος πάντων βρίσκεται στα καλλιτεχνικά μας ενδιαφέροντα. 

Σε μία από τις τελευταίες μας συναντήσεις, μου είπε πως η συλλογή διηγημάτων Πεζοπορία στις νεφέλες δεν έχει καμία σχέση με τη μουσική, εκτός από το τελευταίο διήγημα με τίτλο Dolce Vita. Όπως ήταν, λοιπόν, φυσικό, το διήγημα που διάβασα πρώτο, μόλις πήρα το βιβλίο στα χέρια μου, ήταν αυτό και για αυτό θέλω να σας πω στη συνέχεια. Και θα το κάνω για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή έχοντας και εγώ, ως μουσικός, μία μακρά πορεία στη ζωή μου παίζοντας σε συναυλίες ή σε διάφορα rock clubs με μπάντες ή και μόνος μου, βρήκα σε πολλά σημεία αυτού του διηγήματος τον εαυτό μου, και δεύτερον επειδή είναι το τελευταίο διήγημα της συλλογής και λειτουργεί –ξέρετε– όπως το τελευταίο κομμάτι του δίσκου που το βάζεις στο πικάπ και ανακυκλώνει όλα τα προηγούμενα.

Στο καταληκτικό, λοιπόν, διήγημα της συλλογής αυτής του Γιώργου Καριώτη, με τίτλο Dolce Vita, συναντάμε έναν συγγραφέα σε πλήρη ωριμότητα· ή, καλύτερα, έναν στοχαστή της μνήμης που, αντί να υμνεί το παρελθόν, το παρατηρεί με γαλήνη και καθαρό βλέμμα. Ο τίτλος, που παραπέμπει στην κινηματογραφική αισιοδοξία του Fellini, αποκτάει εδώ το ακριβώς αντίθετο βάρος: δεν είναι η ζωή της ηδονής, αλλά είναι η ζωή μετά την ηδονή. Η ζωή όπως την αντικρίζουμε όταν η σκόνη έχει καθίσει.

Το Dolce Vita λειτουργεί ως κορύφωση και συγχρόνως ως αποχαιρετισμός. Εκεί, ο συγγραφέας επιστρέφει στη δεκαετία των ονείρων, στο παρελθόν που κάποτε υπήρξε υπόσχεση και τώρα είναι μόνο ανάμνηση. Όμως, δεν το κάνει με νοσταλγία. Το βλέμμα του είναι καθαρό, είναι τρυφερό, είναι ειρωνικό όπου χρειάζεται, όπως ο ώριμος άνθρωπος που αναγνωρίζει πως η «γλυκιά ζωή» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια στιγμιαία αναλαμπή μέσα στο βαρύ σκοτάδι του χρόνου.

Το Dolce Vita είναι η υπαρξιακή σύνοψη όλης της γραφής του Καριώτη: ένας στοχασμός πάνω στη φθορά, πάνω στην ομορφιά που δεν κρατάει, αλλά και στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου που επιμένει να θυμάται.

Εκεί βρίσκεται και η βαθύτερη δύναμη του έργου του: στην πράξη της ανάμνησης ως αντίστασης. Ο Γιώργος δεν καταγράφει απλώς βιώματα. Τα επαναφέρει στο παρόν για να τους ξαναδώσει ζωή, να τα συμφιλιώσει με τον χρόνο. Οι ήρωές του δεν ζητούν λύτρωση, αλλά συνύπαρξη με τα λάθη, τις απώλειες και τις ματαιώσεις τους. Κι αυτή η στάση είναι, με έναν τρόπο, λυτρωτική. Από καθαρά τεχνική άποψη, οι περιγραφές του δεν στοχεύουν στην εξωτερική λεπτομέρεια, αλλά στην αίσθηση. Έτσι, ακόμα και η πιο απλή σκηνή, αποκτάει συμβολικό βάρος. Ο Γιώργος Καριώτης, ποιητής εκ φύσεως ακόμη κι όταν γράφει πεζό, υφαίνει μια αφήγηση χαμηλόφωνη, σχεδόν ψιθυριστή.

Το Dolce Vita δεν είναι εξομολόγηση. Είναι παρατήρηση. Ο αφηγητής κοιτάζει πίσω, σε μια εποχή γεμάτη φως, πρόσωπα και μουσικές, αλλά δεν τη νοσταλγεί. Με τη νηφαλιότητα εκείνου που έχει συνειδητοποιήσει πως η μνήμη δεν επιστρέφει για να μας πληγώσει, αλλά για να μας συμφιλιώσει με τον χρόνο, την αναπλάθει. Η γραφή είναι λιτή, ακριβής, και αποστασιοποιημένη. Ο συγγραφέας δεν περιγράφει συναισθήματα, τα αφήνει να κυλήσουν μέσα από εικόνες: μια κίνηση του χεριού, μια μουσική υπόκρουση, ένα φευγαλέο βλέμμα που φωτίζει ολόκληρη τη σκηνή. Ο λόγος του λειτουργεί σαν μουσικό θέμα. Επανέρχεται, υπονοεί, παύει.

Στο βάθος του Dolce Vita κυριαρχεί μια υπαρξιακή γαλήνη. Ο χρόνος δεν παρουσιάζεται ως απώλεια, αλλά ως φυσική φθορά, σχεδόν με τρυφερότητα. Ο ήρωας –ίσως ένα alter ego του συγγραφέα– δεν θρηνεί ούτε γκρινιάζει. Στέκεται απέναντι στη ζωή του όπως ένας παλιός μουσικός που ξανακούει μια ηχογράφηση δεκαετιών: με ένα μειδίαμα κατανόησης. Εκεί, στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην ειρωνεία και τη νοσταλγία, βρίσκεται όλη η σοφία του Καριώτη. Η «γλυκιά ζωή» του τίτλου είναι επίγνωση. Είναι το βλέμμα του ανθρώπου που έχει αποδεχθεί πως το ωραίο είναι εφήμερο· και γι' αυτό ακριβώς πολύτιμο.

Στο τέλος, δεν μένει τίποτα από τη λάμψη των πραγμάτων. Μόνο η αίσθηση σαν άρωμα που επιμένει μετά το πέρασμα του ανέμου. Και αυτό είναι αρκετό. Το Dolce Vita δεν ολοκληρώνει απλώς την Πεζοπορία στις νεφέλες. Την δικαιώνει.

Όπως το τελευταίο κομμάτι ενός μουσικού δίσκου που επαναφέρει –όπως προείπα– τα θέματα των προηγούμενων, αλλά με νέα ωριμότητα, το διήγημα αυτό, συνθέτει την πιο ήσυχη και ίσως την πιο δυνατή στιγμή του βιβλίου. Είναι η στιγμή όπου η γραφή του Καριώτη ξεπερνάει τον ρόλο της ως τέχνη και γίνεται στάση ζωής: μια αποδοχή της παροδικότητας ως μορφή ελευθερίας. Η Πεζοπορία στις νεφέλες κλείνει έτσι με ένα χαμόγελο χωρίς θλίψη. Το Dolce Vita δεν είναι επιτάφιος. Είναι υπόκλιση. Μια υπόκλιση στον χρόνο, στη μνήμη, στους ανθρώπους που πέρασαν και στην ίδια τη γλώσσα που ακόμη αντέχει να τους θυμάται.

Κλείνοντας, θέλω να πω πως όταν κλείνεις το βιβλίο, δεν μπορείς να το αποχωριστείς. Μένει κάτι από την ηρεμία του, μια καθαρή μελωδία που σε συνοδεύει σιωπηλά. Η Πεζοπορία στις νεφέλες είναι ένα βιβλίο που σε παρατηρεί, σε ακολουθεί και σε καθρεφτίζει. Κι αν τελικά η λογοτεχνία έχει έναν σκοπό, ίσως να είναι αυτός: να μας θυμίζει πως, ακόμα κι όταν περπατάμε μέσα στα σύννεφα, υπάρχει πάντα ένα μονοπάτι κάτω από τα πόδια μας – και ένας ουρανός πάνω απ' το κεφάλι μας.

Γιώργο μου, Σύσση μου, εύχομαι το βιβλίο αυτό, να αγαπηθεί πολύ.
Να είναι καλοτάξιδο!



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου