Διάλογος με τον ΠεσσόαΑπέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας
Γιάννη Σμίχελη
Το να γράφω μες στην κούραση, με το κλείσιμο της βάρδιας έχει πολύ μεγάλη σημασία. Είναι μια μάχη με τις αντοχές, τα στερεότυπα και τις κοινοτυπίες μου. Διαρκώς μου έρχονται στο μυαλό οι αναρίθμητες αποτυχημένες απόπειρες, σαν να είναι στραγγισμένη η ψυχή μου, δίχως έμπνευση, με αύρα θολή, ένα σύρσιμο των λέξεων γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού μου, σαν μονότονο αργό περπάτημα, με το κεφάλι προς τα κάτω και το μυαλό να μέτρα τα πλακάκια, τις ρόδες των αυτοκινήτων ή στα τυφλά να καταπίνει αριθμούς, μηχανικά σαν μια αντλία δίχως δεξαμενές που απλά κυλάει ο μετρητής της λόγω βλάβης, σαν βουβό στόμα που έχει κολλήσει σε ένα σημείο του εγκεφάλου ν' αριθμεί τα δευτερόλεπτα για να μην πνιγεί στην πλήξη. Το μάτι όποτε σηκώνεται από το τσιμέντο δεν πάει στον έναστρο ουρανό, ούτε πέφτει πάνω στους περαστικούς, αντίθετα κολλάει στο φως ενός λαμπτήρα, λες και ο γλόμπος του μεταδίδει την ασθένεια της νωθρότητας που χαλαρώνει τα νεύρα, ώστε το νευρικό σύστημα να είναι ένα πλαδαρό άμορφο υλικό από έναν πολτό λάσπης που ούτε για πηλό κάνει ούτε στεγνώνει ώστε να γίνει χώμα για κάτι. Αποκτά το σώμα εκείνη την αίσθηση της απόκοσμης σιωπής. Σέρνεται ένας πόλεμος δίχως να εκρήγνυται. Μια μάχη αιώνια.
Από την μέρα που πέθανε ο Μάνος ξεκαθάρισα πως θα γράφω μέχρι τα βαθιά γεράματα ποίηση, για οτιδήποτε, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και με γνώμονα την ελευθερία μου. Ήταν αυτός που με μύησε στην τέχνη, γυρνώντας με σ' εκθέσεις ζωγραφικής, μουσεία, αγοράζοντας βιβλία, μέχρι που με έδεσε στα ξύλινα κάγκελα του σοφά του πατρογονικού του πατέρα μου και έκανε το πορτρέτο μου. Έχει μείνει στο μυαλό η αιώνια εφηβεία εκείνης της στιγμής, να ζωγραφίζει αυτός, εγώ να διαβάζω την άγρια σκέψη του Λεβί-Στρος και να διαμορφώνεται μια χημική ένωση των ενεργειακών μας πεδίων έτσι που να με έχει ποτίσει τόσο βαθιά που να μην έχω άλλη επιλογή. Η αιτία του θανάτου του, το αυτοάνοσο, ήταν ο λόγος που στράφηκα προς την κατεύθυνση της φροντίδας ατόμων με σκλήρυνση κατά πλάκας, αυτοάνοση ασθένεια, ανεξήγητη και με πιθανή αιτία τον μοντέρνο τρόπο ζωή της βιομηχανικής κοινωνίας. Αυτό που βίωνα ήταν η βαθιά φιλία που δεν έχει όρια, μπορεί να γίνει έρωτας, αγάπη, συντροφικότητα και όταν έφυγε κυριολεκτικά έγινα ένα με εκείνη την σχέση που μας έδενε. Έγινα το δικό μας, κοινό μας, εμείς. Αν είχε κάτι αξιοζήλευτο, σπάνιο, ήταν ο τρόπος του να μπολιάζει τους ανθρώπους μ' ενδιαφέροντα κι ανησυχίες.
Γεννήθηκα για να αποφασίζω. Καταρχάς για μένα τον ίδιο. Ό,τι πιο ταιριαστό στην ιδιοσυγκρασία μου που έχει στον πυρήνα της το αδάμαστο κι ανυπότακτο, την αναζήτηση και τις κορυφώσεις. Όμως η ισχυρή θέληση, η πυγμή, η διανοητική μου ανησυχία κι αναζήτηση τρόμαζαν τους δικούς μου και προκαλούσαν τον φθόνο των συγγενών μου και την χαιρεκακία τους, ψιθύριζαν με τα μυαλά που έχει θα φάει το κεφάλι του. Αλλά για καλή μου τύχη και λόγω της δίκης μου φυγής, κατάφερα από τα γεννοφάσκια μου να ξεφύγω από το καταθλιπτικό οικογενειακό περιβάλλον και τις απότομες διακυμάνσεις στην ατμόσφαιρά του που λίγη χαρά πρόσφερε, πολλούς καυγάδες, αναίτιες εντάσεις και θεατρινισμούς. Κυριολεκτικά επέλεξα νέα οικογένεια, η αρνητικότητα της βιολογικής μου με ώθησε διαισθητικά και ενστικτωδώς απευθείας στην μάμα μου, την Βάσω, την Μπαλλή, τον κυρ Γιώργο, τον Κώστα και τη Ρούλα. Ουσιαστικά τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής μου διαμόρφωσαν εκείνοι τον χαρακτήρα και τη δομή της προσωπικότητάς μου. Το κυριότερο, έμαθα να σκέπτομαι με αγάπη, τρυφερότητα και ειλικρίνεια, όπως ο ευθύς χαρακτήρας της Βάσως. Και όταν πια άρχισα να συγκρούομαι με τους γονείς και συγγενείς μου από την προεφηβεία κιόλας με ρωτάγανε ειρωνικά επειδή πάντα ήμουν το πνεύμα της αντιλογίας «ποιανού παιδί είσαι εσύ;». Η αντίθεση των δυο οικογενειακών περιβαλλόντων, αν και φαινομενικά αόρατη αφού είχαν πολύ καλές, στενές σχέσεις, έγινε η δίκη μου εσωτερική αντίφαση. Τρεις ανθρώπους όλους κι όλους από τα δυο γονεϊκά σόγια αγάπησα πραγματικά. Την μητέρα του πατέρα μου, την Μαρία, μια σοφή γυναίκα, του χωριού, που το σπίτι της ήταν πάντα ανοικτό σε όλους, με υψηλό δείκτη νοημοσύνης, καλοσυνάτη και κοινωνικότατη. Την αδελφή της μητέρας μου, την Ελένη, που με διαπαιδαγώγησε κυριολεκτικά με μια πολύ αυστηρή χριστιανική ηθική αλλά, το κυριότερο, μου εμφύσησε την επικοινωνία με το θείο ώστε να ερμηνευτεί από μένα σε άπειρο και, τέλος, μια άλλη αδελφή της μάνας μου, την Χριστίνα, η οποία κουβαλούσε ένα απίστευτο σταυρό ώστε να επιβεβαιώνει πλήρως το όνομά της. Όλοι οι άλλοι, ακόμα και οι γονείς μου, ποτέ δεν έπεισαν την ανυπότακτη κι αγέρωχη ψυχή μου. Όσο κι αν ήμουν φιλικός, κοινωνικός, αλτρουιστής, με ροπή στον σκοτεινό απελπισμένο έρωτα, κατά βάθος, δεν εμπιστευόμουν κανέναν κι ας έκανα πως ήμουν απονήρευτος. Στην ουσία της ιδιαιτερότητάς μου έστεκε μια απίστευτη δυσπιστία κι αμφιβολία που μόνο την δεύτερη οικογένεια μου και τις τρεις συγγενείς μου δεν κοίταζε με λοξό μάτι. Λες και γεννήθηκα με έναν φασματογράφο που μπορεί και αναλύει, αποκαλύπτει, ερμηνεύει το ενεργειακό πεδίο, την ποιότητα και τις προθέσεις σχεδόν του κάθε ανθρώπου. Μου δίνει τη δυνατότητα να προχωράω στο άγνωστο και να συναναστρέφομαι με τους ξένους καλύτερα από τα εξ αίματος συγγενικά πρόσωπά μου. Ακριβώς και εξαιτίας αυτού, όλοι εκείνοι που μπόλιασαν την αυθεντικότητά μου δεν ήταν άλλοι από τους ελασίτες, που συναναστράφηκα στα τελευταία χρόνια της ζωής τους με σκοπό να παρουσιάσω την συμβολή τους στην ιστορία ενός τόπου που οι κάτοικοι του είχαν πάθει ραμολιμέντο από το άγριο και ανούσιο κυνήγι του θησαυρού. Οι γέροι αυτοί ήταν η χαρά μου, καμία υποχρέωση απέναντί τους δεν ένιωθα, μήτε κάποιο χρέος ξεπλήρωνα. Γνώριζα πως οι βίοι τους θα μετουσιώνονταν με τον καιρό στην ιστορία του τόπου, από στόμα σε στόμα, μέσα στα καφενεία και τις ταβέρνες. Άλλωστε οι δύσκολοι καιροί δεν ήταν πίσω, αλλά μπροστά, γιατί η σπειροειδή κίνηση της ιστορίας επαναλαμβάνεται δίχως ο κύκλος να γίνει φαύλος ώστε να ανακυκλώνεται η βιαιότητα και η εκμετάλλευση στην ίδια κατάσταση. Πράγματι, η βία κινεί την ιστορία, αλλά πια δεν έχουμε την επιλογή των μεγάλων πολέμων, δεν θα επαναληφθεί ο Παγκόσμιος στην πρώτη ή την δεύτερη φάση του, απλούστατα επειδή η ολοκληρωτική καταστροφή, όχι μόνο δεν θα αναδείξει κανένα ως νικητή, αλλά και θα προξενήσει τον αφανισμό του είδους επί την υδρόγειο σφαίρα, τουλάχιστον. Ουσιαστικά με αναβάπτισαν με τις βιωματικές τους διηγήσεις. Ανοιγόταν ο δρόμος της αποδέσμευσής μου από το πνιγηρό περιβάλλον, το τόσο τοξικό, της οικογένειάς μου. Έπαυα πια να είμαι ένας ιδιώτης που κοιτάει το συμφέρον του. Ήξερα πως μου όριζαν το πεπρωμένο, πως με αυτή την συλλογή των εμπειριών τους από την συμμετοχή τους στο αντάρτικο και τον Εμφύλιο καθόριζα εγώ προσωπικά τη μοίρα μου με πλήρη συνείδηση και συναίσθηση πως γίνομαι, μ' έναν τρόπο, ο διάδοχος τους.
Η ενσυναίσθηση είναι σίγουρα η έβδομη ανθρώπινη αίσθηση και η γιόγκα διαθέτει όλες εκείνες τις μεθόδους για την ανάπτυξή της ακριβώς γιατί η αυτοσυγκέντρωση στον εαυτό μας οδηγεί στο πανανθρώπινο, το ζωικό είναι, τη φύση και την ενότητα στο ενιαίο. Την όγδοη αίσθηση, εκείνη του οραματισμού, δυστυχώς η σύγχρονη τεχνοκρατική επιστήμη την αποσπά από τον άνθρωπο για να την αποδώσει στην τεχνητή νοημοσύνη, κάτι που οδηγεί αναπόφευκτα σε μια νέα μορφή αλλοτρίωσης και σε επίπεδο μιας νέας δουλείας. Αναμφίβολα, ο νέος πόλεμος θα έχει ως νικητή αυτόν που δεν θα διαθέτει κανένα όπλο, ούτε ασπίδα προστασία και δεν θα είναι αποστασιοποιημένος αλλά στο κέντρο των δρώμενων. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, τη διαρκή καθολική απειλή του αφανισμού, είναι η αναζήτηση και θεμελίωση μιας νέας θρησκείας, κοσμικής και απελευθερωτικής, το επόμενο βήμα του διαφωτισμού. Η εκκοσμίκευση της θρησκευτικότητας, η οποία είναι εφικτή χάρη στην αλματώδη έρευνα του εγκεφάλου και στην αποκωδικοποίηση των θρησκευτικών διαδικασιών μάθησης και μύησης στο θείο, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το άπειρο που καταλήγει στο απέραντο κενό, το απολύτως άδειο, θα δώσει τα εφόδια για την αντιμετώπιση του ολοκληρωτισμού των θιασωτών της τεχνητής νοημοσύνης. Όμως σήμερα, ως πρώτο βήμα, είναι αναγκαίος ο διαχωρισμός της διαίσθησης από το ένστικτο της επιβίωσης γιατί αυτή η έκτη αίσθησή μας είναι απαραίτητη να υπερβούμε τα εγωιστικά ορμέμφυτα και να οδηγηθούμε στην αληθινή διαβίωση μέσω της αυθεντικής γνώσης του εαυτού μας που είναι το αφούγκρασμα του πυρήνα του προσωπικού μας είναι. Αυτό δεν έκανε άλλωστε ο καπετάνιος με τους ομοϊδεάτες του, έστω κι αν έσφαλαν λόγω της αφέλειας τους; Δεν αγωνίστηκαν ξερά και ρηχά να επιβιώσουν, αποκλειστικά συγκεντρωμένοι στα ατομικά και ιδιοτελή μηδαμινά συμφέροντά τους στο πλαίσιο της πείνας, της μιζέριας και της άγριας εκμετάλλευσης από τον κατακτητή και του συνεργάτες του. Δεν μονολογούσανε τα παιδάκια μου, η γυναικούλα μου κι εγώ να τα βγάλουμε πέρα και οι άλλοι ας κάνουν το ίδιο και όποιος την φάει τη σφαίρα κακό του κεφαλιού του, αν είναι άτακτος, και μαύρο το ριζικό του, αν του συνέβη από ατυχία. Μέσα από την πείρα της ζωής κατανόησαν πως το κοινό όφελος, η κοινή μέριμνα και φροντίδα, η συλλογική έγνοια, η οργανωμένη ομαδική δράση θα φέρουν, όχι απλώς το ποθητό αποτέλεσμα της επιβίωσης αλλά τη διαφύλαξη της εσωτερικής ελευθερίας απέναντι στην απειλή και την τρομοκρατία, έτσι ώστε να οδηγηθούν στην εξωτερική ελευθερία εκείνη της απελευθέρωσης κι ανεξαρτησίας. Αυτό το δικό μας είναι που έχει ελάχιστη σχέση με το εγώ, περιλαμβάνει σε μικρογραφία ελλειπτική το όλο, κάτι σαν σε ποιητική αφαίρεση, σε όλες τις διαστάσεις του, πεπερασμένες κι άπειρες. Αυτό διέθεταν οι αγωνιστές του εθνικού απελευθερωτικού μετώπου, του ελληνικού λαϊκού απελευθερωτικού στρατού και αργότερα του δημοκρατικού στρατού. Παρότι νίκησαν στον πιο φρικτό και θηριώδη πόλεμο, ακριβώς λόγω της ανεπτυγμένης ενσυναίσθησής τους που μόνο με δυνατή διαίσθηση επιτυγχάνεται, δεν δίστασαν ν' αγωνιστούν για το όραμά τους έστω κι αν ηττήθηκαν προσωρινά. Γιατί η σημερινή γενικευμένη παρακμή αποδεικνύει πως το κομμουνιστικό τους όραμα, όπως το αντιλαμβάνονταν και το επιδίωκαν, ήταν το πιο πανανθρώπινο υψηλό ιδανικό με αντικειμενική ισχύ. Η σπειροειδή κίνηση της πολυδιάστατης ιστορικότητας του κοινωνικού γίγνεσθαι τους δικαιώνει και συγκεκριμένα εκείνους που θυσίασαν τον ιδιωτικό τους βίο για την καθολική αξία της ισότητας που μόνο ο κομμουνισμός μπορεί να προσεγγίσει επειδή πολύ απλά καταργεί την ιδιοκτησία για την αρμονική συνύπαρξη η οποία είναι η συμπαντική αρχή. Φυσικά, δεν αναφέρομαι στον υπαρκτό σοσιαλισμό, που ως καθεστώς εξελίχθηκε πολύ σύντομα σε ένα ιδιότυπο κρατικομονοπωλιακό μόρφωμα αυταρχικής εξουσίας, αλλά στο όραμα της μαρξιακής θεωρίας το οποίο παραμένει ολοζώντανο με τις απαραίτητες επικαιροποιήσεις και προσαρμογές στο σήμερα. Καθώς συνέλεγα, λοιπόν, στο υλικό με το παραδοσιακό κασετοφωνάκι στις ξεπερασμένες πια κασέτες, αυτοί οι ανώνυμοι ήρωες ενέγραφαν μέσα μου την ουσία του κόσμου με τον πιο απλό, ειλικρινή κι αυθεντικό τρόπο και όλοι τους συνέκλιναν σ' έναν άνθρωπο-σύμβολο, στον καπετάνιο Γιάννη Ρουκουνάκη.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θανάση Μυλωνά.
Το πεζογράφημα αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Γιάννη Σμίχελη Άγιος Νεόπλουτος: Διάλογος με τον Πεσσόα - Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας, που δημοσιεύτηκε σε 42 μέρη στο koukidaki.gr από τις 25 Απριλίου 2025 και κάθε Παρασκευή. Ξεκινήστε την ανάγνωση από εδώ ή συνεχίστε στο επόμενο.